Κάποιοι αθεράπευτα ρομαντικοί, όλοι άνω των 70 ετών, όχι απλώς αναπολούν την Αριστερά του Ηλιού, του Δρακόπουλου, του Κύρκου και του Φιλίνη, αλλά ζουν με την ελπίδα—με την ψευδαίσθηση λέω εγώ—πως μια τέτοια Αριστερά μπορεί να ξαναεμφανιστεί. Χάρη της συζητήσεως θα δεχτώ πως, όντως, μπορεί σε αυτόν τον βίο, να δούμε μια τέτοια Αριστερά. Δε θα είναι όμως κυβερνώσα. Θα απευθύνεται σε λίγους αλλά εκλεκτούς, όπως έκανε και η ανανεωτική Αριστερά της ένδοξης δεκαετίας του 1970. Ο αείμνηστος Λεωνίδας Κύρκος έλεγε όλο υπερηφάνεια πως «είμαστε το μικρό κόμμα με τη μεγάλη γραμμή». Πως «είμαστε το άλας της πολιτικής». Μετά τις εκλογές του 1977 και την πανωλεθρία, το ακούγαμε σαν παρηγοριά στον άρρωστο.
Αίφνης, από το πουθενά, μας προέκυψε—ενέσκηψε, είναι το πιο δόκιμο ρήμα—ο Α. Τσίπρας ο οποίος δε καυχήθηκε ποτέ για «μεγάλες γραμμές» ή για τα καρυκεύματα της πολιτικής. Εκμεταλλεύτηκε καταστάσεις, κτύπησε δύο φορές ένα 36% και τη μίζερη Αριστερά την έκανε κυβερνώσα Αριστερά. Πώς το κατόρθωσε αυτό; Με τον διχαστικό-πολωτικό λόγο του έθεσε τα διλήμματα εκείνων των καιρών και συσπείρωσε όχι μόνον τους λίγους αλλά εκλεκτούς, αλλά και τους λαϊκιστές και τους αυριανιστές και τους κάθε λογής αντιδεξιούς. Έκανε όμως την Αριστερά κυβέρνηση.
Και εδώ τίθεται ένα ερώτημα. Μπορεί η κυβερνώσα Αριστερά να χαρακτηρίζεται από έναν λόγο σαν του Κύρκου, του Ηλιού και των λοιπών ηγετών των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης; Ή μήπως αυτό είναι μια ουτοπία; Ένα όνειρο ανθρώπων που προς το τέλος του βίου τους—διότι αυτό που μας απομένει είναι πολύ λιγότερο από αυτό που διανύσαμε—κυνηγούν ακόμα αυτό που χάθηκε;
Εκτός, αν υπάρχει η πολιτική εντιμότητα και παραδεχτούν πως δεν τους ενδιαφέρει η κυβερνώσα Αριστερά. Δεν τους ενδιαφέρει η Αριστερά που θα απευθυνθεί σε ετερόκλητες μάζες με τις οποίες είναι μοιραίο να βρεθεί σε μια διαλεκτική σχέση. Θα τις επηρεάσει, αλλά και θα επηρεαστεί από αυτές. Σε αυτή την περίπτωση συμφωνούμε, αλλά η συζήτηση σταματά εδώ, γιατί αυτό δεν είναι πολιτική. Μοιάζει πιο πολύ με ψυχοθεραπεία.
Τον Τσίπρα, στο μέτρο των απειροελάχιστων δυνάμεων μου, τον πολέμησα γιατί το 4% το έκανε 36%, με τον τρόπο που το έκανε. Αν παρέμενε εκεί που ήταν το 2009, ουδείς θα ασχολείτο μαζί του. Θα ήταν ένας συμπαθής, χαμογελαστός νέος. Το γεγονός ότι πολιτεύτηκε όπως πολιτεύτηκε, αποδείχθηκε πως ήταν η ικανή και αναγκαία συνθήκη για να κυβερνήσει. Δεν τον κρίνω για τα κυβερνητικά του πεπραγμένα, αυτό είναι άλλης τάξης θέμα. Τον κρίνουμε και τον συγκρίνουμε με όλους αυτούς τους ηγέτες της Αριστεράς, τις ηγετικές φυσιογνωμίες της νεότητας μας, οι οποίες όμως πέραν της συμπάθειας των αντιπάλων τους, επί του πεδίου, οι αποτυχίες τους υπερτερούσαν σημαντικά των όποιων επιτυχιών τους. Και το πεδίο είναι οι κάλπες. Εκεί κρίνεται η πορεία ενός κόμματος.