Φιλελεύθερος vs Μεταμοντέρνος φεμινισμός: Μία μάχη για την ουσία της ελευθερίας

Στην Ελλάδα του σήμερα, ο δημόσιος διάλογος για την ισότητα των φύλων επηρεάζεται ολοένα περισσότερο από δύο αντικρουόμενες θεωρήσεις: τον φιλελεύθερο και τον μεταμοντέρνο φεμινισμό. Παρά τις κοινές αναφορές τους στην ανάγκη βελτίωσης της θέσης των γυναικών, οι δύο αυτές προσεγγίσεις έχουν θεμελιώδεις διαφορές ως προς το πώς βλέπουν την κοινωνία, τις σχέσεις των φύλων, αλλά και την ίδια την ελευθερία. Κατανοώντας καλύτερα αυτές τις διαφορές, μπορούμε να επιλέξουμε πιο ξεκάθαρα πού θέλουμε να οδηγηθεί η χώρα μας: προς την ατομική ελευθερία και υπευθυνότητα ή προς μια κοινωνία μόνιμης σύγκρουσης και κρατικού παρεμβατισμού. Ένα πολύ καλό πλαίσιο για να αντιπαρατεθούν οι δύο αυτές προσεγγίσεις μας παραθέτει ο καθηγητής Φιλοσοφίας και συγγραφέας επτά σχετικών βιβλίων, Στίβεν Χικς.

Η πρώτη σημαντική διαφορά έγκειται στο ποια είναι η βασική μονάδα ανάλυσης. Ο φιλελεύθερος φεμινισμός θεωρεί ως πρωταρχική μονάδα το άτομο, δίνοντας έμφαση στην προσωπική ευθύνη και στις ατομικές επιλογές. Αντίθετα, ο μεταμοντέρνος φεμινισμός βάζει στο επίκεντρο την ομάδα—το φύλο, την εθνικότητα, την κοινωνική τάξη—και θεωρεί ότι το άτομο είναι απλώς το αποτέλεσμα των κοινωνικών συνθηκών. Αυτή η οπτική αφαιρεί από το άτομο την προσωπική του βούληση και την ευθύνη, παρουσιάζοντάς το διαρκώς ως θύμα.

Δεύτερη διαφορά είναι η αντίληψη για τη δύναμη του ατόμου. Στον φιλελευθερισμό, το άτομο έχει την ικανότητα να δημιουργήσει τον εαυτό του, με τις κοινωνικές επιρροές να παίζουν έναν δευτερεύοντα ρόλο. Ο μεταμοντέρνος φεμινισμός όμως, βλέπει το άτομο κυρίως ως δημιούργημα του κοινωνικού του περιβάλλοντος, ένα παθητικό υποκείμενο, ανίκανο να αυτοπροσδιοριστεί χωρίς εξωτερική παρέμβαση. Έτσι, η κοινωνία και οι θεσμοί αναλαμβάνουν τον ρόλο να διαμορφώσουν και να «προστατεύσουν» τα άτομα, περιορίζοντας τελικά τις ατομικές τους επιλογές.

Τρίτη βασική διαφορά είναι η θεώρηση των σχέσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών. Ο φιλελεύθερος φεμινισμός βλέπει ως κύριο χαρακτηριστικό την αρμονία μεταξύ των φύλων, αναγνωρίζοντας μεν τις συγκρούσεις, αλλά θεωρώντας τις δευτερεύουσες και διαχειρίσιμες. Αντίθετα, ο μεταμοντέρνος φεμινισμός εστιάζει στη διαρκή σύγκρουση, στην κυριαρχία των ανδρών επί των γυναικών, δημιουργώντας ένα κλίμα πολέμου ανάμεσα στα δύο φύλα. Αυτή η προσέγγιση τροφοδοτεί τον διχασμό και ενισχύει τις προκαταλήψεις αντί να βοηθά στη λύση τους.

Η τέταρτη διαφορά αφορά την εκτίμηση της σημερινής κατάστασης των γυναικών. Για τους φιλελεύθερους, η θέση των γυναικών έχει βελτιωθεί σημαντικά, ακόμα κι αν παραμένουν προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Αντίθετα, ο μεταμοντέρνος φεμινισμός εμμένει στην εικόνα της γυναίκας ως μόνιμου θύματος μιας διαρκούς και ανελέητης πατριαρχίας. Αυτή η προσέγγιση αρνείται την πρόοδο που έχει ήδη επιτευχθεί, ενισχύοντας μια αίσθηση απόγνωσης και αποξένωσης, αντί της ενδυνάμωσης.

Η πέμπτη διαφορά αφορά το ζήτημα της ελευθερίας του λόγου. Ο φιλελεύθερος φεμινισμός διακρίνει ξεκάθαρα μεταξύ ομιλίας και πράξης, θεωρώντας πως ο λόγος, ακόμα κι αν προσβάλλει, παραμένει έκφραση που πρέπει να προστατευθεί. Ο μεταμοντέρνος φεμινισμός αρνείται αυτή τη διάκριση, θεωρώντας τον προσβλητικό λόγο ως πράξη βίας και καταπίεσης, που πρέπει να περιορίζεται μέσω κρατικής παρέμβασης. Έτσι, ανοίγει την πόρτα σε μια διαρκή λογοκρισία.

Έκτη διαφορά είναι η θεώρηση του Συντάγματος και των βασικών δικαιωμάτων (Πρώτη και Δέκατη Τέταρτη Τροπολογία στις ΗΠΑ, αντίστοιχα). Ο φιλελευθερισμός θεωρεί πως υπάρχει αρμονία μεταξύ ελευθερίας και ισότητας, ότι μπορούν να συνυπάρξουν χωρίς να αλληλοαναιρούνται εφόσον επιτευχθεί ισονομία. Αντίθετα, ο μεταμοντέρνος φεμινισμός βλέπει σύγκρουση μεταξύ αυτών των αξιών, θεωρώντας πως η ισότητα απαιτεί περιορισμούς στην ελευθερία.

Τέλος, η έβδομη διαφορά, σύμφωνα πάντα με τον Χικς, αφορά τη στάση κάθε «φεμινισμού» ως προς την πορνογραφία. Ο φιλελεύθερος φεμινισμός απορρίπτει τη λογοκρισία, προτάσσοντας την ελευθερία της προσωπικής επιλογής, ενώ ο μεταμοντέρνος φεμινισμός επιδιώκει ενεργά τη λογοκρισία, με το επιχείρημα ότι η πορνογραφία είναι μορφή καταπίεσης κατά των γυναικών.

Σε μια περίοδο που η πολιτική ορθότητα βρίσκεται σε μαζική υποχώρηση, είναι χρέος μας να αναλύσουμε και να αντιπαρατεθούμε για αυτά τα ζητήματα. Αν θέλουμε μια κοινωνία ελευθερίας και υπευθυνότητας, πρέπει να επιλέξουμε τον φιλελεύθερο δρόμο. Αν όχι, τότε θα παραδοθούμε στην κρατική παρεμβατικότητα και στον περιορισμό των ελευθεριών μας, πάντα στο όνομα της προστασίας μας από έναν αόριστο «εχθρό».