Μυθιστόρημα λεπτών αποχρώσεων όπου ο έρωτας γίνεται θάνατος, η φιλία γίνεται προδοσία, τα παιδικά χρόνια, το μοτίβο που δυναστεύει τη ζωή μας, αλλά πάνω απ’ όλα η απώλεια ροκανίζει συν τω χρόνω, τη ζωή μας. Είτε αφορά αισθήματα, είτε όνειρα, σχέσεις, μνήμες κι ανθρώπους. Με τον καιρό όλα φθίνουν, μονάχα η λογοτεχνία ανθίζει.
Ιφιγένεια Θεοδώρου «Το λίγο που τελειώνει», εκδ. Πατάκη
«Αχ, όλα αλλάζουν, τίποτα πια δεν είναι δεδομένο. Οι σχέσεις που διαλύονται, οι φιλίες που παραγράφονται, η νιότη και η μνήμη που φθίνουν… οι αγαπημένοι που φεύγουν. Όλοι χάνουν κάτι. Και όλοι καλούνται να διαχειριστούν, ο καθένας όπως μπορεί, τον μεγάλο φόβο μπροστά στην απώλεια».
Κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί, ούτε θεός αλλά ούτε και θηρίο. Εξ ου και οι ανάγκες και οι ελλείψεις μας, νομοτελειακά, κυοφορούν την απώλεια: σε ζωή και σε χρόνο, συν τω χρόνω. Σε σχέσεις, αισθήματα, σχέδια και όνειρα που μας προδίδουν και χάνονται. Σε αναμνήσεις στο τέλος, όταν και η ίδια η μνήμη (θα) μας προδίδει. Ο Φρόιντ το είπε, «σε αυτό τον κόσμο έχουμε έρθει για τα χάσουμε όλα, ακόμα και τη συνείδησή μας στο τέλος».
Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να πούμε ότι «Το λίγο που τελειώνει» της Ιφιγένειας Θεοδώρου είναι ένα βιβλίο για την απώλεια. Με την αναγγελία της, εξάλλου, αρχίζει: ένας άντρας επιστρέφοντας από τις ιατρικές εξετάσεις του, θα πει στην κυρία Χαρούλα την πεθερά του ότι πεθαίνει.
Η συγγραφέας, όμως, δεν είναι εδώ για να εκβιάσει συναισθήματα. Δε θα τον δούμε, δηλαδή, να φθίνει και να «φεύγει».
Η επόμενη εικόνα θα είναι μεταθανάτια. Η γυναίκα του, η Δέσποινα, σε πρώτο πλάνο είναι εκείνη που οφείλει να διαχειριστεί τον θάνατο. Να αδειάσει το πατρικό του στο Πήλιο, και ερημητήριό του, από ρούχα, χαρτιά, φωτογραφίες και αναμνήσεις, για να δημιουργήσει για τα δυο αγόρια της – όπως θα της πει η φίλη της Λιάνα, χώρο.
Μαζί της, «το σχολικό ισοσκελές τρίγωνο», οι δυο κολλητές της. Η Πέπη και η Λιάνα. Κουβαλώντας το παρελθόν της φιλίας τους και το προσωπικό παρελθόν τους, τις αβάσταχτες αλλαγές του παρόντος και όσα βιώματα είναι καταδικασμένες να ζήσουν μόνες, θα δουν την καινούργια συνύπαρξη να μετατρέπεται στο προσωπικό τους Σολάρις. Θα ζωντανέψουν εικόνες, ειπωμένα και ανείπωτα. Μυστικά και ψέματα που ακόμα και από τον ίδιο τον εαυτό τους, με νύχια και δόντια κρατάνε. Αλλά πάνω απ’ όλα θα κληθούν να διαχειριστούν η κάθε μια, τις δικές της απώλειες.
Η Δέσποινα του πεθαμένου της άνδρα, της προηγούμενης ζωής της, και ενδεχομένως των σχέσεων, αλλάζουν οι άνθρωποι. Μπορεί να είναι δίπλα μας και να μας μοιάζουν όταν ξεκινάμε, αλλά με τα δικά του φαντάσματα και τα δικά του σουσούμια ο καθένας πορεύεται. Και αλλάζουμε τόσο που να γινόμαστε άγνωστοι πια, όπως ακόμα και ο δικός της προσφάτως χαμένος Μάνος. Ο Κριστιάν Μπομπέν, εξάλλου, το έχει πει: «από το ένα δωμάτιο στο άλλο, οι αποστάσεις είναι αδιάβατες». Και αυτό θα κληθούν και οι τρεις φίλες να το διαπιστώσουν. Πρωτίστως, τους οικείους άγνωστους.
Η Λιάνα, της χθεσινής ζωής της, της οικογενειακής περιουσίας και της δουλειάς της, της φίλης της που μέσα στο χρόνο έγινε άλλη, μια άγνωστη. Των πεποιθήσεων που μέχρι χθες την ήθελαν «το κοριτσάκι του μπαμπά της» και τώρα, όπως διαπιστώνει, πως έγινε ίδια η μάνα της.
Και η Πέπη, ετεροχρονικά, την απώλεια της παιδικής ηλικίας, του σπιτιού πλάι στη θάλασσα, του πατέρα της και τώρα της μάνας της, η οποία δεν την αναγνωρίζει πια. Του ύπνου, της συζυγικής σχέσης, του γιου της ο οποίος έγινε «ίδιος ο πατέρας του». Του άντρα που αγάπησε όσο κανέναν, της φίλης της και της ζωής της ίδιας, ενδεχομένως.
Το αποτέλεσμα, ένα υπαρξιακό, ψυχολογικό μυθιστόρημα σαν κινούμενη άμμος που θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι, ταυτοχρόνως, και ένα ερωτικό μυθιστόρημα. Με έναν μοιραίο παθιασμένο έρωτα που κυριολεκτικά «πατά επί πτωμάτων».
Γραμμένο, ωστόσο, με μια κομψή, αποστασιοποιημένη, λιτή αφήγηση και φινέτσα, καθ’ όλου μελοδραματικό, τραγικό ωστόσο στη σύλληψη και στις διαπιστώσεις του, χωρίς να εκβιάζει καθόλου την εξέλιξη της υπόθεσης και το αίσθημα της ανάμνησης.
Ένα μυθιστόρημα μνήμης πάνω απ’ όλα, ακατάβλητης: «Η μνήμη όμως δεν έχει ανάγκη από φωτογραφίες και ημερολόγια. Όσα χαρτιά κι αν κάψεις, η μνήμη είναι εκεί. Μυρωδιές και ήχοι, χάδια και κλάματα… Πώς θα κάνεις στάχτη μια πικρή κουβέντα που ξεστόμισες; Καίγεται το γέλιο; Δεν καίγεται».
Η Ιφιγένεια Θεοδώρου αποδεικνύεται για άλλη μια φορά γνώστης της γυναικείας ψυχής και ύπαρξης, σας υπενθυμίζουμε και τα προηγούμενα βιβλία της που κινούνται μοναδικά επ’ αυτών: «Χρυσός, λιβάνι και Σμύρνη», «Μελέκ θα πει άγγελος», «Γλώσσα από μάρμαρο», «Η γεύση της ερήμου».
Μια ιστορία μεγάλης αφηγηματικής δύναμης και ανατρεπτικού φινάλε που μένει αξέχαστο. Το μόνο προβλέψιμο, το ότι ο πιο αδύναμος κρίκος σπάει στο τέλος, ακόμα και το ότι η δύναμή μας ήταν και παραμένει η παιδική μας ηλικία σε ό,τι και αν κληθεί να αντιμετωπίσει κάποιος στο μέλλον.
Ελένη Γκίκα