Το σήμερα είναι μια άλλη μέρα. Η συγκίνηση για τον θάνατο της Φώφης γλύκανε ψυχές, φίλων, αντιπάλων και εχθρών. Όμως η ζωή συνεχίζεται, η συγκίνηση σε λίγο θα εξαχνωθεί, και οι υποψήφιοι θα μπούνε στον αγώνα για την προεδρία του ΚΙΝΑΛ.
Εξακολουθούμε να πιστεύουμε, κυρίως επειδή ως τις εσωκομματικές εκλογές ο καιρός είναι λίγος, η συγκινησιακή αύρα του θλιβερού γεγονότος, έστω και αχνή, θα επηρεάσει τη συμπεριφορά των υποψηφίων, και θα την προφυλάξει από την ολοσχερή σκληρότητα.
Οι εκλογές του ΚΙΝΑΛ είναι «άγνωστη χώρα», όχι ως προς τον δυναμισμό και τη δημοφιλία των υποψηφίων, όσο ως προς το σχέδιό τους για τον χώρο τους. Ως τώρα δεν υπάρχει μεγάλη διακριτότητα μεταξύ τους. Και μάλλον δεν θα υπάρξει αφού είναι στελέχη του ίδιου χώρου οπότε οι διαφοροποιήσεις δεν θα είναι χαώδεις.
Άλλωστε δεν θα εκπονήσουν κάποιο κυβερνητικό πρόγραμμα. Όπως σωστά έχει πει ο Λοβέρδος, θα ήταν υπερφίαλο ένα μικρό κόμμα του 8% να δημιουργούσε κάτι τέτοιο. Εκεί που θα κριθεί η διακριτότητα είναι κυρίως η σχέση τους με τα δύο μεγάλα κόμματα, επειδή η απλή αναλογική και η μετέπειτα ασθενής ενισχυμένη, θα το επιβάλουν.
Ως προ αυτό, η μόνη ευκρινής γραμμή είναι του Αντρέα Λοβέρδου. Έχει προβάλει ως αδιαπραγμάτευτη την επιστροφή στο brand name ΠΑΣΟΚ, ενώ έχει ξεκόψει και κάθε προοπτική συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ. Μάλιστα άφησε αιχμές κατά του Γιώργου Παπανδρέου, λέγοντας «όχι στα σενάρια συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ, που τον ξεπλένουν».
Δεν ξέρουμε αν αδικείται ο κ. Παπανδρέου, αλλά ο ίδιος έχει δώσει την ευχέρεια. Κατά την ανακοίνωση της υποψηφιότητάς του δήλωσε πως το κόμμα θα γίνει «καταλύτης για προοδευτική διακυβέρνηση». Άφησε έτσι εντυπώσεις ότι είναι πρόσφορος και πρόθυμος για μια συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Αλλά μια τέτοια συνεργασία, περισσότερο από «καταλύτη» θα μετέτρεπε το κόμμα του σε υποπόδιο του Αλέξη Τσίπρα για να ξαναγίνει Πρωθυπουργός.
Λέμε ότι δεν ξέρουμε αν αδικείται ο κ. Παπανδρέου, γιατί ο ίδιος είπε τώρα, αλλά το έχει διατυπώσει και σε παρελθόντα χρόνο, τουλάχιστον από το 2018, ότι δεν θα συνεργαστεί «με αυτούς που μας έλεγαν γερμανοτσολιάδες». Αυτό βέβαια έρχεται σε αντίθετη με τη φιλοδοξία να γίνει το κόμμα του «προοδευτικός καταλύτης», αλλά τις επόμενες ημέρες θα έχει την ευκαιρία να το διευκρινίσει.
Και σίγουρα η μετεκλογική σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ θα είναι η δαμόκλειος σπάθη που θα επικρέμεται ως δημοσιογραφικό ερώτημα αλλά και πολιτικό ζητούμενο, επί των κεφαλών των υποψηφίων. Άδικο μεν (το να ορίζεται το ξεκίνημα ενός νέου αρχηγού με τον ετεροπροσδιορισμό της σχέσης του με άλλο κόμμα), αλλά η πολιτική πραγματικότητα δεν τους ρωτάει.
Εντυπωσιακό είναι ότι και ο Χάρης Καστανίδης, που φέρεται ως ο πλέον ένθερμος της συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ, όχι άδικα και αυτός λόγω παλιότερων δηλώσεών του, διερωτήθηκε τις προάλλες «θα συνεργαστούμε με αυτούς που μας έλεγαν γερμανοτσολιάδες;
Τη στάση των υποψηφίων επηρεάζουν ίσως οι δημοσκοπήσεις. Η συντριπτικότατη πλειοψηφία των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ, απεχθάνεται τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ φέρεται ως προσηνής στον Μητσοτάκη. Μοιάζει φαινομενικά παράδοξο γιατί οι πασόκοι ήταν - βιωματικά και πολιτικά - οι πιο αντιδεξιοί (και οι πιο αντι-Μητσοτακικοί) του πολιτικού σκηνικού. Αυτοί ήταν που καθιέρωσαν το σύνθημα «Ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά», πριν τους το κλέψει - και αυτό - ο ΣΥΡΙΖΑ.
Οφείλεται εν μέρει στην πολιτική Μητσοτάκη, που δεν τον βλέπουν με τα παραμορφωτικά γυαλιά του ΣΥΡΙΖΑ, ως ακροδεξιό νεοφιλελεύθερο. Κυρίως πιστεύουμε ότι οφείλεται στην απαξίωση με την οποία αντιμετωπίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ, και λόγω των διαχρονικών θέσεών του, και λόγω της πρότερης συμπεριφοράς απέναντί τους.
Οι αντιμνημονιακοί νεοσσοί και νυν μεσήλικες του ΣΥΡΙΖΑ, δεν έζησαν το «βρώμικο 89». Και δεν ξέρουν ότι κάθε οπαδός και όχι μόνο ο αριστερός όπως νομίζουν, ταυτίζεται με το κόμμα του. Όταν το «βρώμικο 89» στα καφενεία μιλούσαν για τους «κλέφτες του ΠΑΣΟΚ» χωρίς να ονοματίζουν πρόσωπα, οι οπαδοί του ΠΑΣΟΚ το εκλάμβαναν ως προσωπική τους προσβολή. Το αποτέλεσμα το είδαμε στις εκλογές του 93.
Το ίδιο έπαθαν και οι νεοσσοί του ΣΥΡΙΖΑ με τους Γερμανοτσολιάδες, τους Πινοσέτ και τους Τσολάκογλου.