Ο επικείμενος κυβερνητικός ανασχηματισμός, που αναμένεται τις προσεχείς ημέρες, μοιάζει να έρχεται στην κρισιμότερη στιγμή. Μετά την τραγωδία στα Τέμπη και τις μαζικές λαϊκές διαμαρτυρίες, το κλίμα δυσπιστίας προς τα θεσμικά όργανα είναι εμφανέστατο και τα στοιχεία της οικονομίας φανερώνουν μια χώρα που δεν εκμεταλλεύτηκε σωστά τα πλεονεκτήματά της, την ώρα που άλλοι—Ιρλανδία, Πολωνία—κάλπασαν. Θα επιλέξει η Νέα Δημοκρατία να συνεχίσει σε μικρές, επιφανειακές «τακτοποιήσεις» ή θα κάνει μια τολμηρή «στροφή μεταρρυθμίσεων»; Τα ιστορικά δεδομένα του 1990 συγκριτικά με το 2025 μας κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου: αν δεν τολμήσουμε αλλαγές τώρα, η διολίσθηση και η περαιτέρω απώλεια εμπιστοσύνης μοιάζουν αναπόφευκτες.
Το 1990, η Ιρλανδία είχε ονομαστικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ περί τα 11.900 δολάρια—λίγο μπροστά από την Ισπανία (11.800) και σημαντικά πιο πάνω από την Ελλάδα (7.600). Σήμερα, όμως, προβλέπεται για το 2025 να φτάσει περίπου στα 108.000 δολάρια, ενώ εμείς μετά βίας θα αγγίξουμε τα 25.000. Πώς; Με θαρραλέες πολιτικές: χαμηλή φορολογία (ειδικά στην εταιρική φορολόγηση), προσέλκυση ξένων επενδύσεων, διάθεση να ξηλωθεί η γραφειοκρατία. Η Ελλάδα, αντίθετα, εγκλωβίστηκε σε ένα βαρύ κρατικό μοντέλο—ένα «κράτος-πατερούλη» που επιβάρυνε τα δημόσια ταμεία και αποθάρρυνε την ιδιωτική πρωτοβουλία. Eνώ είχαμε και εμείς τη συγκυρία της ΕΟΚ/ΕΕ, με κοινοτικά κονδύλια και πόρους, δεν τολμήσαμε τις απαραίτητες τομές. Και αν ο τίτλος του «κράτους με πιο υψηλό χρέος στην ΕΕ» δεν μάς ταρακουνά, η σύγκριση με την ιρλανδική εκτόξευση σίγουρα θα έπρεπε.
Το 1990, η Πολωνία και η Ρουμανία βρίσκονταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση από την Ελλάδα, με κατά κεφαλήν ΑΕΠ μόλις 1.700 και 1.600 δολάρια αντίστοιχα. Όμως σήμερα, η Πολωνία φτάνει τα ~24.500 δολάρια, σχεδόν μας αγγίζει, και η Ρουμανία (~20.000 δολάρια) πλησιάζει γοργά. Οι μεταρρυθμίσεις-σοκ (shock therapy), το άνοιγμα στις αγορές και η περιοριστική δημοσιονομική πολιτική ήταν «επώδυνες», μα εντέλει έδωσαν στους πρώην κομμουνιστές ανταγωνιστικές οικονομίες. Εμείς, αντί να επωφεληθούμε από το γεγονός ότι ξεκινούσαμε πολύ μπροστά, καθηλωθήκαμε σε ένα σύστημα που συνεχίζει να «καίει» πόρους σε χρέος και δαπάνες χαμηλής αποδοτικότητας. Ακόμα και η ανεργία—αναμενόταν να είναι 9,5% το 2025—μοιάζει τεράστια δίπλα στο 2,5% της Πολωνίας, δείχνοντας πόσο οι ευκαιρίες εργασίας σε εμάς είναι περιορισμένες από τη γραφειοκρατία και το «βαρύ» κράτος.
Η τραγωδία των Τεμπών, που διέλυσε την ήδη εύθραυστη εμπιστοσύνη των πολιτών, επιτάσσει απαντήσεις πέρα από επικοινωνιακά τρικ. Σήμερα, λίγοι πιστεύουν ότι το κράτος μπορεί να διασφαλίσει τη στοιχειώδη ασφάλεια ή να εφαρμόσει ουσιώδεις πολιτικές. Η εκ νέου συζήτηση για ανασχηματισμό γεννά ερωτήματα: θα τολμήσει η κυβέρνηση να πάρει καταρτισμένους και αποφασισμένους υπουργούς, που θα συγκρουστούν με τις παλιές δομές, ή θα βαδίσει απλώς στη διαχείριση της καθημερινότητας—φυτοζωώντας μέχρι τις εκλογές; Με νούμερα σαν το 165% του χρέους ως ποσοστό ΑΕΠ (προβλέπεται ~155% το 2025)—και με 2.1% ετήσια ανάπτυξη που δεν αρκεί—ο χρόνος στενεύει. Η απουσία τολμηρής μεταρρυθμιστικής ατζέντας απλώς επιβεβαιώνει τον κυνισμό των πολιτών.
Αν η Νέα Δημοκρατία επιθυμεί όχι μόνο να κερδίσει τις επόμενες εκλογές αλλά και να αποκαταστήσει τη χαμένη εμπιστοσύνη, καλείται να αφήσει πίσω το «business as usual». Χρειαζόμαστε εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις: αληθινό άνοιγμα της αγοράς, ισχυρές επενδυτικές πρωτοβουλίες, ριζικές περικοπές της γραφειοκρατίας, σύγχρονη δημόσια διοίκηση—κι ένα κύμα ικανών και αποφασισμένων προσώπων στο κυβερνητικό σχήμα που δεν θα διστάσουν μπροστά στις δυσκολίες. Τα δεδομένα μας φωνάζουν ότι ο καιρός των μισών λύσεων τελείωσε. Μπροστά μας υπάρχει το δίλημμα «Ή τολμάμε ή βουλιάζουμε»· όποιος διστάσει θα διαψεύσει και πάλι τις ελπίδες της ελληνικής κοινωνίας, χαρίζοντας την ατζέντα στους ακραίους. Αντίθετα, μια θαρραλέα, φιλελεύθερη προσέγγιση—δίπλα στην ευρωπαϊκή εμπειρία της Ιρλανδίας ή της ταχύτατης ανάκαμψης της Πολωνίας—θα μπορούσε να σημάνει το ξεκίνημα μιας νέας εποχής.
Γιατί η επιλογή πια δεν είναι μεταξύ τακτικής ανακατανομής υπουργών ή μικρών ρετουσαρισμάτων· είναι κυριολεκτικά «κάνουμε την αλλαγή ή βουλιάζουμε».