Tα όσα διαβάζουμε για τη δυτική πτέρυγα του Βρετανικού Μουσείου – κατασκευής 19ου αι. προκαλούν απογοήτευση για τα αριστουργήματα (και) της ελληνικής αρχαιότητας. Φαντάζει αδιανόητο για να είναι αληθινό, ωστόσο συμβαίνει και το μόνο που προκαλεί είναι πικρία. Την ώρα, που χιλιάδες τουρίστες καταφτάνουν στο Βρετανικό Μουσείο πληρώνοντας εισιτήριο για να θαυμάσουν τα Γλυπτά που άρπαξε ο Έλγιν από τον Παρθενώνα, πληροφορούμαστε πως στις αίθουσες που τα «φιλοξενούν» τοποθετούνται θερμάστρες, καθώς με την πρώτη βροχή εισρέουν νερά στην αίθουσα.
Το είχαν προφητεύσει μεγάλα πνεύματα της Ευρώπης, που είτε επισκέφτηκαν την Ελλάδα σε μαύρους καιρούς είτε τη γνώρισαν εξ αποστάσεως από την αρχαία φιλοσοφία και την αρχιτεκτονική, λέγοντας ούτε λίγο, ούτε πολύ, ότι η πολιτιστική κληρονομιά της χώρας συχνά στην ιστορία της ανθρωπότητας προκαλεί (και) φθόνο ακριβώς επειδή «γεννάει» συντετριμμένο θαυμασμό∙ αυτός με τη σειρά του καταλήγει στην αρπαγή κι ύστερα…το κλοπιμαίο μετατρέπεται σε αντικείμενο οικονομικής εκμετάλλευσης. Η αδιαφορία νομοτελειακά ακολουθεί.
Έχει ενδιαφέρον με αφορμή τα παραπάνω, να ανακινήσουμε στη μνήμη μας τον Βίκτωρα Ουγκώ και τον Κωστή Παλαμά κι αυτό διότι και οι δύο αυτές προσωπικότητες αφενός δεν εξέφρασαν φθόνο απέναντι σε καθετί εκλεπτυσμένο αφετέρου υπερασπίζονταν σε κάθε τους λέξη τον πολιτισμό και κυρίως τη θεμελιώδη αξία της ελευθερίας.
Ο πρώτος γεννήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 1802 και πέθανε στις 22 Μάϊου 1885, ο δεύτερος γεννήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1859 και πέθανε σαν σήμερα το 1943.
Ο ρομαντικός Βίκτωρ Ουγκώ εκτός ότι έγραψε τη διάσημη «Παναγία των Παρισίων», ήταν πιστός φιλέλληνας και σίγουρα ένας από τους πρώτους που εξέφρασε τον αποτροπιασμό του για την αρπαγή των Γλυπτών του Παρθενώνα από τον Έλγιν. Εμπνευσμένος, αρχικά από τη σφαγή των Ελλήνων στη Χίο από τους Τούρκους έγραψε το ποίημα «Το Ελληνόπουλο» (1828). Λίγο αργότερα, στις 2 Φεβρουαρίου του 1837 στην «Αψίδα του Θριάμβου», επικαλείται σε ένα εξάστιχο την ομορφιά της ελληνικής αρχιτεκτονικής και γράφει για την Αθήνα που «θρηνεί» τους «ακρωτηριασμένους πύργους» της Ακρόπολης. Μιλώντας για την πόλη που «κρύβει, στο «μέτωπο» του Παρθενώνα, τα σημάδια του Άγγλου» (που αφαίρεσε τα Γλυπτά του), αλλά και «εκείνα του κανονιού» (του Οθωμανού κατακτητή), εκφράζει το θαυμασμό του για το μνημείο, εξαιρώντας τη μαεστρία του «Έλληνα καλλιτέχνη» που έπλασε «με το χέρι του» ένα δημιούργημα τόσο «όμορφο όσο το ανθρώπινο χαμόγελο» στην πλάγια όψη, το «προφίλ» του προσώπου, «των Προπυλαίων».
“Athènes est triste, et cache au front du Parthénon
Les traces de l’Anglais et celles du canon,
Et, pleurant ses tours mutilées,
Rêve à l’artiste grec qui versa de sa main
Quelque chose de beau comme un sourire humain
Sur le profil des propylées!”
Το «Ελληνόπουλο» θα το γνωρίσουμε στα ελληνικά μέσα από την απόδοση του Κωστή Παλαμά. Γοητευμένος από τη χειμαρρώδη έκφρασή του, ο δεύτερος εθνικός μας ποιητής βρίσκει στον Ουγκώ την ίδια τόλμη που έχει και ο ίδιος, αλλά τον θαυμάζει επιπλέον για το γεγονός ότι ο φιλελληνισμός του δεν ξεφτίζει, ούτε πάσχει να αποδείξει κάτι περισσότερο από το υπέρτατο αγαθό της ελευθερίας που μάχεται να αποκτήσει ένα υπόδουλο έθνος. Φτάνει στο σημείο δε, από το θαυμασμό του να χαρακτηρίζει τον εαυτό του «ουγγολάτρη». Τον αναφέρει πολύ συχνά. Μάλιστα, το 1885 – έτος θανάτου του Ουγκώ - δημοσιεύει το «Ο Βίκτωρ Ουγκώ εν Ελλάδι».
Έχει σημασία πως ο Παλαμάς θα ζήσει τα απόνερα της Επανάστασης του 1821, ύστερα τη Μικρασιατική Καταστροφή, έπειτα το Μέγα πόλεμο και στο τέλος την Κατοχή. Ακούει, βλέπει, διαβάζει μόνο για θηριωδίες και αντί να υποκύψει στη φρίκη, χαρίζει απλόχερα πνευματική ανάταση σε όλους τους Έλληνες. Γράφει στον Γκρεμιστή:
«Ακούστε. Εγώ ειμαι ο γκρεμιστής, γιατ’ είμ’ εγώ κι ο χτίστης,
ο διαλεχτός της άρνησης κι ο ακριβογιός της πίστης.
Και θέλει και το γκρέμισμα νου και καρδιά και χέρι.
Στου μίσους τα μεσάνυχτα τρέμει ενός πόθου αστέρι.
Κι αν είμαι της νυχτιάς βλαστός, του χαλασμού πατέρας,
πάντα κοιτάζω προς το φως το απόμακρο της μέρας.
Εγώ ο σεισμός ο αλύπητος, εγώ κι ο ανοιχτομάτης·
του μακρεμένου αγναντευτής, κι ο κλέφτης κι ο απελάτης·
και με το καριοφίλι μου και με το απελατίκι
την πολιτεία την κάνω ερμιά, γη χέρσα το χωράφι.
Κάλλιο φυτρώστε, αγριαγκαθιές, και κάλλιο ουρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκώστε, πόταμοι, και κάλλιο ανοίχτε, τάφοι,
και, δυναμίτη, βρόντηξε και σιγοστάλαξε, αίμα,
παρά σε πύργους άρχοντας και σε ναούς το Ψέμα.
Των πρωτογέννητων καιρών η πλάση με τ’ αγρίμια
ξανάρχεται. Καλώς να ’ρθεί. Γκρεμίζω την ασκήμια».
Το έργο του Παλαμά έχει γραφτεί στην ιστορία. Το ίδιο και η κηδεία του. Κόσμος συνέρευσε στο Α’ Νεκροταφείο αγνοώντας τις συνθήκες Κατοχής. Ο Άγγελος Σικελιανός συμπυκνώνει τη λύπη της απώλειας σε μία φράση: «σε αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα».