Η συνάντηση της Μαρίνας Σαλίβερου με τον Αντρέα Λίντον και η παθιασμένη σχέση τους θα αποτελέσει τον μοχλό της ιστορίας κι έτσι δημιουργείται τριτοπρόσωπα με φόντο την οικογένεια Σαλίβερου και την οικογένεια Λίντον μια οικογενειακή σάγκα, και μια τοιχογραφία- παλίμψηστο της εποχής.
Τίτσα Πιπίνου «Το σπίτι με τις φοινικιές», εκδ. Κλειδάριθμος 2021, σελ. 520
Η ιστορία της Ρόδου, παρότι η Ρόδος και κατά συνέπεια η ιστορία της, υπάρχει σε όλα τα βιβλία της Τίτσας Πιπίνου, άρχισε να διαφαίνεται περισσότερο στα δυο τελευταία της.
«Το κορίτσι του Αλεσάντρο» το οποίο κυκλοφόρησε πριν από δυο χρόνια από τον «Κλειδάριθμο» αναφερόταν στη Ρόδο κατά την Ιταλική κατοχή των Δωδεκανήσων (1937). Αφορούσε τη μοίρα της δεκαπεντάχρονης Άννας, την επανάστασή της να εργαστεί, να αυτονομηθεί και να ερωτευθεί, και την υποταγή της, τελικά, στις επιταγές της τότε εποχής.
«Το σπίτι με τις φοινικιές», επίσης ιστορικό μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε φέτος από τις ίδιες εκδόσεις (Κλειδάριθμος), διατρέχει το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα κι αποτελεί οικογενειακή σάγκα αλλά και ψηφιδωτό της εποχής. Αναφέρεται στις μετακινήσεις του πληθυσμού από τα γύρω νησιά στη Ρόδο κι από εκεί στην Αλεξάνδρεια, ζώντας την ολοζώντανη ιστορία να πιέζει και να ανατρέπει τις μικρές τους ιστορίες, ας μη ξεχνάμε ότι τα Δωδεκάνησα πέρασαν από απανωτές κατακτήσεις Οθωμανών, Ιταλών, Γερμανών και Γάλλων. Και η οικογένεια του πατέρα της, όπως μας έχει εκμυστηρευτεί σε συνέντευξη η συγγραφέας, έζησε για πάρα πολλά χρόνια στην Αίγυπτο. Επέστεψαν κάποιοι μετά τον πόλεμο και την ένωση των Δωδεκανήσων με την Ελλάδα, και κάποιοι αργότερα μετά την επανάσταση του Νάσερ και τις ιστορίες τους άκουγε από παιδί. «Ήταν καλή η ζωή στην Αίγυπτο γι’ αυτό μιλούσαν με νοσταλγία. Όλες αυτές οι διηγήσεις έγιναν και δικές μου μνήμες. Σαν παιδί το βαριόμουν όλο αυτό, ωστόσο σε τούτο το βιβλίο βρήκαν τη θέση τους, αλλοιωμένες χάριν της ιστορίας που ήθελα να διηγηθώ», η συγγραφέας –σε ανύποπτο χρόνο- θα μας πει. Εξάλλου έτσι δεν είχε πει πολύ σοφά ο Μαρκές ότι την ιστορία μας και την ιστορία της οικογένειάς μας γράφουμε και ξαναγράφουμε στα βιβλία μας, έως αυτή να γίνει και σε μας απολύτως κατανοητή και να αποκωδικοποιηθεί. Το παρελθόν είναι τοπίο μυστηριώδες κι ανεξερεύνητο για όλους μας, πόσο μάλλον για τους συγγραφείς.
Και κάπως έτσι ζωντάνεψε η Ρόδος το 1927 κατ’ αρχή. Όταν η οικογένεια του Φιλήμονα Σαλίβερου μεταναστεύει απ’ το μικρό άγονο νησί τους (που μπορεί να είναι η Χάλκη ή η Κάρπαθος, η Κως) στη Ρόδο για να συνεχίσουν τα τρία παιδιά το σχολείο και ακόμα κανείς τους δεν διανοείται τις επιπτώσεις που θα έχει αυτό στη ζωή τους.
Η ιστορία όπως και η ζωή τους θα συνεχιστεί στο Κάιρο το 1934, όπου η Μαρίνα θα ζήσει κοντά στους άτεκνους θείους της και εκεί θα γνωρίσει τον Ανδρέα Λίντον, Ροδίτη με Άγγλο πατέρα, οι γονείς του οποίου έχουν το σπίτι με τις φοινικιές στη Ρόδο, και θα τον ερωτευτεί με πάθος. Ο πόλεμος θα ανατρέψει τις μικρές ιστορίες τους, ο Ανδρέας θα υπηρετήσει ως κατάσκοπος των Άγγλων και κομάντο στη Ρόδο κατά τη διάρκεια του πολέμου, και το σπίτι με τις φοινικιές στη Ρόδο θα γίνει μάρτυρας των οικογενειών τους και της προσωπικής ιστορίας τους αλλά και της ίδιας της Ιστορίας που σάρωνε τα πάντα στο πέρασμά της, ειδικά εκείνη την εποχή.
Έτσι δημιουργείται τριτοπρόσωπα με φόντο την οικογένεια Σαλίβερου και την οικογένεια Λίντον μια τοιχογραφία- παλίμψηστο της εποχής.
«Το σπίτι με τις φοινικιές» είναι ένα μυθιστόρημα εποχής, αλλά περισσότερο ένα οικογενειακό χρονικό. Με το παράφορο πάθος της Μαρίνας και του Ανδρέα να κινεί τα νήματα της αφήγησης.
Η αφήγηση της Τίτσας Πιπίνου είναι κατ’ εξοχή κινηματογραφική. Ζωντανεύει σε τόπο και χρόνο τις ζωές των ηρώων και των ανθρώπων εν γένει, δίνοντας μας ωστόσο χαρακτήρες ολοκληρωμένους μέσα από τη στάση, τις σκέψεις, τις αποφάσεις, τους μονολόγους, θίγει μεγάλα ζητήματα όσον αφορά την ανθρώπινη τραγωδία,- έρωτα, απώλεια, πένθος,- υπογραμμίζοντας συμπτώσεις και αποφάσεις, επιλογές που αποδεικνύουν ότι πάντα υπάρχει ο δικός μας αλλά και ένας άλλος τρόπος ζωής.
Το συγγραφικό μοτίβο της συγγραφέως και η Ιστορία της Ρόδου:
«Οι τυχαίες συναντήσεις είναι ραντεβού» (Χόρχε Λουίς Μπόρχες). Μότο που εκ των υστέρων ιδωμένο αποτελεί και τη βασική συγγραφική εμμονή. Το συναντήσαμε στο μυθιστόρημά της «Ζωή χωρίς φιλοδώρημα» που κυκλοφόρησε το 2007 από τις εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» αλλά ως «ιδέα» φαίνεται να την βασανίζει χρόνια πριν:
Όταν το 1994 κυκλοφόρησε το βιβλίο «Η γυναίκα της Σκιάς», η συγγραφέας έδειξε αμέσως την προτίμησή της στις παράλληλες ιστορίες, τη μοιραία συνάντηση σε ορατό ή αόρατο τόπο και χρόνο, καθώς και τη σημασία της επιστροφής.
Στις «Τέσσερις μέρες του Μάρτη» οι παράλληλες διαδρομές ήταν ένα παράλληλο βίωμα και η επιστροφή σε μια παλιά θολή- γι’ αυτό και ανεξήγητη στον πόνο της- πληγή.
Το «Για να θυμάσαι τη Λοίδα» υπήρξε για το αναγνωστικό κοινό ένα σοκ. Ο θάνατος νικήθηκε από τον έρωτα και ο χρόνος έγινε όλος μια στιγμή. Διότι ο ήρωας κι εκεί, επέστρεφε. Για να τηρήσει μιαν υπόσχεση σε νεκρή.
Η «Ονειροπαγίδα» της υπήρξε ένα διαρκές πηγαινέλα. Με τη μοιραία συνάντηση, βεβαίως, να δεσπόζει μια και δυο φορές και τη γνωστή ατμόσφαιρα μιας Ρόδου αριστοκρατικής και γοητευτικής που διασώζεται παντού, κι όχι μονάχα στα βιβλία.
Το μυθιστόρημά της «Παλιοί Γάτοι, τρυφερά ποντίκια» διέθετε επίσης, ατμόσφαιρα, μοιραία συνάντηση κι επιστροφή. Σ’ αυτό που επιθυμούμε να ξεχάσουμε. Διότι μονάχα έτσι προχωράμε πάρα κάτω στη ζωή.
Στο «Σ’ αγαπώ σε ξένη γλώσσα» εκείνη έρχεται στη χώρα μας μόνο για καλοκαίρι. Εκείνος, μια τυχαία ερωτική συνάντηση γι’ αυτήν. Που θα αποκτήσει διάρκεια και επαναληπτικότητα μέσα στον χρόνο. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, για μια ολόκληρη ζωή.
Και σ’ όλα, τυχαίες συναντήσεις που αποδεικνύονται, τελικά, ραντεβού, με κάτι αόρατο ενδιάμεσο να τους ρυθμίζει τα βήματα. Να συντονίζει των πρωταγωνιστών τις κινήσεις.
Στο μυθιστόρημα «Ζωή χωρίς φιλοδώρημα», ο καθηγητής Ιάσονας Στεφανίδης το συναντά στο πρόσωπο της ρωσίδας Νατάσας, παρ’ ότι φαίνεται να έχει ήδη διανύσει ολόκληρη τη διαδρομή.
Στο «Κορίτσι του Αλεσάντρο» η συνάντηση της Άννας με τον Ιταλό μηχανικό Αλεσάντρο Κιοράντο κι ο παράνομός έρωτάς τους θα καθορίσει την ήττα και την παρακμή της σε ό,τι έχει κερδίσει.
Και στο «Σπίτι με τις Φοινικιές» η συνάντηση της Μαρίνας Σαλίβερου με τον Αντρέα Λίντον είναι αυτή που θα καθορίσει, τρόπον τινά, τη ζωή και το μέλλον δυο οικογενειών.
Η Ιστορία επηρεάζει τη μικροιστορία των ανθρώπων κατά τρόπο καταλυτικό:
«Τα κομβικά σημεία της προσωπικής ιστορίας των ηρώων μου ήταν σίγουρα η εσωτερική μετανάστευση της οικογένειας Σαλίβερου προς τη Ρόδο για να πάνε τα παιδιά στο γυμνάσιο και η μετανάστευση της κόρης στην Αίγυπτο για μια καλύτερη ζωή. Υπήρχε έντονη μετακίνηση εκείνα τα χρόνια για να επιβιώσουν οι άνθρωποι μιας και η ιταλική κατοχή που είχε επιβληθεί στα Δωδεκάνησα από το 1912 τους είχε φέρει όλους στα όρια της φτώχειας. Με τον τρόπο τους οι Ιταλοί έδιωχναν τους ντόπιους και έφερναν Ιταλούς κυρίως από τον δικό τους Νότο», θα πει η συγγραφέας σε συνέντευξή της.
Παραδίδοντας στο αναγνωστικό κοινό για άλλη μια φορά ηρωίδες δυνατές και τεράστιες, Άννα στο «Κορίτσι του Αλεσάντρο», Μαρίνα στο «Σπίτι με τις φοινικιές», αναγκασμένες και από τις συνθήκες εκείνης της εποχής.
Με το Τυχαίο να την απασχολεί πάντα, προσπαθώντας και η ίδια μέσα από τις ιστορίες της να καταλάβει αν όσα μας συμβαίνουν είναι όντως τυχαία ή προδιαγεγραμμένα, τείνοντας να πιστέψει ότι συμβαίνει το δεύτερο, αν και φαινομενικά δείχνουν τυχαίες οι πράξεις που μας οδηγούν προς αυτά.
Και με την δύναμη και τη δυναμική του Τόπου πάντα παρούσα: στους χαρακτήρες, στον τρόπο που μεγαλώνουμε, που ζούμε εντέλει, που ερωτευόμαστε. «Σε μεγάλο βαθμό τι άνθρωποι γινόμαστε». Διότι «Ο τόπος δεν είναι μόνο το τοπίο, τα σπίτια, αυτό που βλέπουμε γύρω μας, είναι οι άνθρωποι, η ιστορία, τα ήθη. Είναι ο τόπος της παιδικής μας ηλικίας που ξαναγυρνάμε κάθε τόσο. Η βάση μας.»
Αποδίδοντας κατ’ αυτό τον τρόπο με τα βιβλία της στον τόπο της την Ιστορία του. Πιο προσωπική και ιδιωτική στα πρώτα μυθιστορήματά της και στα τελευταία γενική και οικουμενική. Γιατί τι άλλο είναι το ιστορικό μυθιστόρημα παρά οι άνθρωποι και οι συνθήκες που δεν μας μαθαίνει και μας διδάσκει η επίσημη ιστορία, η οποία αρκείται σε μάχες και νούμερα, μετρώντας νικητές και ηττημένους, ζωντανούς και νεκρούς.