Αθόρυβους αλλά με ένταση και αντίκτυπο, «καλλιτεχνικούς» μάρτυρες της Ιστορίας, θα χαρακτηρίζαμε τα έργα τέχνης που δημιουργήθηκαν πριν, εν μέσω και έπειτα από γεγονότα που άφησαν ανεξίτηλο το σημάδι τους στο μεγάλο βιβλίο της Ιστορίας και σχημάτισαν νέα δεδομένα στη γεωπολιτική.
Έργα ζωγραφικής φιλοτεχνημένα την περίοδο εγγύς του 1821 είθισται να «ντύνουν», κάθε χρόνο, στην Εθνική Επέτειο της 25ης Μαρτίου 1821, επετειακά κείμενα στις σελίδες των έντυπων και ηλεκτρονικών μέσων. Δεδομένου ότι οι πίνακες έχουν απομείνει ως προϊόν τέχνης εκείνης της περιόδου, με τη βαρύτητά τους να έγκειται στο ότι, τα γεγονότα που καλύπτουν την επιφάνεια του τελάρου μένουν εκεί, στατικά αλλά διηγούνται.
Φυλαγμένα στα μουσεία, περιμένουν τους επισκέπτες να τα παρατηρήσουν και να συνδιαλεγούν, ώστε να μείνει ζωντανή η μνήμη και να αποφευχθεί η λήθη. Διότι ο δημιουργός έχει καταθέσει στο έργο του την αλήθεια που στέκει αγέρωχη· μια αλήθεια που δεν ηδύνατο να τροποποιηθεί.
Κι αν επιλέξαμε σήμερα, 204 χρόνια από την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, να εστιάσουμε στον πίνακα «Επεισόδιο από την πολιορκία του Μεσολογγίου» (1827) του Εμίλ ντε Λανσάκ (1803-1890) είναι διότι – μεταξύ άλλων – ανιχνεύουμε το αποτέλεσμα της αδηφάγας φύσης του πολέμου και το αναπόφευκτο του θανάτου. Η ματιά μας εστιάζει ευθύς στο κέντρο της ζωγραφικής σύνθεσης, στην απόγνωση της μητέρας σαν αγκαλιάζει το νεκρό παιδί της, στον ηρωισμό της αυτοθυσίας της, ενώ στο βάθος αριστερά της ζωγραφικής σύνθεσης αναπαρίστανται οι πολιορκητές του Μεσολογγίου.
Ο «αχόρταγος» πόλεμος διακρίνεται όχι μόνο στην αδικία της απώλειας ζωής ενός παιδιού αλλά και στον άνδρα στο κάτω δεξιό μέρος της σύνθεσης, και σε μέρος της πατούσας που διακρίνεται στην αριστερά πλευρά της σύνθεσης. Οι πολιορκημένοι έχουν γίνει ένα με το έδαφος, η ζωή έχει αντικατασταθεί από τον θάνατο και το κόκκινο χρώμα ταξιδεύει τη ματιά του παρατηρητή από την ενδυμασία της γυναίκας στο καπέλο του παιδιού και στον ρουχισμό του άνδρα που κείτεται νεκρός στη γη – το κόκκινο χρώμα θα μπορούσε να ιδωθεί ως ένα τρόπον τινά «στοιχείο» που συνδέει και τους τρεις.
Το κόκκινο ως το αίμα από τις πληγές παιδιού και άνδρα στο σημείο της καρδιάς υπογραμμίζει το τετελεσμένο της πράξης, ενώ η τοποθέτηση της αυτοθυσίας της γυναίκας στο κέντρο της σύνθεσης τονίζει αφενός τον ηρωισμό της πράξης της, αφετέρου μας υπενθυμίζει άλλες πράξεις αυτοθυσίας που έλαβαν χώρα κατά την περίοδο της Επανάστασης του ’21.
Εμίλ ντε Λανσάκ (1803-1890), «Επεισόδιο από την έξοδο του Μεσολογγίου» (1828), ελαιογραφία σε καμβά, 2 x 2,38 μ. (τμήμα του έργου στην κεντρική φωτ.)
Ο πίνακας φέρει όλη τη δραματικότητα του ρομαντικού κινήματος, ο δε, ντε Λανσάκ, είχε μία πιο συστηματική ενασχόληση με την ιστορική ζωγραφική λόγω της μαθητείας του με τον Άρι Σέφερ. Όσο για το θέμα που ο ντε Λανσάκ επέλεξε για την προκειμένη ζωγραφική σύνθεση, απαντάται στο πλαίσιο της –τότε– εποχής, ότι οι σφαγές στο Μεσολόγγι το 1825-1826 είχαν ευαισθητοποιήσει ιδιαίτερα το γαλλικό κοινό και τους διανοούμενους, που διοργάνωναν αρκετές επιτροπές και εκδηλώσεις για την υποστήριξη των πληγέντων.
Ειδικότερα, όλη τη δεκαετία του 1820, μέσα από τα παρισινά Σαλόν αλλά και άλλες εκθέσεις το θέμα του φιλελληνισμού ήταν κυρίαρχο, με αποκορύφωμα την έκθεση στην γκαλερί Lebrun το 1826 προκειμένου να μαζευτούν έσοδα για την υποστήριξη των επιζώντων από τις μάχες. Μεταξύ άλλων, o Ευγένιος Ντελακρουά είχε παρουσιάσει στην γκαλερί «Lebrun» το έργο «Η Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου» (1826).
Ευγένιος Ντελακρουά, «Η Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου» (1826), ελαιογραφία σε καμβά, 208x147 εκ.
Πλην των ντε Λανσάκ και Ντελακρουά, όσα άφηναν στο διάβα τους οι Οθωμανοί καθώς και τη γενναιότητα των Ελλήνων, αποτύπωσαν, επίσης από τους ξένους καλλιτέχνες, οι Άρι Σέφερ, Λουδοβίκι Λιπαρίνι, Λούντβιχ φον Σβαντχάλερ και Πέτερ φον Ες, μεταξύ άλλων. Όπως γνωρίζουμε, από τους Έλληνες, βασικότερος εκπρόσωπος της ιστορικής ζωγραφικής του απελευθερωτικού αγώνα ήταν ο Θεόδωρος Βρυζάκης, με πίνακες όπως «Η Ελλάς Ευγνωμονούσα» (1858), «Η Έξοδος του Μεσολογγίου» (1853), «Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογεί τη σημαία της Επανάστασης» (1865).
Οι μεν με έμφαση στην προσπάθεια να αποτιναχθούν από τον τουρκικό ζυγό, οι δε στο σφαγιασμό και τη γενναιότητα των Ελλήνων, με ψήγματα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού – όπως οι κίονες που διακρίνουμε στη σύνθεση του ντε Λανσάκ. Διότι οι συμβολισμοί που αποτυπώθηκαν στους πίνακες ήταν πλούσιοι. Ένας από αυτούς, «η σύγκρουση ανάμεσα στον πολιτισμό –που ούτως ή άλλως καταγόταν από τους αρχαίους Έλληνες– και στη βαρβαρότητα των ''άπιστων'' Τούρκων», όπως σημειώνει ο Ντέιβιντ Μπλέινυ Μπράουν στο βιβλίο του «Ρομαντισμός» (εκδ. «Καστανιώτη», 2004, σελ. 285).
Η βαρβαρότητα υποκινεί την επέκταση και τον σφαγιασμό. Το παρόν σημείωμα αποτελεί μία αφορμή για μελέτη της Τέχνης και της συμβολής της στην εξέλιξη μιας ένοπλης σύγκρουσης, μιας Επανάστασης. Τότε, όπως και σήμερα, και σε κάθε παρόν, η Τέχνη ευαισθητοποιεί, χαράζει τη δική της Ιστορία πλάι σε εκείνη των υπολοίπων γεγονότων. Η Τέχνη υπενθυμίζει πως η φύση του πολέμου είναι αδηφάγα και ο άνθρωπος τρωτός – κάτι που οφείλουμε να θυμόμαστε και για τους πολέμους που διεξάγονται σήμερα.