Δεν ήταν λίγοι αυτοί που προσδοκούσαν ένα χριστουγεννιάτικο «θαύμα» κατά την ψήφιση του Προϋπολογισμού. Ποιο ήταν αυτό; Κάποιοι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας να ρίξουν τον Μητσοτάκη. Γνωρίζω ανθρώπους που τρελαίνονται με την ιδέα ότι τους κυβερνά ο Κυριάκος και άλλους που μόνον η προοπτική μιας 3ης συνεχόμενης τετραετίας τους έχει στείλει στα αντικαταθλιπτικά. Όλοι αυτοί κάτι περίμεναν να συμβεί το Σάββατο το βράδυ, που δυστυχώς για αυτούς και ευτυχώς για την πατρίδα μας δε συνέβη.
Και πώς να συμβεί άλλωστε; Για να ανατραπεί μια κυβέρνηση θα πρέπει προηγουμένως να έχει απονομιμοποιηθεί στην εκλογική της βάση και στην κοινωνία. Όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως δε συμβαίνει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Να μην επιχειρηματολογήσω επί των δημοσκοπικών ευρημάτων, το θέμα έχει εξαντληθεί. Απλώς σημειώνω τη γενικότερη περιρρέουσα ατμόσφαιρα δυόμισι χρόνια πριν από τις εκλογές, δηλαδή σε μια περίοδο που οι συσπειρώσεις των εκάστοτε κυβερνητικών κομμάτων είναι δικαιολογημένα χαλαρές.
Διαβάζω: FAZ: «Η οικονομία της Ελλάδας πηγαίνει εκπληκτικά καλά. Δημοσιονομικό πλεόνασμα 13.5 δισεκατομμύρια». Συνεχίζω την ανάγνωση. «Σε ιστορικά χαμηλά το spread του 10ετούς ελληνικού ομολόγου. Επέστρεψε στα προ κρίσης επίπεδα». Πάμε παρακάτω: «Η ανεργία το 2025 θα σταθεροποιηθεί κάτω από το 9%». Ενώ αναμένεται αύξηση ρεκόρ στον τουρισμό. Διαβάζω για τα εξοπλιστικά, για τις επενδύσεις, για τα μεγάλα έργα, δημόσια και ιδιωτικά, και σκέφτομαι, να ένας λόγος που δεν τόλμησαν να ρίξουν τον Μητσοτάκη. Μετά την «κοιλιά» του πρώτου εξαμήνου του τρέχοντος έτους οι μηχανές άρχισαν να δουλεύουν.
Το ζητούμενο είναι πλέον όλο αυτό το σκηνικό της ανάπτυξης πώς θα φτάσει στην τσέπη των πολιτών. Πώς θα καταλάβει ο Έλληνας ότι η καθημερινότητά του βελτιώνεται. Τώρα είμαστε σε μια φάση που κάποια μέτρα, όπως το τεκμαρτό εισόδημα των μικρομεσαίων, πόνεσαν. Έφεραν πολιτικό κόστος. Αλλά υπάρχει μια ερμηνεία.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη στην πρώτη τετραετία της, λόγω covid, ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατον να ασκήσει την οικονομική της πολιτική. Τότε μοίραζε λεφτά και διατήρησε την κοινωνική συνοχή εν μέσω πανδημίας. Στη δεύτερη τετραετία τρέχει το πρόγραμμά της με ορίζοντα το 2027. Στο τέλος της θητείας τους κρίνονται οι κυβερνήσεις με σχεδόν αποκλειστικό γνώμονα τι κατάφεραν στην οικονομία. Ο Τσίπρας δεν έπεσε λόγω των Πρεσπών, αλλά πρωτίστως λόγω της υπερφορολόγησης.
Σήμερα, και ενώ η κυβερνητική μηχανή άρχισε να παράγει έργο σχεδόν σε όλους τους τομείς, από την αντιπολίτευση λείπει ο πειστικός, εναλλακτικός λόγος. Λείπει η άλλη κυβερνητική πρόταση. Με γκρίνιες, ψιθύρους και απωθημένα δεν ασκείται αντιπολίτευση. Για κλείσω το άρθρο μου από εκεί που το ξεκίνησα: Σήμερα όσοι ονειρεύονται ή μεθοδεύουν ανοήτως την πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη λειτουργούν εν κενώ κοινωνίας. Λειτουργούν με όρους ίντριγκας και εσωκομματικής καμαρίλας, σε κάποια παρασκήνια, αποκομμένοι από τον κανονικό κόσμο, ζώντας σε έναν δικό τους άλλο κόσμο.
Και για αυτό η κοινοβουλευτική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας είναι συμπαγής. Διότι συντάσσεται με την πολιτική σταθερότητα και την οικονομική ανάπτυξη.