Οι «τουρκοφάγοι» με τις εμμονές τους

Εκτός από τους υπέρμαχους του κατευνασμού και της λογικής «να τα βρούμε πάση θυσία με την Τουρκία», έχουμε και τους κατ΄ επάγγελμα «τουρκοφάγους». Όλους αυτούς που όχι μόνον απορρίπτουν κάθε συζήτηση με τους γείτονες - στη λογική ότι δεν έχουμε τίποτα να συζητήσουμε - αλλά πιστεύουν ότι οι διαφορές μας θα λυθούν στα πεδία των μαχών. Συνεπώς, απαιτούν ή ονειρεύονται μια ελληνική κοινωνία εν πολέμω. Να βρίσκεται σε διαρκή επαγρύπνηση για τη μεγάλη αναμέτρηση. Έτσι, μοιραία θέλουν η εξωτερική μας πολιτική να είναι τουρκοκεντρική.

Είναι πολλοί όλοι αυτοί που ανήκουν και στις δύο σχολές σκέψης; Αν εξαιρέσουμε τους επαγγελματίες του είδους, καθώς και τους «διπλωμάτες» και τους «στρατηγούς» του… Διαδικτύου, ελάχιστοι ασχολούνται με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις για έναν απλό λόγο. Διότι με το πέρασμα των δεκαετιών έχει γίνει κοινή συνείδηση ότι θα συνυπάρχουμε με τις διαφορές μας. Ο πόλεμος είναι μεγάλη και δύσκολη υπόθεση μεταξύ δύο καλά εξοπλισμένων στρατών που ανήκουν στο ΝΑΤΟ. Και οι τουρκικές ελίτ παίζουν πάντα εκ του ασφαλούς. Δε ρισκάρουν.

Κάπου εδώ θα μπορούσε να τελειώσει κάθε συζήτηση για τις σχέσεις μας με τους εξ ανατολών γείτονες. Αν εξαιρέσουμε το 1974, δύο φορές, μετά τη Μεταπολίτευση, βρεθήκαμε κοντά σε κάποιας μορφής θερμό επεισόδιο που θα μπορούσε να ξεφύγει και να μετατραπεί σε μια μίνι σύρραξη. Το 1987 και το 1996. Δηλαδή ζούμε μισόν αιώνα με εντάσεις και με ήρεμα νερά.

Και οι μακροπρόθεσμοι στόχοι των τουρκικών ελίτ που είναι η αναθεώρηση της συνθήκης της Λωζάνης; Η θεωρία των 2,5 πολέμων που θα πρέπει να είναι ικανή να διεξαγάγει η Τουρκία; Ήδη τελείωσε τον έναν, με τη Συρία, οσονούπω θα τελειώσει και τον μισό, με τους Κούρδους, και απομένει ο άλλος πόλεμος με την Ελλάδα. Με άλλα λόγια, έρχεται η σειρά μας.

Σωστά όλα αυτά, αλλά το βασικό ζήτημα δεν είναι τι σχεδιάζουν οι τουρκικές ελίτ, αλλά τι κάνουμε εμείς. Διότι όσο πιο ισχυροί είμαστε, τόσο πιο πολύ θα σκεφτούν οι γείτονές μας τη σύρραξη. Και η πατρίδα μας εξοπλίζεται τα τελευταία χρόνια, επιδιώκοντας να προασπίσει τα σύνορά της. Επ΄ αυτού, ουδείς νομίζω σοβαρός άνθρωπος έχει αντίρρηση. Μόνον όσοι μισούν τον «Κούλη».

Φυσικά, επάνω στην πολεμική με την Τουρκία, όπως και στο Κυπριακό, έχουν κτιστεί καριέρες πολιτικών, διπλωματών, πανεπιστημιακών, δημοσιογράφων και σχολιαστών, καθώς και κάθε λογής δημοσιολογούντων. Είναι μια κάστα που αναπαράγεται, πουλώντας πατριωτισμό με ανέξοδη ρητορεία.

Την ερώτηση τη γνωρίζω: «δηλαδή θα βγάλουμε από το λεξιλόγιό μας τη λέξη «πόλεμος»; Αν δεν πιστέψουν οι γείτονες πως είμαστε διατεθειμένοι να πολεμήσουμε, τότε η στρατηγική της αποτροπής καθίσταται άνευ αξίας». Σωστή εν μέρει η ουσία του ερωτήματος, όμως η αποφασιστικότητα και κυρίως η αποτελεσματικότητα ενός κράτους φαίνεται από το συνδυασμό των πολιτικών και των διπλωματικών κινήσεων μαζί με ένα πρόγραμμα εξοπλισμών προσαρμοσμένων στις ανάγκες του. Εδώ ακριβώς βρίσκεται το κρίσιμο σημείο: τίποτα από αυτά δε θα μπορέσει να επηρεάσει υπέρ ημών τις διμερείς σχέσεις, αν δε συνοδεύεται από μια ισχυρή οικονομία. Διότι χωρίς ισχυρή οικονομία, δεν θα υπάρξει ποτέ και πολεμική βιομηχανία υψηλών προδιαγραφών. Ένα κράτος είναι ανυπόληπτο, σε όλα τα επίπεδα, αν θεωρείται ως ένας οικονομικός παρίας.

Συνεπώς, αντί διάφοροι να βγάζουν πολεμοχαρείς κραυγές ή να θέλουν να πρωταγωνιστήσουμε και… στη Συρία, ας κοιτάξουν πώς θα κτίσουμε μια Ελλάδα ισχυρή οικονομικά, ώστε να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις δύσκολες μέρες στο Αιγαίο οψέποτε προκύψουν, αν προκύψουν.