Ημέρες σαν αυτές που διανύουμε –του Πάσχα– και βρισκόμενοι στην εξοχή, συναντούμε στο διάβα μας παπαρούνες που στέκονται με καμάρι ανάμεσα σε μαργαρίτες, άλλα αγριολούλουδα και το πράσινο χορταράκι της γης. Το χρώμα των πετάλων του ποώδους φυτού άλλοτε παραπέμπει σε αλλοιωμένο κόκκινο χρώμα που τείνει προς το πορτοκαλί, άλλοτε στο κυανοπόρφυρο, θυμίζοντάς μας εκείνο του αίματος.
Καθότι το ξεμύτισμα των παπαρούνων συμπίπτει με την άνοιξη και συνήθως τις ημέρες του Πάσχα, συνδέουμε τις παπαρούνες με κάποια απώλεια. Κι η ίδια άλλωστε, η παπαρούνα, έγκειται στην ευχέρειά μας εάν θα συνεχίσει να «ψηλώνει» και να επεκτείνεται χωρικά –από το εάν θα την κόψουμε αφήνοντας στη γη τις μικρές της ρίζες ή δεν θα την κόψουμε. Εάν δηλαδή θα «φύγει» πάνω στο άνθος της ή θα ακολουθήσει τη φυσική φθορά, θα μεγαλώσει, θα αρχίσει να λυγίζει παράλληλα με τον μαρασμό της ώσπου συρρικνωθεί.
Στο μεταξύ, τα βελούδινα πέταλα των άνθεών της θα έχουν πέσει, θυμίζοντάς μας το σταδιακό τους ξεμύτισμα, τότε που ήταν μπουμπούκια στο πράσινο «κουκούλι» τους.
Παρατηρώντας ξανά την υπερήφανη παπαρούνα στην άκρη του δρόμου, ανακαλούμε το έργο «Πέτρες και παπαρούνα» (2010) του Σωτήρη Σόρογκα (γενν. 1936), όπως και άλλα έργα του με το ποώδες φυτό ανάμεσα ή μπροστά από λευκές πέτρες –στοιβαγμένες– σαν να σχηματίζουν προστατευτικό τοίχο.
Σωτήρης Σόρογκας, «Πέτρες και παπαρούνα» (2010, λεπτομέρεια του έργου στην κεντρική φωτογραφία του σημειώματος). Πηγή φωτ.: Ίδρυμα Γουλανδρή
Αδυνατούμε να προσδιορίσουμε με ακρίβεια το λόγο που μας συνεπαίρνει το συγκεκριμένο έργο του, πόσω μάλλον διότι τυγχάνει να μην έχουμε συναντήσει αυτή την εικόνα στη φύση: μία ή και περισσότερες παπαρούνες ανάμεσα ή μπροστά από πέτρες. Από τη μια το αδύναμο, εκείνο που εύκολα θα αφανιστεί (σ.σ η παπαρούνα), από την άλλη το σκληρό, το δύσκολα ευμετάβλητο αλλά ικανό να αφαιρέσει μια ζωή (οι πέτρες).
Αποτυπώνοντας την παπαρούνα ανάμεσα και μπροστά από τις πέτρες, ο Σόρογκας μας καλεί να παρατείνουμε τη ματιά μας στην επικείμενη απώλεια ώστε να διατηρηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο εν ζωή· να δοθεί δηλαδή χρόνος στη μνήμη ώστε να διατηρηθεί εν ζωή η οριστική θνησιμότητα των πραγμάτων.
Καθώς γνωρίζουμε, ότι, και η παπαρούνα δεν θα μείνει επ’ αόριστον μπροστά από τον τοίχο με τις πέτρες. Θα «παρασυρθεί» και αυτή από τον αμείλικτο χρόνο. Εάν μια πέτρα πέσει στην παπαρούνα, μπορεί να της κόψει το νήμα της ζωής. Ομοίως, το νήμα της ζωής μπορεί να κοπεί ανά πάσα στιγμή και στις παπαρούνες που συναντάμε στο διάβα μας.
Ο μαρασμός της παπαρούνας, όπως και κάθε είδους όντων μέχρι τον θάνατο, είναι είτε σταδιακός είτε αιφνίδιος. Έτσι και η ζωή ενός αλόγου έως ότου τα πόδια του λυγίσουν και γονατίσουν οριστικά. Η πορεία του στη γη θα μπορούσε να αποδοθεί με μία λεπτή γραμμή, κόκκινη, όπως την έχει αποδώσει ο Σόρογκας στο έργο του «Άλογο» (1974).
Κατά τον ίδιο, η γραμμή είναι «το κόκκινο της ζωής, ένα λεπτό κόκκινο νήμα σαν σύμβολο» καθώς «διανύει το χρόνο, μετράει το πριν και το μετά», όπως είχε τονίσει σε παλαιότερη δημοσιογραφική ξενάγηση, στο Ίδρυμα Γουλανδρή, όπου είχε παρουσιαστεί αναδρομική έκθεσή του.
Σωτήρης Σόρογκας, «Άλογο» (1974). Πηγή φωτ.: Ίδρυμα Γουλανδρή
Το κόκκινο της παπαρούνας από τη μία, η κόκκινη γραμμή της ζωής από την άλλη. Ανακαλούμε ξανά το έργο με την παπαρούνα και τις πέτρες και κάνουμε το δικό μας συνειρμό: η παπαρούνα η ίδια η ζωή που κάθε άνοιξη αναγεννάται μαζί με τη φύση, οι πέτρες οι συνθήκες υπό τις οποίες θα αφαιρεθεί.
Και το έργο τέχνης, εκείνο που μπορεί να διατηρήσει διά παντός την επικείμενη απώλεια, να διατηρήσει στη μνήμη μας εκείνο που κάποτε ανέπνεε, δίνοντάς μας τροφή και για άλλους συνειρμούς. Διότι, η τέχνη, «μιλά» σε κάθε έναν από εμάς ξεχωριστά.