Στις 30 Οκτωβρίου 1930 ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Κεμάλ Ατατούρκ υπέγραψαν τη συμφωνία της ελληνοτουρκικής φιλίας, (Σύμφωνο Φιλίας, Διαλλαγής και Διαιτησίας) μια συμφωνία που έβαζε τέλος στην εμπόλεμη κατάσταση που υπήρχε ουσιαστικά από το 1912. Για να υπογραφεί αυτή η συμφωνία που ρύθμιζε τα ζητήματα των περιουσιών των προσφύγων και από τις δύο πλευρές, έπρεπε να ξεπεραστούν πολλές αντιδράσεις που υπήρχαν στο εσωτερικό και των δύο κρατών, διότι οι μετακινήσεις των πληθυσμών ήταν ιδιαίτερα σημαντικές.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν κυρίαρχος στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας, μετά τη σαρωτική νίκη του στις εκλογές του 1928 και ο Κεμάλ ήταν ο ιδρυτής της σύγχρονου τουρκικού κράτους, χωρίς ουσιαστική αντιπολίτευση. Συνεπώς, μπορούσαν να προχωρήσουν στην εξομάλυνση των σχέσεων των δύο κρατών, ξεπερνώντας τις εχθρότητες πολλών δεκαετιών.
Για τον Ε. Βενιζέλο αυτή η πολιτική είχε κόστος, καθώς τραυμάτισε τις σχέσεις του με το προσφυγικό στοιχείο το οποίο θεώρησε πως αδικήθηκε από αυτή τη συμφωνία. Έτσι, με τη συνδρομή και της οικονομικής κρίσης των αρχών της δεκαετίας του 1930, ο βενιζελισμός έχασε ένα σημαντικό μέρος των κοινωνικών του ερεισμάτων. Μπορεί αυτή η συμφωνία με τον Κεμάλ να ήταν μια συμφωνία—τομή όχι μόνο για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά και για όλη τη Βαλκανική, όμως στο εσωτερικό μέτωπο, μόλις οκτώ χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, δεν έγινε αποδεκτή από ένα σημαντικό κομμάτι του ελληνισμού. Ας μη λησμονούμε πως ακόμα οι πρόσφυγες είχαν τα κλειδιά των σπιτιών τους που εγκατέλειψαν στη Μ. Ασία στο εικοναστάσι τους, ελπίζοντας στην επιστροφή τους.
Το συγκεκριμένο σύμφωνο είχε τρεις επί μέρους συμφωνίες. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η δεύτερη η οποία ρυθμίζει το ζήτημα των εξοπλισμών των δύο κρατών. Το ναυτικό πρωτόκολλο προνοούσε η Ελλάδα και η Τουρκία να μην προχωρήσουν σε παραγγελίες πολεμικών πλοίων, χωρίς προηγουμένως να έχουν συνεννοηθεί. Έτσι, ο Ε. Βενιζέλος βάσει αυτού του πρωτοκόλλου, ακύρωσε την παραγγελία ενός θωρηκτού γερμανικής κατασκευής.
Αν πάμε στο σήμερα, και εν όψει της συνάντησης Μητσοτάκη—Ερντογάν, θα μπορούσε να υπάρξει μια ανάλογη συμφωνία για τον περιορισμό των εξοπλισμών; Ακούγεται ωραίο, αλλά είναι μη ρεαλιστικό. Η Τουρκία έχει μια ακμάζουσα πολεμική βιομηχανία που αποτελεί έναν από τους πιο υγιείς τομείς της οικονομίας της. Δεν είναι δυνατόν να αυτοδεσμευτεί με μια παρόμοια συμφωνία, καθώς αυτό θα έχει σημαντικό οικονομικό αντίκτυπο. Από την άλλη πλευρά, επειδή οι ελληνοτουρκικές σχέσεις γνωρίζουν θεαματικές διακυμάνσεις, με την εικόνα κλίμακος όμως αρνητική, και η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να συνεχίσει το εξοπλιστικό της πρόγραμμα.
Αναμφίβολα αν μπορούσαν να περικοπούν εκατέρωθεν οι στρατιωτικές δαπάνες αυτό θα ήταν θετικό για την ειρήνη στην περιοχή, όμως αυτές είναι αφελείς προσεγγίσεις των ρομαντικών. Η Ελλάδα και η Τουρκία—δύο χώρες του ΝΑΤΟ-- θα πορευθούν, μέσα από τις γνωστές αντιξοότητες, μέχρι τις αμερικανικές εκλογές σε ήρεμα νερά. Ο Ταγίπ Ερντογάν—όπως και ο φίλος του ο Βλαντιμίρ Πούτιν—μπορεί να περιμένει να δει την τύχη του κοινού τους φίλου Ντόναλντ Τραμπ. Και αναλόγως θα πράξει.