Η κυβέρνηση φέρνει προς ψήφιση ένα νέο νομοσχέδιο που ουσιαστικά περιορίζει τις βραχυχρόνιες μισθώσεις, γνωστές σε όλους ως Airbnb. Το επιχείρημα πίσω από αυτήν την πρωτοβουλία είναι πως χρειάζεται «κανόνες και έλεγχοι» για να προστατευτεί ο ξενοδοχειακός κλάδος και να μην αυξάνονται υπέρμετρα τα ενοίκια. Ωστόσο, η αλήθεια είναι πως τέτοιοι περιορισμοί λειτουργούν ανασταλτικά σε μια από τις πλέον δυναμικές αγορές φιλοξενίας, ενώ στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό εις βάρος τόσο των ιδιοκτητών ακινήτων όσο και των ταξιδιωτών.
Κατ’ αρχάς, ας τοποθετήσουμε τη συζήτηση στη σωστή της διάσταση: Η βραχυχρόνια μίσθωση δεν εφευρέθηκε από κάποια πολυεθνική. Πρόκειται για την αξιοποίηση ιδιωτικών ακινήτων από ανθρώπους που θέλουν να ενοικιάσουν το σπίτι ή το διαμέρισμά τους σε τουρίστες, επαγγελματίες ή απλά σε περαστικούς.
Πρόκειται για μια μορφή «διαμερισμού» (sharing economy) που έχει ήδη αποφέρει σημαντικά έσοδα σε ιδιοκτήτες, έχει συμβάλει στην αναζωογόνηση γειτονιών και έχει αυξήσει τον ανταγωνισμό στον τομέα της φιλοξενίας. Όταν το κράτος έρχεται να «βάλει φρένο» σε αυτήν τη διεργασία, ουσιαστικά στερεί από πολλούς συμπολίτες μας την ευκαιρία να αξιοποιήσουν την περιουσία τους με τον τρόπο που εκείνοι επιθυμούν.
Ένας από τους θεμελιώδεις πυλώνες της οικονομικής ελευθερίας σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία είναι το δικαίωμα στην ιδιωτική περιουσία. Αυτό σημαίνει πως ο κάθε ιδιοκτήτης πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αποφασίζει ο ίδιος με ποιον τρόπο θα εκμεταλλευτεί το ακίνητό του, εφόσον φυσικά σέβεται την κείμενη νομοθεσία (π.χ. φορολογικές και πολεοδομικές ρυθμίσεις).
Οι κυβερνητικές πρωτοβουλίες που θέτουν δυσανάλογους φραγμούς – όπως ανώτατα όρια ημερών ενοικίασης, επιπλέον αδειοδοτήσεις ή βαρύτατες ποινές – παραβιάζουν το δικαίωμα του καθενός να αξιοποιεί το σπίτι του ή το διαμέρισμά του όπως επιθυμεί. Στην πράξη, οδηγούν στην αποθάρρυνση πολλών ιδιοκτητών να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους, άρα μειώνουν τον ανταγωνισμό και, εντέλει, την ίδια την ποιότητα των υπηρεσιών φιλοξενίας.
Σε μια εποχή όπου ο τουρισμός στη χώρα μας γνωρίζει συνεχή άνθηση, είναι παράλογο να μπαίνουν προσκόμματα που εμποδίζουν την αγορά από το να προσφέρει μεγαλύτερη ποικιλία υπηρεσιών. Ας μην ξεχνάμε ότι η Ελλάδα ελκύει κάθε χρόνο εκατομμύρια επισκέπτες από κάθε γωνιά του πλανήτη.
Οι ταξιδιώτες διαφέρουν ως προς το διαθέσιμο εισόδημα, τις προτιμήσεις και τις απαιτήσεις τους. Κάποιοι θέλουν οικονομικές επιλογές στη μέση μιας γειτονιάς με τοπικό χρώμα, άλλοι αναζητούν πολυτελή και προσωποποιημένη εμπειρία σε πεντάστερα ξενοδοχεία. Η καλύτερη απάντηση σ’ αυτές τις διαφορές είναι ο υγιής ανταγωνισμός, όχι οι κρατικές παρεμβάσεις.
Ας αφήσουμε τον κάθε επιχειρηματία – είτε είναι ένας μεγαλοξενοδόχος, είτε ένας ιδιοκτήτης στο Airbnb – να προσελκύσει πελάτες με βάση την ποιότητα των υπηρεσιών του, τις τιμές του και τη συνολική εμπειρία που προσφέρει.
Συχνά ακούμε ότι οι ξενοδόχοι «χάνουν πελάτες» και ζητούν περιορισμούς στο Airbnb. Ωστόσο, οι λύσεις του 21ου αιώνα δεν βρίσκονται σε κρατικές απαγορεύσεις, αλλά στην προσαρμογή στα νέα δεδομένα. Αν οι ξενοδόχοι θεωρούν ότι η «πίτα» της φιλοξενίας μικραίνει γι’ αυτούς, τότε ας προσφέρουν περισσότερες υπηρεσίες, ας κάνουν επενδύσεις στις υποδομές τους, ας προσαρμοστούν στις μεταβαλλόμενες συνήθειες των ταξιδιωτών.
Αν μάλιστα κάνουν καλύτερη διαχείριση του κόστους, φιλικές τιμολογήσεις και βελτιώσεις στις εγκαταστάσεις, μπορούν να κερδίσουν πελατεία χωρίς να απαιτούν «χειρουργικές» κινήσεις κατά των βραχυχρόνιων μισθώσεων.
Ένα από τα συνήθη επιχειρήματα υπέρ των περιορισμών στο Airbnb, είναι ότι αυξάνονται οι τιμές των ενοικίων, με αποτέλεσμα οι μόνιμοι κάτοικοι να δυσκολεύονται να βρουν προσιτά σπίτια στο κέντρο. Όμως το πρόβλημα αυτό δεν λύνεται απαγορεύοντας ή στραγγαλίζοντας τη βραχυχρόνια μίσθωση.
Αντίθετα, ο καλύτερος τρόπος είναι η αύξηση της προσφοράς κατοικιών προς μίσθωση με κατάλληλη στεγαστική πολιτική, η παροχή κινήτρων για ανακαίνιση και επανάχρηση κενών κτιρίων, και η βελτίωση των συγκοινωνιακών υποδομών, ώστε οι πολίτες να μπορούν να επιλέγουν και περιοχές πέρα από τον «πυρήνα» του κέντρου. Αν κάποιος χρειάζεται φθηνότερο ενοίκιο, μπορεί να κινηθεί σε περιοχές όπου η ζήτηση είναι χαμηλότερη ή η προσφορά μεγαλύτερη. Δεν είναι δουλειά του κράτους να καθορίζει πού «πρέπει» να μένουν οι πολίτες και να τιμωρεί την ιδιωτική πρωτοβουλία.
Το μοντέλο του Airbnb έχει αποδείξει ότι, όταν η αγορά είναι ανοιχτή, ωφελούνται οι πολλοί: Οι ιδιοκτήτες που διαθέτουν το ακίνητό τους αυξάνουν το εισόδημά τους, οι ταξιδιώτες βρίσκουν οικονομικές και ευέλικτες επιλογές, οι τοπικές επιχειρήσεις (εστιατόρια, καφέ, μουσεία, καταστήματα) κερδίζουν από τη μεγαλύτερη κίνηση σε γειτονιές που άλλοτε παρέμεναν εκτός τουριστικού χάρτη. Με λίγα λόγια, η βραχυχρόνια μίσθωση εκδημοκρατίζει τον τουρισμό, δεν τον «σκοτώνει» – όπως ισχυρίζονται κάποιοι.
Σε τελική ανάλυση, η παρούσα διαμάχη αποτελεί μία ακόμη πράξη στο διαχρονικό δίλημμα: Εμπιστευόμαστε τη δυναμική της ελεύθερης αγοράς ή επιμένουμε σε κρατικιστικές λογικές που, τελικά, στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό και επιβαρύνουν τους πολίτες; Όταν το κράτος επεμβαίνει και αρχίζει να βάζει όρια και προσκόμματα, βραχυκυκλώνει την καινοτομία και τιμωρεί την επινοητικότητα. Αντιθέτως, όταν αφήνουμε την αγορά να αναπτύξει λύσεις, συνήθως καταλήγουμε σε περισσότερες επιλογές, υψηλότερη ποιότητα και καλύτερες τιμές.
Η κυβέρνηση δεν θα έπρεπε ούτε να ενθαρρύνει και ούτε να περιορίζει τις βραχυχρόνιες μισθώσεις. Αν ξενοδόχοι και ιδιοκτήτες Airbnb ανταγωνίζονται στο ίδιο γήπεδο, οι κερδισμένοι θα είναι οι επισκέπτες και η εθνική οικονομία. Η αληθινά φιλελεύθερη πολιτική αναγνωρίζει το δικαίωμα στην ιδιοκτησία και προσφέρει ελευθερία στις επιχειρηματικές δραστηριότητες. Αντί να επιβάλλουμε σιδηρές ρυθμίσεις που, δήθεν, «σώζουν» τον τουρισμό, ας επιτρέψουμε στον ανταγωνισμό να δώσει κίνητρα για αναβάθμιση των υπηρεσιών και χαμηλότερες τιμές.
Στο τέλος, αυτό είναι που θα ωφελήσει τους καταναλωτές, τους εργαζόμενους και, τελικά, το ίδιο το κράτος, το οποίο θα εισπράξει περισσότερα φορολογικά έσοδα από μια αγορά σε άνθηση, παρά από μια αγορά σε ασφυξία.