«Ο Σταύρος Ξαρχάκος είναι η ζωντανή μας Ιστορία», μια εν ζωή εμβληματική προσωπικότητα του σύγχρονου μουσικού μας πολιτισμού. Το έργο του εμπεριέχει σχεδόν όλα τα μουσικά είδη στην ιστορία της ελληνικής μουσικής: λαϊκό, ρεμπέτικο, «έντεχνο λαϊκό» τραγούδι, λόγια μουσική, θεατρική και κινηματογραφική μουσική. Είναι «ένα ανοικτό ζωντανό αρχείο» αν και ο ίδιος δεν προτιμά αυτή τη λέξη (σ.σ αρχείο), συνεχίζει να εργάζεται με τη μουσική για τη μουσική.
Προτιμά τον όρο προ-αρχείο όπως αναφέρει η μουσειολόγος Ερατώ Κουτσουδάκη ξεναγώντας μας στο ισόγειο του Μουσείου Μπενάκη/ Πινακοθήκης Γκίκα, στην αίθουσα περιοδικών εκθέσεων, όπου φιλοξενείται εγκατάσταση για τον Σταύρο Ξαρχάκο, στο πλαίσιο της έκθεσης - πρωτοβουλίας του νεοσύστατου Ινστιτούτου Ελληνικής Μουσικής Κληρονομιάς και με την επιστημονική αρωγή του Συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής», «Νομίζω ήρθε η ώρα ν’ ακούσουμε...». Ποιους; Εκτός από τον Σταύρο Ξαρχάκο, τους μουσικοσυνθέτες Βαμβακάρη, Θεοδωράκη, Κωνσταντινίδη, Μητρόπουλο, Ξενάκη, Ξένο, Γ. Α. Παπαϊωάννου, Σισιλιάνο, Σκαλκώτα, Τσιτσάνη και Χατζιδάκι. Μουσικές προσωπικότητες περίπου της ίδιας γενιάς που διαμόρφωσαν το πολιτιστικό γίγνεσθαι του 20ου αιώνα, πυλώνες της ελληνικής μουσικής δημιουργίας και συνάμα εμβληματικές προσωπικότητες.
Μουσικόφιλο και μη κοινό μπορεί να «σκύψει» επάνω τους: για τον Ξαρχάκο κυρίως στο ισόγειο, για τους υπόλοιπους 11 στους υπόλοιπους τρεις ορόφους του μουσείου, στη μόνιμη έκθεση στημένη από τον ιστορικό του διευθυντή Άγγελο Δεληβορριά. Πώς οι έντεκα συνθέτες ήταν «δικτυωμένοι» μεταξύ τους αλλά και με τους υπόλοιπους 195 που «φιλοξενεί» στη μόνιμη έκθεσή της η Πινακοθήκη Γκίκα ξεδιπλώνεται κατά την περιήγησή μας στην έκθεση, που με τη σειρά της αποτελεί ένα ταξίδι (επαν)ανακάλυψης του έργου των έντεκα εμβληματικών συνθετών, μέσα από τη ματιά του σήμερα και τη χρήση της τεχνολογίας.
Ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Μίκης Θεοδωράκης στην Νέα Υόρκη. Δωρεά ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ, αρχείο Μάριο Βίττι. Μουσείο Μπενάκη / Πινακοθήκη Γκίκα. Πηγή φωτ.: Μουσείο Μπενάκη
Ευρισκόμενοι είτε στην αίθουσα για τον Ξαρχάκο είτε στους υπόλοιπους ορόφους και χρησιμοποιώντας μια δωρεάν ψηφιακή εφαρμογή που σχεδιάστηκε ειδικά για τις ανάγκες της παρέμβασης αυτής, μπορούμε με το κινητό και τα ακουστικά μας να ακούσουμε μουσικά δείγματα των συνθετών, να τους παρακολουθήσουμε να μας μιλούν, να θυμηθούμε τις – κάποτε– στενές δημιουργικές και φιλικές σχέσεις που τους ένωναν μεταξύ τους. Μας επιτρέπει, ακόμη, να παρατηρήσουμε πώς και πόσο διαφορετικά, συνεχίζουν να αποτελούν σήμερα, πηγή έμπνευσης νέων δημιουργών.
Οι πληροφορίες δίνονται από «πυκνωτές», πράσινα ορθογώνια «κουτιά» διάσπαρτα στους τρεις ορόφους της έκθεσης, καθένα από τα οποία μας «μιλά» για μία από τις 11 εμβληματικές προσωπικότητες. Το πράσινο χρώμα κατευθύνει τα βήματά μας, καθώς, εκτός από τα «κουτιά» το εντοπίζουμε και σε τμήματα προθηκών που αποτελούν μέρος της αφήγησης της περιοδικής έκθεσης. Κάθε τέτοια φορά και μέσω της τεχνολογίας, ανακαλύπτουμε περισσότερα για το πώς άλλοι «ένοικοι» της Πινακοθήκης, ποιητές, λογοτέχνες, σκηνοθέτες, ζωγράφοι, χορογράφοι συνεργάζονταν με τους συνθέτες αυτούς, δημιουργώντας ένα πολυεπίπεδο πλέγμα δημιουργικών σχέσεων.
Για τις ανάγκες της παρέμβασης, σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε μια εφαρμογή για έξυπνα κινητά τηλέφωνα από την Interactive Light Designs. Σκανάροντας το πορτραίτο κάποιων από τους «ενοίκους» της μόνιμης έκθεσης, οι επισκέπτες θα έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν επιπλέον περιεχόμενο, που αναδεικνύει τις σχέσεις των δημιουργών αυτών με τους 11 συνθέτες και να ακούσουν πολλή μουσική. Πηγή φωτ.: Μουσείο Μπενάκη
Το προ-αρχείο του Ξαρχάκου
Το πράσινο χρώμα υποδηλώνει την παρέμβαση που έχει γίνει στο χώρο για τις ανάγκες της περιοδικής έκθεσης, διευκρινίζει η Ερατώ Κουτσουδάκη. Η εγκατάσταση για τον Ξαρχάκο είναι εμποτισμένη σε κάθε της σημείο με αυτό το χρώμα. Εξαίρεση, μία μεγάλων διαστάσεων οριζόντια οθόνη που αναπαράγει συζήτηση του Σταύρου Ξαρχάκου με την Ερατώ Κουτσουδάκη. Το θέμα συζήτησης είναι ελεύθερο και συνάδει με τα κεφάλαια της έκθεσης για τον ίδιο: αναμνήσεις και αναφορές, συναντήσεις με ενοίκους, σπουδές και παρουσία στο εξωτερικό.
Τεκμήριά τους βρίσκονται πίσω από προθήκες, τα δε αντικείμενα παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο κοινό, δίχως όμως λεζάντες. «Μας προ(σ)καλούν έτσι να αναλογιστούμε ποιος ερμηνεύει και τεκμηριώνεται και σε ποιο πλαίσιο · πόση είναι τελικά η απόσταση από τον προσωπικό χώρο ως τη μουσειακή προθήκη;» αναφέρεται ως διευκρίνηση σε έναν από τους τοίχους.
Εστιασμένο το βλέμμα στις προθήκες παρατηρεί – μεταξύ άλλων – μέρος της συλλογής από πίπες και μπαγκέτες που διαθέτει, το εξώφυλλο του δίσκου του «Θεμιστοκλέους 43», ημερολόγιο που αφορά στην περίοδο 11-12-56 έως 5-2-57, επιστολή του Μίκη Θεοδωράκη στον Ξαρχάκο, φωτογραφία του με τους Γκάτσο και Δημητρούκα, πρωτότυπο έργο του Μόραλη για τον δίσκο «Νυν και Αεί», φωτογραφίες από συναυλίες που έχει διευθύνει.
Ημερολόγιο και φωτογραφία του Σταύρου Ξαρχάκου @Νεκταρία Μαραγιάννη
Μέρος της συλλογής από πίπες και μπαγκέτες του Σταύρου Ξαρχάκου @Νεκταρία Μαραγιάννη
Συνολικά, η εγκατάσταση μας δίνει τη δυνατότητα να γνωρίσουμε καλύτερα και έναν άλλο Ξαρχάκο, τον συνθέτη κλασικής μουσικής, τον μαθητή της θρυλικής Σχολής Tζούλιαρντ της Νέας Υόρκης, τον συνομιλητή του Λέοναρντ Μπερνστάιν και του Ντέιβιντ Ντάιαμοντ, υπό τους ήχους σημαντικών έργων του συνθέτη. Οι σημαντικότεροι σταθμοί της πορείας του αναγράφονται σε χρονολόγιο το οποίο συνέταξε ο ίδιος – όπως μας πληροφορεί η κα. Κουτσουδάκη – και το οποίο αντικρίζουμε με το που εισερχόμαστε στον χώρο περιοδικών εκθέσεων της Πινακοθήκης Γκίκα.
Λήψη από προθήκη της εγκατάστασης για τον Σταύρο Ξαρχάκο @Νεκταρία Μαραγιάννη
Η εγκατάσταση αποτελεί το τελευταίο μέρος της έκθεσιακής αφήγησης, αποτελεί δε, μια αυτόνομη εκθεσιακή ενότητα, που είναι τόσο αυθύπαρκτη όσο και απολύτως εξαρτημένη από τη μόνιμη έκθεση και την παρέμβαση του ΙΕΜΚ σ’ αυτή.
Η συμπερίληψη του Ξαρχάκου στην εν λόγω έκθεση, ως –μεταξύ άλλων– συνομιλητής και συνοδοιπόρος κάποιων από τους σημαντικότερους της λεγόμενης «γενιάς του ‘30», θέτει το ζήτημα του αρχείου όταν ο δημιουργός είναι ακόμη εν ζωή (παρότι, όπως σημειώσαμε, δεν προτιμά τη λέξη «αρχείο»). Επίκειται μεγαλύτερη παρέμβαση στην κοινωνία μας, από φορείς που έχουν τα μέσα, ώστε, έργο εμβληματικών συνθετών που υπογραμμίζεται στην έκθεση να επικοινωνηθεί στο ευρύ κοινό; Η απάντηση είναι καταφατική, το τόνισαν κι οι συντελεστές της έκθεσης.
Από σήμερα, 25 Απριλίου, έως τις 21 Ιουλίου 2024 που θα διαρκέσει η έκθεση, λειτουργεί ως οδηγός για την ελληνική μουσική. Η μουσειακή παρέμβαση λειτουργεί εμβόλιμα, παραδειγματικά και για τούτο, εν γνώσει της, αποσπασματικά, στη μόνιμη έκθεση. Η παρέμβαση δεν αναιρεί την αρχική αφήγηση, θα μπορούσε να ιδωθεί ως μέρος της μόνιμης συλλογής, ή και εμπλουτισμός της με επιπλέον αρχειακό υλικό. Καθότι, οι πληροφορίες που δίνονται για τις εμβληματικές μουσικές προσωπικότητες στους τρεις ορόφους της Πινακοθήκης Γκίκα, είναι απότοκο αρχειακού υλικού και αποτελούν επίσης αρχείο.
Επισκέψιμο για περιορισμένο χρονικό διάστημα, όπως είθισται για κάθε περιοδική έκθεση. Εν προκειμένω, προς προσέλκυση περισσότερων επισκεπτών το Μουσείο διευρύνει το ωράριό του και το διαμορφώνει ως εξής: Πέμπτη 10:00-22:00, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή 10:00-18:00.
Στιγμιότυπο από πρωτότυπο βίντεοκλιπ που δημιουργήθηκε για τις ανάγκες της μουσειακής παρέμβασης του ΙΕΜΚ στις μόνιμες συλλογές της Πινακοθήκης Γκίκα, τα οποία οι επισκέπτες θα μπορούν να παρακολουθήσουν πλάι στην προθήκη καθενός από τους 11 συνθέτες. Πηγή φωτ.: Μουσείο Μπενάκη
Οι συντελεστές της έκθεσης
Τον τίτλο της από μια φράση του Μένη Κουμανταρέα που συνδέεται με τον Δημήτρη Μητρόπουλο και τον Κωνσταντίνο Καβάφη δανείζεται η μουσειακή έκθεση, η ιδέα και επιμέλεια της οποίας είναι της μουσειολόγου Ερατούς Κουτσουδάκη. Επιστημονική υπεύθυνη του συνόλου της δράσης ως επιστημονική διευθύντρια του ΙΕΜΚ, η αναπληρώτρια καθηγήτρια Μουσικής και Οπτικο-ακουστικού Πολιτισμού, στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Ρενάτα Δαλιανούδη.
Επιστημονικοί συνεργάτες της επιμελήτριας ανέλαβαν οι μουσικολόγοι Αλέξανδρος Χαρκιολάκης, Δ/ντης του Συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής», Στεφανία Μεράκου, Δ/ντρια της Μουσικής Βιβλιοθήκης «Λίλιαν Βουδούρη» και Βάλια Βράκα, υπεύθυνη του Αρχείου Ελληνικής Μουσικής του ίδιου φορέα. Για την έρευνα και τεκμηρίωση του αρχειακού υλικού και στο σχεδιασμό της δράσης, συνεργάστηκε η μουσειολόγος Ευγενία Ευθυμιάδου.
«Σε πότισα ροδόσταμο», παρτιτούρα, ποίηση Νίκου Γκάτσου, μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Δωρεά Αγαθής Δημητρούκα, Μουσείο Μπενάκη / Πινακοθήκη Γκίκα. Πηγή φωτ.: Μουσείο Μπενάκη
Η δημιουργία των μικρών ταινιών ανήκει στo Abnormal Studio, η οπτική ταυτότητα της έκθεσης στο δημιουργικό γραφείο Schema, ενώ η σκηνοθετική επιμέλεια της προβολής Ξαρχάκου ανήκει στον Κωνσταντίνο Αρβανιτάκη.
Η ψηφιακή εφαρμογή «Νομίζω ήρθε η ώρα ν’ ακούσουμε» αναπτύχθηκε από την Ιnteractive Light Designs. Ιδιαίτερες ευχαριστίες για τη συμβολή του ανήκουν στον επιστημονικό επιμελητή της Πινακοθήκης Γκίκα, Κωνσταντίνο Παπαχρίστου. Την παραγωγή της δράσης ανέλαβε για λογαριασμό του ΙΕΜΚ η Delta-Pi Productions.
Κεντρική φωτ.: Νίκος Σκαλκώτας, «36 Ελληνικοί χοροί» (1933-1935), χειρόγραφο. Δωρεά Νίκου Σκαλκώτα, Μουσείο Μπενάκη / Πινακοθήκη Γκίκα. Πηγή φωτ.: Μουσείο Μπενάκη
Μουσείο Μπενάκη - Πινακοθήκη Γκίκα, Κριεζώτου 3, Αθήνα 106 71