Οι επισκέπτες αρχαιολογικών χώρων και μουσείων σπάνια στέκονται μπροστά σ’ επιγραφές. Δύο στερεότυπες δικαιολογίες – «δεν καταλαβαίνω τι γράφουν» ή «δεν έχουν ενδιαφέρον» – καλύπτουν ένα βλέμμα περιφρονήσεως ή αδιαφορίας για τις «πλάκες». Κι ωστόσο, πόση αγωνία εκφράζει μια επιγραφή, πόση έννοια να σταλεί ένα σήμα!
«Μνήμα» και «σήμα» ονόμασαν τις επιτύμβιες πέτρες που θέλουν να θυμίζουν για πάντα. Ποιους προσπαθούν να σώσουν απ’ τη λήθη; Ποια πρόσωπα αγαπημένα, ποιες πράξεις; Κάθε επιγραφή είναι μια πέτρινη μποτίλια στο πέλαγο. Ρίχτηκε για να σταθεί ο διαβάτης μπρος της, να διαβάσει… Πόσο πρέπει νάνιωσε τα μισοφαγωμένα τούτα μηνύματα ο Καβάφης, ο σοφός ποιητής μας, για να συντάξει την απόκρισή του: Εν Τω Μηνί Αθύρ…
Παρόμοια με τον Αλεξανδρινό, ο Αλέκος Κυραρίνης είχε μπρος του ένα όνομα, είχε μπρος του μιαν ανατριχίλα αμυδρή, πετρωμένη, που μεταδίδεται μεσ’ από ένα χάραγμα. Στο αρχαιολογικό μουσείο του Πόρου στάθηκε μπρος στις ενεπίγραφες πλάκες και προσπάθησε να νιώσει ποια αγωνία χαράχθηκε εκεί. Μέσα από δεκαπέντε έργα απευθύνει τον δικό του χαιρετισμό, μοιραζόμενος το δικό του μήνυμα με την ανάσα της Ιστορίας. Ο ίδιος εξηγεί γι’ αυτήν τη συνάντηση:
«Εκεί που η έννοια του σημερινού κόσμου συνδέεται με την κληρονομιά από την αρχαιότητα, εκεί που σε μία κατάσταση διαστολής και συνύπαρξης, παρουσιάζονται έργα «παλαιά και νέα» και καθορίζεται η σχέση τους. Όμως καθορίζεται και η σχέση μας μαζί τους. Αυτό προσπάθησα να εξασφαλίσω - μία ένωση, μία ταύτιση. Τη δουλειά μου ως δέκτη και πομπό του καθαρού μηνύματος μίας διαρκούς παραλλαγής της αρχαίας μας παράδοσης σε μία έμπνευση, κάτι νέο. Στο ίδιο περιβάλλον δεν επιδρούν μόνο τα έργα τέχνης αλλά και τα μάτια μας που τα κοιτούν.
Μεταχειρίστηκα το δέος που αισθάνομαι για τον αρχαίο κόσμο όχι εκμεταλλευόμενος τα προσόντα της δικής μου ταπεινής δουλειάς, μα την αξία που όσο κι αν δεν κατανοούμε άλλο τόσο πρέπει να υποθέσουμε. Έναν χαιρετισμό και μία υπόθεση έκανα, δίνοντας ενέργεια σε μία αισθητική η οποία με κατακλύζει και έχω την ελπίδα ότι με προστατεύει από ηχηρά λάθη».
Στα έργα του Κυραρίνη κυριαρχούν οι αρχετυπικές μορφές, οι οποίες απεικονίζονται μέσα σε αετωματικούς ναΐσκους, περιστοιχισμένους από φυτικό διάκοσμο. Η αρχιτεκτονική οργάνωση του ζωγραφικού χώρου, η απλότητα του σχεδίου, η απουσία προοπτικής και φωτοσκίασης, η περιορισμένη χρωματική παλέτα και η χρήση καθιερωμένων μοτίβων αποτελούν στοιχεία που παραπέμπουν άμεσα στην αρχαία ελληνική καλλιτεχνική παράδοση, ενώ δε λείπουν οι επιδράσεις από τον δυτικοευρωπαϊκό μοντερνισμό, καθώς τα μοτίβα δεν πλαισιώνουν απλά τις παραστάσεις ως διακοσμητικά στοιχεία, αλλά εμπλέκονται σε αυτές και συχνά πρωταγωνιστούν, δημιουργώντας ένα σύνολο τελικά περισσότερο αφαιρετικό παρά αφηγηματικό.
Εδώ είναι που τα έργα του Κυραρίνη αλληλοπεριχωρούνται με τις μαρμάρινες πλάκες, καθώς οι επιγραφές κλείνουν μέσα τους μιαν ολόκληρη ανθολογία ποιήσεως – ίσως την πιο πυκνή της Ιστορίας.
Τα σύγχρονα έργα νοηματοδοτούνται από τις επιγραφές και στρέφουν το βλέμμα του επισκέπτη πίσω σε αυτές, χωρίς επεξηγήσεις ή φιλολογικούς υπομνηματισμούς. Η τέχνη, άχρονη όταν είναι μεγάλη, είναι μια συνάντηση με τις άσαρκες μορφές και η προσοχή του επισκέπτη είναι κι αυτή μιαν απάντηση, ένα γνέψιμο προς κάποιο χέρι που αμυδρά διακρίνεται.
Έως 30/09 στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πόρου: καθημερινά (εκτός Τρίτης) 8:30 π.μ.–3:30 μ.μ. Επιμέλεια: Τατιάνα Σπινάρη – Πολλάλη – Δρ της Ιστορίας της Τέχνης, Διευθύντρια CITRONNE Gallery, Μαρία Γιαννοπούλου – Δρ της Αρχαιολογίας, Εφορεία Αρχαιοτήτων Πειραιώς και Νήσων.
Ευχαριστούμε για τις φωτογραφίες τη Μαρία Γιαννοπούλου.
Διαβάστε επίσης:
Έκθεση του Αλέκου Κυραρίνη στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Πόρου