Η συζήτηση γύρω από τους νόμους περί ταυτοποίησης ψηφοφόρων (Voter ID laws) στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι ένα από τα πιο πολωτικά θέματα στην αμερικανική πολιτική σκηνή. Η απαίτηση για την παρουσίαση ταυτότητας με φωτογραφία κατά την ψηφοφορία εμφανίστηκε ως μια προσπάθεια να διασφαλιστεί η ακεραιότητα των εκλογών και να αποτραπούν περιπτώσεις εκλογικής απάτης. Ωστόσο, η πολιτικοποίηση του ζητήματος, ιδιαίτερα από το Δημοκρατικό Κόμμα, το έχει μετατρέψει σε έναν διαρκή πολιτικό πόλεμο για το ποιος ελέγχει την εκλογική διαδικασία.
Από τη σκοπιά των Δημοκρατικών, η εφαρμογή των νόμων για την ταυτοποίηση ψηφοφόρων θεωρείται ως μια προσπάθεια καταπίεσης μειονοτικών ψηφοφόρων και περιθωριοποιημένων κοινωνικών ομάδων. Οι Δημοκρατικοί ισχυρίζονται ότι οι νόμοι αυτοί περιορίζουν τη συμμετοχή ανθρώπων που είναι λιγότερο πιθανό να έχουν πρόσβαση σε έγκυρα έγγραφα ταυτότητας, όπως άτομα χαμηλού εισοδήματος, ηλικιωμένοι και κυρίως άτομα από μειονοτικές φυλετικές ομάδες. Σύμφωνα με αυτό το επιχείρημα, οι Voter ID laws στοχεύουν άμεσα σε ψηφοφόρους των Δημοκρατικών, μειώνοντας τις πιθανότητες επιτυχίας τους στις εκλογές.
Από την πλευρά των Ρεπουμπλικανών, οι νόμοι για την ταυτοποίηση ψηφοφόρων θεωρούνται απαραίτητοι για τη διασφάλιση της ακεραιότητας των εκλογών. Οι Ρεπουμπλικανοί υποστηρίζουν ότι η απαίτηση να προσκομίζεται κάποιου είδους ταυτότητα με φωτογραφία κατά την ψηφοφορία είναι ένα κοινό λογικό βήμα για να διασφαλιστεί ότι ο κάθε ψηφοφόρος είναι αυτός που λέει ότι είναι. Θεωρούν ότι η αντίσταση των Δημοκρατικών στους Voter ID laws δείχνει μια έλλειψη διαφάνειας και την πρόθεση να επιτρέπεται ή να μην μπορεί να διασταυρωθεί η εκλογική απάτη, κάτι που πλήττει την εμπιστοσύνη των πολιτών στη διαδικασία.
Η αντίθεση στους Δημοκρατικούς σε αυτό το θέμα είναι αναγκαία, διότι οι εκλογές πρέπει να είναι αδιάβλητες και διαφανείς. Το παλιό ρητό λέει ότι «η γυναίκα του Καίσαρα δεν πρέπει μόνο να είναι τίμια, αλλά να φαίνεται κιόλας». Το ίδιο ισχύει και για την εκλογική διαδικασία. Πρέπει να είναι απολύτως ξεκάθαρο σε όλους ότι οι ψήφοι καταγράφονται σωστά και ότι η εκλογική διαδικασία δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Οι Δημοκρατικοί συχνά επικαλούνται φυλετικά επιχειρήματα για να υποστηρίξουν την αντίθεσή τους στους Voter ID laws, κατηγορώντας τους αντιπάλους τους για ρατσισμό. Όμως, το να ισχυρίζονται ότι οι άνθρωποι των μειονοτήτων δεν μπορούν να αποκτήσουν έγκυρες ταυτότητες είναι μια μορφή αντίστροφου ρατσισμού. Επί της ουσίας, αυτή η στάση υπονοεί ότι οι άνθρωποι των μειονοτήτων είναι ανίκανοι να διαχειριστούν απλές διοικητικές διαδικασίες όπως η απόκτηση ταυτότητας, κάτι που είναι προσβλητικό και υποτιμητικό.
Στην Ελλάδα, μια χώρα με ισχυρούς δημοκρατικούς θεσμούς, θα φαινόταν αδιανόητο κάποιος να μπορεί να ψηφίσει χωρίς να προσκομίσει μία φωτογραφική ταυτότητα. Η διαδικασία ψηφοφορίας εδώ απαιτεί πάντα την παρουσίαση αστυνομικής ταυτότητας ή άλλου αναγνωρισμένου εγγράφου, και αυτό θεωρείται ως ένα βασικό μέτρο για τη διασφάλιση της εγκυρότητας των εκλογών. Φανταστείτε πόσο παράλογο θα φαινόταν, αν κάποιος πρότεινε την κατάργηση αυτής της απαίτησης, επειδή οι φτωχοί δεν έχουν αρκετά χρήματα για να πληρώσουν το αντίτιμο της έκδοσης της αστυνομικής ταυτότητας.
Για να δείξουμε πόσο ακραία μπορεί να γίνει αυτή η συζήτηση, ας αναφέρουμε ότι πριν λίγες μέρες η πολιτεία της Καλιφόρνια, που αποτελεί άνδρο των δημοκρατικών εδώ και δεκαετίες, αποφάσισε πρόσφατα να απαγορεύσει πλήρως στις τοπικές αυτοδιοικήσεις οποιαδήποτε απόφαση που θα απαιτούσε την ταυτοποίηση ψηφοφόρων. Στην Καλιφόρνια, σύμφωνα με τις οδηγίες της πολιτείας, «στις περισσότερες περιπτώσεις, κανένας ψηφοφόρος δεν είναι υποχρεωμένος να υποδείξει οποιασδήποτε μορφής ταυτότητας στα εκλογικά κέντρα προτού ψηφίσει». Αυτή η προσέγγιση αποδεικνύει πόσο μακριά είναι διατεθειμένοι να φτάσουν οι Δημοκρατικοί για να αποφύγουν κάθε μορφή ταυτοποίησης, καταργώντας ένα από τα πιο βασικά στοιχεία μιας ασφαλούς και αξιόπιστης εκλογικής διαδικασίας.
Η διαφάνεια στις εκλογές είναι το θεμέλιο της δημοκρατίας. Η έλλειψή της μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες, όπως είδαμε με την αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος από τον Ντόναλντ Τραμπ το 2020. Η άρνηση του εκλογικού αποτελέσματος και οι ισχυρισμοί περί εκλογικής νοθείας πυροδότησαν την εισβολή στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021, ένα γεγονός που συγκλόνισε τις ΗΠΑ και απείλησε τη σταθερότητα της ισχυρότερης δημοκρατίας του πλανήτη. Όταν η εκλογική διαδικασία δεν είναι ξεκάθαρη και αδιάβλητη, τα αποτελέσματα μπορούν να αμφισβητηθούν από οποιονδήποτε, και οι συνέπειες μπορεί να είναι καταστροφικές για κάθε δημοκρατία. Για ότι προκύψει από εδώ και πέρα, η θεσμική ευθύνη ανήκει αποκλειστικά στο δημοκρατικό κόμμα και τον λυσσαλέο αγώνα του κατά της εκλογικής διαφάνειας.