Εδώ και λίγες μέρες έχει βουίξει το διαδίκτυο διότι ένας επαρχιακός δήμος αποφάσισε να παραχωρήσει μια αίθουσα δημοτικού σχολείου, μετά από αίτημα του συλλόγου γονέων και κηδεμόνων, προκειμένου να φιλοξενηθούν δωρεάν μαθήματα αλβανικών τις Κυριακές.
Πιθανολογώ ότι την παραπάνω πρόταση θα την ξαναδιαβάσατε προκειμένου να βρείτε τι στο καλό έγινε που να αιτιολογεί ότι βούιξε το διαδίκτυο. Μη φοβάστε, δεν είστε μόνοι. Ο Δήμος που διέπραξε αυτό το «σκανδαλώδες» εγχείρημα, τυγχάνει να είναι ο δήμος της καταγωγής μου, που μάλιστα αυτές τις μέρες προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές του από τις καταστροφικές πυρκαγιές που κατέστρεψαν το 20% της έκτασής του και 2 νεκρά παιδιά που χάθηκαν στις φλόγες. Φυσικά, αναφέρομαι στο Ξυλόκαστρο Κορινθίας.
Ας πάρουμε όμως το πράγμα από την αρχή. Πριν πέντε μέρες ο Δήμος, σε μία λιτή ανακοίνωση, που έλεγε ότι “Με χαρά ανακοινώνουμε τη συνεργασία μας με την Ένωση Αλβανών Εκπαιδευτικών στην Ελλάδα και την έναρξη των δωρεάν μαθημάτων αλβανικής γλώσσας στον Δήμο μας. Η Ένωση Αλβανών Εκπαιδευτικών στην Ελλάδα έχει σαν σκοπό την ενσωμάτωση και τη συνύπαρξη των μελών στην ελληνική και ευρωπαϊκή κοινωνία, διατηρώντας παράλληλα την ταυτότητά τους… Τα μαθήματα πραγματοποιούνται εθελοντικά από τη δασκάλα, μέλος της Ένωσης, κα Ilira Ndrio Bakali, η οποία προσφέρει τις υπηρεσίες της αφιλοκερδώς, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην εκπαιδευτική διαδικασία…”
Παρόλο που κανείς δεν έχει ανοιχτά καταδικάσει την απόφαση, είναι εμφανές ότι η κάλυψη του θέματος από συγκεκριμένα ειδησεογραφικά μέσα έχει σχεδιαστεί για να τροφοδοτήσει εθνικιστικές τάσεις και ρατσιστικά αντανακλαστικά. Σε οποιαδήποτε σοβαρή δυτική χώρα, μια πρωτοβουλία σαν αυτή δε θα θεωρούνταν καν είδηση, πόσο μάλλον αντικείμενο αντιπαράθεσης. Το ότι στην Ελλάδα κάποιοι επιχειρούν να μετατρέψουν ένα απλό μάθημα γλώσσας που αφορά την πολυπληθέστερη κοινότητα μεταναστών της χώρας μας σε μέσο πρόκλησης κοινωνικής έντασης, δείχνει την πραγματική πρόθεση πίσω από αυτή τη δημοσιότητα.
Αν δεχθούμε ότι τέτοιου είδους κινήσεις οφείλουν να μας σκανδαλίζουν και να προκαλέσουν το εθνικό μας συναίσθημα, παράλληλα πρέπει να παραδεχτούμε ότι η διδασκαλία των αλβανικών είναι επιζήμια ή επικίνδυνη για την κοινωνία μας. Πρέπει να δεχθούμε ότι οι μετανάστες που ζουν στη χώρα μας θα πρέπει να ξεχάσουν τη γλώσσα των προγόνων τους και να μιλούν, να γράφουν, και να σκέφτονται μόνο ελληνικά. Η παραφροσύνη που προκύπτει από την ανάδειξη του συγκεκριμένου θέματος σε καυτή επικαιρότητα, μας οδηγεί μοιραία στο συμπέρασμα ότι κακώς τα σχολεία που πηγαίνουν τα ελληνόπουλα της διασποράς για να μάθουν ελληνικά τους επιτρέπουν κάτι τέτοιο. Ότι 15 εκατομμύρια Έλληνες που ζουν εκτός Ελλάδας, αν δεν ξεχάσουν τη γλώσσα τους, αποτελούν απειλή για τις κοινωνίες στις οποίες ζουν και ευημερούν.
Ευτυχώς, όμως, οι αντιδράσεις από ακροδεξιά μέσα και εθνικιστές δεν αντιπροσωπεύουν τη γενική κοινωνική πραγματικότητα ούτε τις σχέσεις μας με τους Αλβανούς γείτονες. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, οι Αλβανοί μετανάστες έχουν ενσωματωθεί στην ελληνική κοινωνία, συμβάλλοντας με τον κόπο τους στην οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή. Τα παιδιά αυτών των οικογενειών, που μεγάλωσαν εδώ, είναι αναπόσπαστο μέρος της ελληνικής κοινωνίας και δε διαφέρουν σε τίποτα από τα παιδιά των ντόπιων.
Η προσπάθεια κάποιων να «ρίξουν λάδι στη φωτιά» σε μια περιοχή που προσπαθεί να ανακάμψει από μία τεράστιας κλίμακας καταστροφή, είναι τουλάχιστον κακόβουλη. Ως Ξυλοκαστρίτης, νιώθω υπερηφάνεια για την απόφαση του δήμου μου να στηρίξει τα παιδιά αλβανικής καταγωγής, προσφέροντάς τους την ευκαιρία να μάθουν τη γλώσσα των προγόνων τους εφαρμόζοντας την ίδια αρχή που επέτρεψε στην ελληνοαμερικανίδα μητέρα μου να μάθει ελληνικά στη Νέα Υόρκη πριν από 70 χρόνια. Μια ανοιχτή κοινωνία δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από τέτοιες πρωτοβουλίες. Αντίθετα, η πραγματική απειλή προέρχεται από όσους προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση για να σπείρουν μίσος και διχασμό στην ελληνική ύπαιθρο.