Και μόνο ο τίτλος «Απέναντι στην κυριαρχία Μητσοτάκη, ποιος;» της σημερινής εκδήλωσης στην οποία συμμετέχουν εκπρόσωποι των κομμάτων που διεκδικούν ρόλο στον χώρο της κεντροαριστεράς, καταδεικνύει το άγχος και το αδιέξοδο μέσα στο οποίο περιδινίζονται.
Το σκηνικό της κεντροαριστεράς, δεν θυμίζει σε τίποτα το τοπίο της προεκλογικής περιόδου του περασμένου καλοκαιριού. Οι ανατροπές που έχουν συντελεστεί είναι σημαντικές. Ο Σύριζα παραμένει στα χέρια του κλειστού κύκλου εμπιστοσύνης του Αλέξη Τσίπρα, με έναν εντελώς απολιτικό αρχηγό που αυτοπροβάλλεται σαν ο «Μητσοτάκης της Αριστεράς».
Η βαθιά αριστερή ψυχή του Σύριζα, αποσχίστηκε δημιουργώντας ένα νέο κόμμα, τη Νέα Αριστερά, που από την πρώτη ημέρα κινείται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Και το ΠΑΣΟΚ, το οποίο βρίσκεται αγκυλωμένο στη χρονοκάψουλα του θέρους του 2022 και στις παρακολουθήσεις, βλέπει τα δημοσκοπικά ποσοστά του να παρουσιάζουν άνοδο, κυρίως λόγω της υποχώρησης των δυνάμεων του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Αναβιώνει άραγε η προεκλογική πρόταση του Αλέξη Τσίπρα για τη συγκρότηση ενός «Δημοκρατικού Μετώπου»; Εκδηλώνεται μια προσπάθεια συγκρότησης ενός κοινού σχήματος και ενός κοινού ψηφοδελτίου, εν όψει των ευρωεκλογών του 2024; Δόθηκε το σήμα της εκκίνησης κάποιων πολιτικών ζυμώσεων στα πλαίσια συνεννόησης των δυνάμεων της αντιπολίτευσης; Βρισκόμαστε μπροστά στην εμφάνιση νέων δελφίνων, όπως είναι ο Μανώλης Χριστοδουλάκης στο ΠΑΣΟΚ και ο Διονύσης Τεμπονέρας στον Σύριζα και στο εκ νέου πλασάρισμα της Έφης Αχτσιόγλου στην κεντρική πολιτική σκηνή;
Ο Διονύσης Τεμπονέρας επιλέγοντας να παραμένει παρά τις διαφωνίες του εντός του Σύριζα, διεκδικεί για τον εαυτό του ένα εμφανώς διακριτό ρόλο, αναμένοντας την «μετά Κασσελάκη» εποχή, που ίσως να ξεκινήσει μετά από ένα ενδεχόμενο ατυχές αποτέλεσμα τις ευρωεκλογές. Στις οποίες αξίζει να θυμηθούμε ότι ο πρόεδρος του Σύριζα έχει θέσει σαν στόχο την απόλυτη νίκη.
Ο Μανώλης Χριστοδουλάκης, μετά την αποχώρηση του Ανδρέα Λοβέρδου από το ΠΑΣΟΚ, είναι ίσως ο μόνος που μπορεί να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία του Νίκου Ανδρουλάκη, του οποίου το αρχηγικό προφίλ δεν φαίνεται να προσελκύει ψήφους έξω από τον στενό κομματικό πυρήνα. Και επιχειρεί τα πρώτα βήματα του, προς αυτήν την κατεύθυνση.
Η Έφη Αχτσιόγλου μετά από την αποτυχημένη προσπάθεια της να διεκδικήσει την αρχηγία του Σύριζα και την επιλογή της να παραδώσει τον πρωτεύοντα ρόλο νέου κόμματος στον Αλέξη Χαρίτση, προσπαθεί να επανακάμψει στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Υπάρχει όμως χώρος για τέτοιες κινήσεις;
Το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ θα ανταγωνίζονται μέχρι τις ευρωεκλογές για τη δεύτερη θέση μετά τη Νέα Δημοκρατία και για την κυρίαρχη εγχώρια εκπροσώπηση στην ευρωσοσιαλιστική ομάδα. Οπότε αυτή η μάχη αναμένεται να είναι σκληρή, καθώς από την έκβασή της θα κριθούν όχι μόνο οι πολιτικοί συσχετισμοί της επόμενης ημέρας, αλλά και το πολιτικό μέλλον των αρχηγών τους.
Μέχρι τότε ο Στέφανος Κασσελάκης θα συνεχίζει να προσπαθεί να πείσει τους ψηφοφόρους του ότι αυτός είναι που μπορεί να κερδίσει τον Μητσοτάκη, κατηγορώντας μάλιστα το Νίκο Ανδρουλάκη ότι είναι ένας «εκβιαζόμενος πρόεδρος».
Ταυτόχρονα ο Νίκος Ανδρουλάκης με μοναδικό βέλος στη φαρέτρα του το σήριαλ των παρακολουθήσεων, δηλώνει ότι μόνον αυτός και το κόμμα του μπορούν να ασκήσουν αξιόπιστη και αποτελεσματική αντιπολίτευση. Και ότι μετά τις ευρωεκλογικές, εκ των πραγμάτων το ΠΑΣΟΚ θα είναι αξιωματική αντιπολίτευση.
Η Νέα Αριστερά επιδιώκει οποιαδήποτε προεκλογική συνεργασία, διότι τα απογοητευτικά δημοσκοπικά ευρήματα, θα την απομακρύνουν από το προσκήνιο και θα την οδηγήσουν εκεί που βρίσκεται η ΛΑΕ και το ΜΕΡΑ25. Δηλαδή στα αζήτητα.
Εκείνο που εντυπωσιάζει είναι το γεγονός ότι στον χώρο της Κεντροαριστεράς και της Αριστεράς δεν διεξάγεται κάποιος συγκροτημένος διάλογος για κοινές θέσεις και στρατηγικές. Το μοναδικό ζητούμενο είναι να βρεθεί ποιος μπορεί να γίνει «αντιμητσοτάκης» στη θέση του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Προς το παρόν η απάντηση που δίνεται στις δημοσκοπήσεις είναι ο «Κανένας». Ούτε ο Ανδρουλάκης, ούτε ο Κασσελάκης, αλλά ο «Κανένας». Προφανώς η απάντηση δεν είναι ούτε ο Τεμπονέρας, ούτε ο Χριστοδουλάκης, ούτε η Αχτσιόγου. Διότι δεν είναι θέμα προσώπων, αλλά θέμα θέσεων, προτάσεων, στρατηγικών και εμπιστοσύνης.