Τελικά οι διανοούμενοι και οι αγκιτάτορες της Αριστεράς είναι αξιοθαύμαστοι. Δεν το βάζουν κάτω με τίποτα. Λουφάζουν για λίγο καιρό και μετά ξαναεμφανίζονται. Και αυτός ο κύκλος συνεχίζεται.
Το πρόβλημα θα μπορούσε να έχρηζε και ψυχιατρικής μελέτης. Τι είναι αυτό που ωθεί ομάδες μορφωμένων ανθρώπων να υπερασπίζονται με πάθος ιδέες που πέθαναν;
Είναι η σχέση του πιστού με την θρησκεία του; Είναι μια βιωματική σχέση που δεν ανακαλείται; Είναι η αδυναμία του ανθρώπου να παραδεχθεί πως η πορεία μιας ζωής ήταν λάθος; Ή μήπως τελικά είναι η δύναμη της αδράνειας, που είναι πολύ πιο ισχυρή από την δύναμη της κίνησης και της αναθεώρησης;
Καταθέτω αυτά τα ερωτήματα με αφορμή την εμφάνιση στο προσκήνιο των ζόμπι του μαρξισμού που, αίφνης με τον κορονοϊό, βγήκαν από τα λαγούμια τους.
Τι λένε λοιπόν; Υποστηρίζουν πως με την κινητοποίηση ολόκληρης της κρατικής μηχανής για την αντιμετώπιση του ιού, δικαιώνονται οι θέσεις τους για μεγαλύτερο κράτος, για ισχυρότερο κράτος, για την ανάγκη του κεντρικού σχεδιασμού.
Κάνουν πως αγνοούν το γεγονός ότι σε συνθήκες εκτάκτου ανάγκης, σε όλες τις φιλελεύθερες κοινωνίες, τις βασικές λειτουργίες τις αναλαμβάνει η κρατική μηχανή, γιατί αυτή έχει τις δυνατότητες να αντιμετωπίσει επιτυχημένα μιαν εθνική κρίση. Το κράτος συγκεντρώνει τεράστια εξουσία, έχει την ικανότητα να κινητοποιεί και να συντονίζει όλους τους μηχανισμούς του, και το κυριότερο, τελικά υπάρχει γι΄αυτόν ακριβώς τον λόγο.
Για να ρυθμίζει και να ελέγχει καταστάσεις, όταν αυτές προσλαμβάνουν χαρακτηριστικά εθνικής κρίσης. Και η επιδημία του κορονοϊού, με τις διαστάσεις που έλαβε, έχει όλα τα χαρακτηριστικά της εθνικής κρίσης.
Δηλαδή μια διαχειριστική λειτουργία του κράτους που είναι, ούτως ή άλλως εγγεγραμμένη στην φύση του, οι μαρξιστές της προσδίδουν ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Πιστεύουν πως η αντιμετώπιση εκτάκτων καταστάσεων δικαιώνει την κοσμοθεωρία τους.
Ετσι απαιτούν μεγέθυνση του δημόσιου τομέα και κεντρικό σχεδιασμό όχι ως πρόσκαιρες επιλογές, αλλά ως μόνιμη και σταθερή βάση οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας. Με αφορμή μιαν επιδημία, που ενδεχομένως να λάβει τον χαρακτηρισμό της πανδημίας, ξαναφέρνουν στην επιφάνεια μια θεωρία που εμφανίσθηκε πριν από 180 περίπου χρόνια, της οποίας οι αντοχές έσβησαν το 1989.
Μπορούμε να τους πάρουμε στα σοβαρά; Μπορούμε να πάρουμε στα σοβαρά ανθρώπους που υπερασπίστηκαν τον τρόπο που η σοβιετική ηγεσία αντιμετώπισε την καταστροφή στο Τσέρνομπιλ; Μπορούμε να πάρουμε στα σοβαρά ανθρώπους που, όταν βρέθηκαν στην εξουσία, στάθηκαν ανίκανοι να συντονίσουν και να κινητοποιήσουν την κρατική μηχανή; Τα είχαν όλα στα χέρια τους και όμως έχασαν την ζωή τους 102 άνθρωποι.
Το δίδαγμα από όλες αυτές τις ακραίες καταστάσεις είναι ένα και μοναδικό. Το πρόβλημα της αντιμετώπισης των εθνικών κρίσεων αφορά την ετοιμότητα της πολιτικής ηγεσίας να κινητοποιήσει αστραπιαία όλες τις υπάρχουσες κρατικές δομές. Ομως, μια κοινωνία δεν μπορεί να λειτουργήσει προσανατολισμένη στο πώς θα αντιμετωπίσει ένα έκτακτο φαινόμενο που πιθανόν να εμφανισθεί στο άγνωστο μέλλον, αν εμφανισθεί τελικά.
Καμιά κοινωνία δεν αντέχει την εξαιρετικότητα και την διαρκή επαγρύπνηση. Ολα τα υπόλοιπα είναι κουβέντες κουρασμένων ανθρώπων που δεν θέλουν να παραδεχθούν πως πήραν την ζωή τους λάθος.