Είναι πανθομολογούμενο πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του όχι απλώς δεν έχουν απέναντί τους μια αξιόπιστη αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά γενικώς δεν έχουν πολιτικό αντίπαλο. Δεν υπάρχει ένα κόμμα που με τις προτάσεις του και τη συμπεριφορά του θα δώσει κάποια δείγματα εναλλακτικής λύσης. Και αυτό είναι αρνητικό πρωτίστως για την κοινωνία μας, ακολούθως για το πολιτικό μας σύστημα και τέλος, όσο παράξενο και να ακούγεται, και για την ίδια την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό.
Μια κοινωνία χωρίς εναλλακτικές προτάσεις στα βασικά της προβλήματα, είναι μια κοινωνία που κινείται σε έναν μονόδρομο και όπου τη βγάλει. Οι αναγκαστικές πορείες πάντα έχουν το ρίσκο του αδιεξόδου και της στροφής προς τα πίσω. Πρέπει πάντα να υπάρχουν ευρύχωρες βοηθητικές λωρίδες με πολλαπλές εξόδους ή ακόμα καλύτερα ορατές διακλαδώσεις για εναλλαγή διαδρομών. Σήμερα στην Ελλάδα υπάρχει μονοφωνία, πολλές κακοφωνίες και άλλες τόσες αφωνίες.
Αυτή η κατάσταση επιδρά αρνητικά και σε όλο το πολιτικό μας σύστημα, πρωτίστως γιατί είναι δικό του δημιούργημα. Η μνημονιακή περίοδος εξουθένωσε κόμματα και κινήματα που είχαν μια μετακινούμενη κοινωνική βάση, ρηχές ιδεολογικές καταβολές και στερούνταν προσωπικοτήτων που θα ενοποιούσαν τον χώρο τους επάνω στα αιτήματα των καιρών. Η Νέα Δημοκρατία, μετά τις εσωκομματικές εκλογές του 2016, μπόρεσε και επιβίωσε από τη μνημονιακή δοκιμασία και η νέα της ηγεσία σιγά - σιγά έκτιζε το νέο μπλοκ εξουσίας.
Σήμερα όμως είναι και αυτή παγιδευμένη στην ιδεολογική και στην πολιτική της αυτάρκεια. Η ηγεμονία της -που ουδείς μπορεί να την αμφισβητήσει- είναι τόσο συντριπτική που έχει μεταφραστεί σε πολιτική μοναξιά. Η αντιπολίτευση δεν παράγει ιδέες, δεν προβάλλει προτάσεις, δεν υπάρχει. Εκφέρει λόγο άναρθρο, με αναφορές σε ιδεολογήματα τουλάχιστον μισού αιώνα πίσω. Η κυβέρνηση έχει μόνο μια επιλογή, αν θέλει να προχωρεί. Να σαρώνει ό,τι προοδευτικό και παραγωγικό υπάρχει στην «πολιτική αγορά». Δηλαδή να διευρύνεται και να ανανεώνεται συνεχώς. Δύσκολο, διότι σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχουν και οι εσωτερικές αντιστάσεις, κάτι που ήδη το παρατηρούμε.
Δια ταύτα: εκ πρώτης όψεως, με δεδομένες τις υπάρχουσες συνθήκες, η κυβέρνηση φαίνεται να βαδίζει προς μια σχετικά ανέφελη τετραετία. Διότι η φθορά εξουσίας καταγράφεται όταν υπάρχει ο αντίπαλος που θα την εισπράξει. Όταν δεν υπάρχει, τότε στο τέλος, την ώρα της κάλπης, αυτό μου μετρά είναι η βεβαιότητα και η σιγουριά. Διότι κάλπη σημαίνει σύγκριση. Ποιος είναι ο πιο αξιόπιστος κυβερνήτης.
Όμως για όσους βάζουν τον πήχη ψηλά για το κυβερνητικό έργο, αυτό δεν είναι αρκετό. Δε μας αρκεί να κερδίζει ο Μητσοτάκης γιατί παίζει χωρίς αντίπαλο. Όσοι είμαστε απαιτητικοί θέλουμε να παίζει και καλή μπάλα. Δηλαδή να αποδίδει το κυβερνητικό έργο, να τρέχουν οι μεταρρυθμίσεις, χρόνιες παθογένειες, σταδιακά, να θεραπεύονται. Το να πετυχαίνεις «επαγγελματικές» νίκες, όπως λέμε στο ποδόσφαιρο, αυτό ικανοποιεί μόνον τους φανατικούς και όσους είναι δεμένοι με τα συστήματα εξουσίας. Εμείς οι υπόλοιποι θέλουμε πολλά παραπάνω.