«Δεν θεραπεύεται έτσι η πληγή των Τεμπών»

Δύο χρόνια μετά την τραγωδία στα Τέμπη, που κόστισε τη ζωή σε 57 ανθρώπους, η Ελλάδα μοιάζει να βουλιάζει περισσότερο στην οργή παρά να επουλώνει τις πληγές της. Οι διαδηλώσεις συνεχίζονται, και μαζί τους ξεπηδούν περιστατικά ακραίας αμφισβήτησης της θεσμικής και κοινοβουλευτικής ομαλότητας: κουκουλοφόροι να βεβηλώνουν τον Άγνωστο Στρατιώτη και να καίνε το φυλάκιο της προεδρικής φρουράς στην πλατεία Συντάγματος, νεαροί που πετούν φέιγ-βολάν μέσα στη Βουλή, ενώ ουδείς συλλαμβάνεται ή τιμωρείται. «Είναι μια πολιτική πράξη μεγαλοψυχίας», λένε μερικοί. Και όμως, τέτοιες χαριστικές κινήσεις δεν διορθώνουν τίποτα∙ αντίθετα, ευνοούν όσους θρέφονται από την καταστροφή.

Σύμφωνα με την «Broken Window Theory», αν επιτρέψουμε έστω και ένα «σπασμένο παράθυρο» σε μια γειτονιά να μείνει ατιμώρητο, η ανοχή αυτή γεννά κλίμα αναρχίας, ενθαρρύνοντας όσους επιδιώκουν ανομία. Οι τελευταίες δύο εβδομάδες μαρτυρούν ακριβώς αυτό το φαινόμενο. Όταν κουκουλοφόροι βεβηλώνουν ένα εθνικό μνημείο, όπως ο Άγνωστος Στρατιώτης, και φεύγουν ανενόχλητοι, στέλνεται το μήνυμα ότι τέτοιες ακρότητες μπορεί να επαναληφθούν δίχως συνέπειες. Το ίδιο συμβαίνει και μέσα στη Βουλή, όπου έξι ακτιβιστές διακόπτουν μια κοινοβουλευτική διαδικασία την ώρα που στο βήμα βρίσκεται ο πρωθυπουργός, και πάλι μένουν ατιμώρητοι. Όλα αυτά τα «μικρά παράθυρα» που μένουν σπασμένα και αδιόρθωτα καλλιεργούν τη γενική ιδέα ότι το κράτος δεν μπορεί-ή δεν θέλει-να επιβάλει τη νομιμότητα. Και αν η εξουσία αποτυγχάνει σε τέτοια συμβολικά σημεία, πόσο θα αποτύχει στα πιο περίπλοκα ζητήματα; Ακριβώς αυτή η διάχυτη αίσθηση θεσμικής χαλαρότητας ευνοεί τους ακραίους που «ζουν» από το χάος.

Από την τραγωδία στα Τέμπη μέχρι σήμερα, το κεντρικό αίτημα των διαδηλωτών ήταν η λογοδοσία και η ανάκτηση της αξιοπιστίας των θεσμών. Πώς, όμως, θα ανακτηθεί αυτή η εμπιστοσύνη, αν βλέπουμε τους ταραξίες να εξαφανίζονται χωρίς καμία συνέπεια, ή τους ακτιβιστές να «συγχωρούνται» ενώ διαταράσσουν μια κοινοβουλευτική συνεδρίαση σε ένα ζήτημα μείζονος σημασίας; Η κυβέρνηση δείχνει να φοβάται ότι τυχόν εφαρμογή του νόμου θα προκαλέσει μεγαλύτερη «έκρηξη». Αυτό, όμως, είναι αυταπάτη: όταν αφήνεις περιθώριο για «συμβολικές» επιθέσεις σε ιερά μνημεία ή στο ίδιο το Κοινοβούλιο, το μόνο που πετυχαίνεις είναι να ενθαρρύνεις ακόμα περισσότερο την αίσθηση ότι το κράτος μπορεί να προσπεραστεί. Αν η κοινή γνώμη βλέπει ότι στο όνομα της «αποφυγής έντασης» επιτρέπεται ο ευτελισμός της Βουλής ή η βεβήλωση ενός εθνικού μνημείου, δεν θα εμπιστευτεί ποτέ ότι η κυβέρνηση θα δείξει αποφασιστικότητα σε κάτι σοβαρότερο.

Πώς, λοιπόν, γιατρεύεται μια χώρα από μια φονική καταστροφή, όπως εκείνη στα Τέμπη; Σίγουρα όχι επιτρέποντας ακραίες συμπεριφορές χωρίς αντίδραση. Η ιστορία αποδεικνύει ότι οι κοινωνίες προχωρούν όταν επιβάλλουν, σε κάθε επίπεδο, την υπευθυνότητα και τον σεβασμό στους θεσμούς. Όσοι απαιτούν την κατάρρευση της κυβέρνησης χωρίς καμία ουσιαστική πρόταση, όσοι ουσιαστικά «χορεύουν» πάνω στο πένθος-είτε με ριζοσπαστικά συνθήματα στο Σύνταγμα είτε με επικοινωνιακά πυροτεχνήματα μέσα στη Βουλή-συντηρούν την ίδια τοξικότητα που, στο τέλος, εμποδίζει κάθε πραγματική εξυγίανση του κράτους. Η χώρα χρειάζεται, αντίθετα, μια σοβαρή διαδικασία δικαστικής και πολιτικής λογοδοσίας για το δυστύχημα· χρειάζεται δομικές βελτιώσεις στις μεταφορές, διαφάνεια στον τρόπο που λειτουργεί ο μηχανισμός ασφάλειας. Κυρίως, χρειάζεται να νιώσει ο πολίτης πως το «σύστημα» στέκεται όρθιο και δεν ανέχεται προκλήσεις που μετατρέπουν τη δημόσια σφαίρα σε ζούγκλα.

Το μεγάλο δίλημμα βρίσκεται μπροστά στον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση: θα επιλέξουν την τακτική «μη οξύνουμε τα πράγματα, αφήστε τους να φωνάξουν» ή θα αναλάβουν την ευθύνη να προστατέψουν τους θεσμούς από όσους επιδιώκουν αναταραχή για δικό τους κέρδος; Η πορεία της Ιστορίας, και ιδιαίτερα η πρόσφατη μνημονιακή εμπειρία, δείχνει ότι η ατιμωρησία, ειδικά σε συμβολικές επιθέσεις, δεν φέρνει σταθερότητα, ούτε δικαιώνει το πένθος του λαού στα Τέμπη.

Καλείται, λοιπόν, η κυβέρνηση να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων: να εφαρμόσει τον νόμο με συνέπεια, χωρίς εκδικητική διάθεση αλλά και χωρίς «εκπτώσεις» για χάρη κάποιων τακτικισμών. Η Ελλάδα δεν αντέχει άλλη αποδόμηση της εμπιστοσύνης. Οι πραγματικοί θιασώτες της αστάθειας-όσοι συνειδητά «τρέφονται» από την καταστροφή και το μίσος-θα πολλαπλασιάζονται όσο βλέπουν τη Βουλή να γίνεται θέαμα, ή τον Άγνωστο Στρατιώτη να βεβηλώνεται δίχως επιπτώσεις. Η σιωπηρή πλειοψηφία ζητά τάξη, καθαρή λογοδοσία και θεραπεία των θεσμών· αν η κυβέρνηση δεν καλύψει αυτό το κενό, οι ακραίοι θα το κάνουν. Και αυτό δεν θα φέρει την κάθαρση στο δράμα των Τεμπών-μόνο νέα αδιέξοδα.