Τη Δευτέρα το βράδυ, αμέσως μετά τις δεύτερες εκλογές, περπατούσα μόνος σε κεντρικό δρόμο της Θεσσαλονίκης. Για ευνόητους λόγους δεν σας λέω τον δρόμο. Ξαφνικά, με πλησίασαν δύο «τύποι» με καμπαρντίνες. Παραξενεύτηκα. Τι τις θέλουν τις καμπαρντίνες καλοκαιριάτικα; αναρωτήθηκα.
Ο ένας εξ αυτών μου έτεινε το χέρι του και μου είπε: «γνωρίζουμε κ. Μουμτζή τους εθνικούς αγώνες που δίνετε και σας θέλουμε δίπλα μας». Ο άλλος έβγαλε από την τσέπη του ένα κουτάκι, το άνοιξε και μου πέρασε στον γιακά του πουκαμίσου μου μια καρφίτσα, λέγοντας συνωμοτικά: «Είστε πλέον δικός μας άνθρωπος».
Κατασυγκινημένος αντιλήφθηκα πως οι εθνικόφρονες ανασυστήνουν την οργάνωση «Καρφίτσα» κι εγώ συμμετέχω σε αυτή την εθνική προσπάθεια. Σφίξαμε τα χέρια και αποχωριστήκαμε. Πριν κάνω λίγα βήματα άκουσα τη φωνή του ενός να με καλεί κοντά του. Μου λέει «κ. Μουμτζή μήπως γνωρίζετε κανένα παλικάρι με τρίκυκλο;» Αιφνιδιάστηκα είναι αλήθεια, του απάντησα πως θα το ψάξω και θα επικοινωνήσω υπηρεσιακώς μαζί του.
Έστριψα δεξιά -πάντα στρίβω δεξιά- και λίγο παρακάτω είδα πέντε 85άρηδες να συζητούν χαμηλόφωνα. Τους δύο τους ήξερα. Γνωστοί γιατροί της πόλης. Με χαιρέτισαν και ο ένας με αγκάλιασε και με έφερε στην παρέα του. Με σύστησε στους υπόλοιπους και μου είπε πως ξαναφτιάχνουν την ΕΚΟΦ. «Εσύ» μου είπε «επειδή είσαι νεαρός ακόμα δεν μπορεί να συμμετάσχεις, αλλά θέλουμε τη βοήθειά σου. Να υποστηρίζεις τη δράση μας με τα άρθρα σου.» Εγώ, όλος συγκίνηση, έπιασα το χέρι του και το έφερα στον γιακά του πουκαμίσου μου. Με το που ψηλάφισε το κεφάλι της καρφίτσας είδα ένα δάκρυ να κυλά στο ρυτιδωμένο πρόσωπο του. Συγκινήθηκα κι εγώ. Είπαμε την «καληνύχτα» κι αποχαιρετιστήκαμε.
Λίγο παρακάτω, σε γνωστό πεζόδρομο της Θεσσαλονίκης, έξω από ένα ουζερί, έξι απόστρατοι στρατηγοί της χωροφυλακής -κοντά στα 90- πίναν το ουζάκι τους και κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα. Υποψιασμένος πως κάτι συμβαίνει, κάθισα στο διπλανό τραπέζι, δήθεν τυχαία, κι έστησα το αυτί μου στη συζήτησή τους. Κάτι καταλάβαινα για κάποια δυναμική ενέργεια που ετοίμαζαν, αλλά δεν μπορούσα να ακούσω καθαρά.
Πήρα το θάρρος, τους συστήθηκα, τους έδειξα τον γιακά του πουκαμίσου μου και ζήτησα να τους βοηθήσω όσο μπορούσα. Μου εξήγησε ο ένας εξ αυτών, ο πιο ηλικιωμένος, κοντά στα 100, ότι περιμένουν σήμα από του Μαξίμου για μια δυναμική ενέργεια. Αυτό που προέχει προς παρόν, μου είπαν, είναι να φτιάξουμε ένα δίκτυο από θυρωρούς πολυκατοικιών και περιπτεριούχους για να καταγράφουμε όσους διαβάζουν αντεθνικές εφημερίδες όπως «Αυγή», «Δημοκρατική Αλλαγή», «Αθηναϊκή», «Ελευθερία» και βέβαια τις εφημερίδες του Συγκροτήματος.
Τους είπα, συνεσταλμένα, πως βρισκόμαστε στην εποχή του Διαδικτύου, αλλά ο γηραιότερος μου είπε κοφτά «εσύ δεν ξέρεις, είσαι νεαρός ακόμα». Για να βεβαιωθώ για τη σοβαρότητα της ενέργειας τους, τούς ρώτησα αν είναι ενήμερος και ο πρωθυπουργός. «Φυσικά» μου είπαν με μια φωνή. «Περιμένει το σήμα και αυτός από τον Όρμπαν». «Είναι ο Κυριάκος άνθρωπος του Όρμπαν;» ρώτησα αφελώς. «Νεαρέ μου δεν έχει ακούσει τίποτα για τον Όρμπαν των Βαλκανίων;», μου είπαν επιτιμητικά.
Πήγα σπίτι γεμάτος συγκίνηση. Επιτέλους κάτι κινείται, μονολόγησα. Κάθισα στο γραφείο, κατέγραψα τις σκέψεις μου σε ένα χαρτί και ψιθύρισα μέσα στης νύχτας τη σιγαλιά: «Καληνύχτα Κεμάλ, έρχεται η ΕΡΕ».