Πώς αντιδρά κανείς στη βία και γιατί χρησιμοποιείται η βία; Που χάθηκαν τα εργαλεία εκείνα που θα μπορούσαν να καλλιεργήσουν την αγάπη, να διδάξουν στους βίαιους ότι το χέρι που σηκώνεται και ο λόγος που ξεστομίζεται είναι σφαίρες που τρυπούν την οντότητα που βρίσκεται μπροστά τους καθότι είναι κι αυτή μια ευάλωτη ψυχή; Και πώς αντιδρά η κοινωνία απέναντι στη βία;
Αυτά διερωτόμαστε στα πρώτα λεπτά παρακολούθησης της ταινίας του Ισλανδού Γκούδμουντουρ Άρναρ Γκούδμουντσον (γενν. 1982), με τίτλο «Όμορφα πλάσματα» (2022), η οποία προβλήθηκε σε πανελλήνια πρεμιέρα κατά το 63ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Με τα ερωτήματα να συνομιλούν με περιστατικά βίας που γίνονται γνωστά, κάθε φορά για την αναζήτηση κάποιου ορίου στις πράξεις βίας, το οποίο όριο γνωρίζουμε πως δεν υπάρχει.
Συνεπώς, αποτελεί καθένας μας ένα υποψήφιο θύμα στο οποίο θα γίνει προσπάθεια να του ασκηθεί βία; Η ταινία μας απαντά καταφατικά. Ξεκινά παρακολουθώντας τον μικρό Μπάλι που καταλήγει στο νοσοκομείο έπειτα από ξυλοδαρμό που υπέστη από συνομήλικούς του στο σχολείο, και πολύ σύντομα η ιστορία στρέφεται στον Άντι, ο οποίος παίρνει υπό την προστασία του τον Μπάλι και τον κάνει μέλος της περιθωριακής παρέας του. Απουσία επίβλεψης ενηλίκων, τα συνομήλικα αγόρια διερευνούν τα όρια της επιθετικότητας και της βίας ενώ μαθαίνουν για την αφοσίωση και την αγάπη, αναπτύσσοντας δεσμούς φιλίας, κάπου στην Ισλανδία.
Στιγμιότυπο από το τρέιλερ της ταινίας «Όμορφα πλάσματα». Πηγή: YouTube / Thessaloniki International Film Festival
Η ταινία καταγράφει μια κουλτούρα τοξικής αρρενωπότητας με την οποία έρχεται αντιμέτωπο κάθε μέλος της παρέας ανηλίκων, με διαφορετικό τρόπο. Η βία κυριαρχεί ανάμεσα σε ομάδες παιδιών, χρησιμοποιείται ως όπλο από ανθρώπους-αγρίμια στους αδύναμους ανθρώπους, ως άμυνα από τους αδύναμους στους ανθρώπους-αγρίμια.
Μπορεί κανείς να ξεφύγει; Εάν ναι, πώς; Η διαίσθηση, το ένστικτο, η εσωτερική εκείνη φωνή που μας υπενθυμίζει την ταυτότητά μας, τις ανησυχίες μας και τα θέλω μας, είναι μια πιθανή απάντηση της ταινίας. Η εσωτερική φωνή που δυναμώνει για να μας προστατεύσει, το ίδιο το σώμα που σκέφτεται και μιλά μέσα από τα συμπτώματά του, ενίοτε διστάζει να κινηθεί προς ένα συγκεκριμένο μέρος, να κάνει μια συγκεκριμένη πράξη –είτε κατά μόνας είτε στο πλαίσιο μιας ομάδας– καθότι, σε αυτές τις περιπτώσεις, η ανάγκη του ανήκειν κατατροπώνεται από την ανάγκη της υγιούς σχέσης καθενός με τον εαυτό του.
Η ταινία υπενθυμίζει στο κοινό την ύπαρξη αυτής της «φωνής», του ενστίκτου. Ενδεχομένως και ένα μήνυμα στους ανήκοντες σε ομάδες που ασκούν μπούλινγκ σε άλλες ομάδες ή μεμονωμένα άτομα, και θα ήθελαν να απεξαρτηθούν από την ομάδα αλλά δεν το κάνουν κυριευμένοι από φόβο. Ο φόβος στην ταινία εμφανίζεται μέσα από έναν εφιάλτη, έναν άλλο άνθρωπο, με τη φιγούρα φαντασμάτων, και ο φόβος για κάτι που θα συμβεί είναι ιδωμένος από τον Άντι και ενδεχομένως –κατά την πλοκή της ταινίας– να συνδέεται με το γεγονός ότι η μητέρα του Άντι είναι μάντισσα.
Ένα υπερφυσικό στοιχείο –η μάντισσα– εντός ενός σκληρού και πραγματικού που είναι η βία, ώστε να φανεί, θα λέγαμε, πόσο ακατόρθωτο είναι να αντιμετωπιστεί η βία. Διότι η βία γεννά βία, ένας κύκλος αίματος και απώλειας που ενδεχομένως να μπορεί να του επιβληθεί έστω άνω τελεία με μια τρυφερή χειρονομία, όπως η αγκαλιά δύο αγοριών κάπου στην ταινία.
Κεντρική φωτογραφία: Στιγμιότυπο από το τρέιλερ της ταινίας «Όμορφα πλάσματα». Πηγή: YouTube / Thessaloniki International Film Festival