Πριν από λίγα χρόνια, θα έμοιαζε αδιανόητο: όλοι οι μεγάλοι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης αναβαθμίζουν την Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα (Baa3) και μάλιστα με «σταθερές» προοπτικές. Ωστόσο, στις 14 Μαρτίου, η Moody’s έγινε ο τελευταίος οίκος αξιολόγησης που ανέβασε τη χώρα μας από Ba1 σε Baa3, σημειοδοτώντας την επίτευξη του μεγαλύτερου οικονομικού στοιχήματος των τελευταίων ετών. Τι κρύβεται πίσω απ’ αυτή τη θετική εξέλιξη; Και, κυρίως, πώς μεταφράζεται σε όρους πραγματικής οικονομίας για τον μέσο Έλληνα;
Η Moody’s αναφέρει τρεις κεντρικούς λόγους που την οδήγησαν σε αυτή τη σημαντική κίνηση:
(α) Βελτίωση στα δημόσια οικονομικά: Στην επίσημη αναφορά αναφέρουν ότι τα δημόσια έσοδα ξεπέρασαν τις αρχικές προσδοκίες. Δύο γεγονότα το επιβεβαιώνουν: η ενίσχυση των φορολογικών εσόδων μέσω ψηφιακών μεταρρυθμίσεων (μείωση φοροδιαφυγής και αποφυγής ΦΠΑ) και η διατήρηση της δημοσιονομικής «πειθαρχίας», με τη χώρα να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα γύρω στο 2-2,5% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα. Σημαντικό είναι ότι, μέχρι το τέλος του 2024, η Ελλάδα αποπλήρωσε πρόωρα 7,9 δισ. ευρώ από το διακρατικό της δάνειο (Greek Loan Facility), προαναγγέλλοντας άλλο 1 γύρο πρόωρης εξόφλησης 5 δισ. για το 2025. Όλα αυτά ρίχνουν το λόγο χρέους/ΑΕΠ σε ~156% (2024) και σε ~148% (2025). Για ένα κράτος που έφτασε στο 200% χρέους/ΑΕΠ εν μέσω κρίσης, πρόκειται για σημαντική υποχώρηση.
(β) Καλύτερες τράπεζες: Η Moody’s επισημαίνει ότι η μεγάλη «διαρροή» των κόκκινων δανείων από τους τραπεζικούς ισολογισμούς μέσω πωλήσεων και τιτλοποιήσεων (σχέδιο Ηρακλής) βελτίωσε την υγεία του τραπεζικού συστήματος. Αν και το 2.9% των NPL (μη εξυπηρετούμενων δάνειων) παραμένει πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, απέχουμε έτη φωτός από το παλιό εφιαλτικό 45%+. Αυτό σημαίνει λιγότερο ρίσκο για το Δημόσιο, που δε φοβάται νέο γύρο «τραπεζικής» διάσωσης και μεγαλύτερη υγεία για τις τράπεζές μας, που ιδανικά αποτελούν τα γρανάζια της οικονομικής ανάπτυξης και των επενδύσεων.
(γ) Πιο στιβαρός θεσμικός κορμός: Η χώρα δε βρίσκεται πλέον υπό Ενισχυμένη Εποπτεία παρότι, βέβαια, φέρει ακόμα αρκετές από τις πληγές του παρελθόντος με μέρος των θεσμικών αδυναμιών του. Ωστόσο, στη Moody’s βλέπουν «σταθερό πολιτικό περιβάλλον» και επέκταση μεταρρυθμίσεων χάρη στη δυναμική του Ταμείου Ανάκαμψης (RRF). Αν και προειδοποιούν ότι η ολοκλήρωση μεγάλων διαρθρωτικών αλλαγών θα αργήσει, θεωρούν ότι οι σημερινοί ρυθμοί μετασχηματισμού αρκούν ώστε να στηρίξουν το «καλό» σενάριο.
Το άμεσο πρακτικό όφελος είναι η πτώση του κόστους δανεισμού. Με την Ελλάδα πλέον πλήρως ενταγμένη στην επενδυτική βαθμίδα, οι επενδυτές βλέπουν λιγότερο ρίσκο στα ομόλογα. Αυτό μεταφράζεται σε χαμηλότερα επιτόκια—καλύτερες συνθήκες έκδοσης χρέους για το κράτος και, αναλογικά, για τον ιδιωτικό τομέα. Οι τράπεζες μπορούν να δανείζονται φθηνότερα και, δυνητικά, να μεταφέρουν αυτό το όφελος σε επιτόκια επιχειρηματικών και στεγαστικών δανείων. Το να είσαι «Baa3» ανοίγει την πόρτα σε επενδυτικά κεφάλαια-πολλά εκ των οποίων δεν επιτρεπόταν να αγοράσουν ομόλογα «κάτω από την επενδυτική βαθμίδα».
Για τον μέσο εργαζόμενο, όλα αυτά σηματοδοτούν μια πιο «υγιή» ελληνική οικονομία με μεγαλύτερη σταθερότητα: εταιρείες που έχουν πρόσβαση σε φθηνό χρήμα είναι πιθανότερο να επεκταθούν ή να αναβαθμιστούν, πιο δραστήριες τράπεζες που δε «τρεκλίζουν» σε κάθε κρίση, μεταφράζονται σε περισσότερα επιχειρηματικά πλάνα με πρόσβαση σε κεφάλαια και καλύτεροι όροι δανεισμού για τους δανειολήπτες. Φυσικά, η επενδυτική βαθμίδα δεν είναι η θεραπεία για κάθε ασθένεια της οικονομίας. Δε θα εξαφανίσει την ακρίβεια ή την ανεργία ως δια μαγείας, αλλά ίσως μας απαλλάξει από τις ξαφνικές «τραπεζικές αναταράξεις» του παρελθόντος.
Παρά τη θετική αξιολόγηση, η Moody’s τονίζει πως το χρέος μας, αν και πέφτει, παραμένει από τα πιο υψηλά στον κόσμο. Επιπλέον, οι δομικές αδυναμίες (υψηλή ανεργία, χαμηλή ανταγωνιστικότητα, προβληματική Δικαιοσύνη) δεν εξαφανίζονται εν μια νυκτί. Αν η κυβέρνηση αδρανήσει, ή ακόμα χειρότερα επικρατήσει ο ανερχόμενος λαϊκισμός της αντιπολίτευσης, υπάρχει ο φόβος να επιστρέψουμε σε δημοσιονομικές χαλαρώσεις που θα «κάψουν» τη φήμη μας για ακόμα μια φορά. Αυτό σημαίνει ότι η πολιτική βούληση πρέπει να παραμείνει ισχυρή: περαιτέρω μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης, και αναπτυξιακές πολιτικές δεν είναι απλώς «ευρωπαϊκές επιταγές» αλλά όπλα για να ανέβουμε και το επόμενο σκαλοπάτι στις αξιολογήσεις.
Η αναβάθμιση από τη Moody’s αναμφισβήτητα αποτελεί ψήφο εμπιστοσύνης στην Ελλάδα. Δεν είναι όμως «κάρτα ελευθέρας» για επιστροφή σε παλιές πρακτικές. Στην πράξη, μάς δίνει χρόνο και φθηνότερη πρόσβαση σε χρήμα για επενδύσεις-αλλά υπό όρους: διατήρηση αυστηρών πλεονασμάτων, ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, ολοκλήρωση των δικαστικών και διοικητικών βελτιώσεων, κι απελευθέρωση της αγοράς από ό,τι πνίγει την παραγωγικότητα. Για τον μέσο πολίτη, σημαίνει πιθανόν δάνεια με χαμηλότερα επιτόκια, άνοδο σε ιδιωτικές επενδύσεις, και -αν όλα πάνε καλά- περισσότερες ευκαιρίες εργασίας. Είμαστε, λοιπόν, μπροστά σ’ ένα κρίσιμο σταυροδρόμι: είτε αξιοποιούμε αυτήν την άνοδο για να διορθώσουμε, επιτέλους, τις διαχρονικές αδυναμίες μας, είτε αφήνουμε το momentum ανεκμετάλλευτο, ρισκάροντας μια υποβάθμιση στο μέλλον.