Η Ελλάδα και η Ευρώπη πρέπει να εγκαταλείψουν τους νόμους περί ρητορικής μίσους

Η ελευθερία του λόγου είναι ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της δημοκρατίας. Χωρίς αυτήν, οι κοινωνίες κινδυνεύουν να διολισθήσουν σε αυταρχισμό, ακόμα κι αν αυτός έρχεται ντυμένος με τον μανδύα του προοδευτισμού. Στην Ευρώπη, όμως, οι νόμοι περί ρητορικής μίσους υπονομεύουν την ελευθερία αυτή, μετατρέποντας την έκφραση σε ένα επικίνδυνο πεδίο παρεμβάσεων και καταστολής.

Στη Βρετανία, οι περιπτώσεις ανθρώπων που διώκονται λόγω αναρτήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πολλαπλασιάζονται. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που βρίσκονται αντιμέτωποι με τη δικαιοσύνη ή ακόμα και στη φυλακή λόγω σχολίων ή αναρτήσεων που θεωρούνται προσβλητικές. Στην Ελλάδα, το προ-πενταετίας παράδειγμα της Σώτης Τριανταφύλλου είναι χαρακτηριστικό. Η συγγραφέας οδηγήθηκε στα δικαστήρια επειδή σε ένα άρθρο της ανέφερε μια φράση που λανθασμένα αποδόθηκε στον Μάρκο Πόλο και σχολίαζε το θέμα του Ισλάμ και της βίας. Η φράση κρίθηκε από κάποιους ως «ισλαμοφοβική» και η συγγραφέας κατηγορήθηκε για ρητορική μίσους. Παρότι τελικά αθωώθηκε, η ίδια η διαδικασία ήταν ένα μήνυμα ότι ο καθένας μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπος με τη δικαιοσύνη επειδή εξέφρασε μια άποψη.

Όπως έχει πει ο Jordan Peterson, «για να μιλήσεις ελεύθερα, πρέπει να ρισκάρεις να προσβάλλεις». Η ουσία της ελευθερίας του λόγου δεν είναι να προστατεύει μόνο τις απόψεις που είναι δημοφιλείς ή αποδεκτές, αλλά και εκείνες που είναι αιχμηρές, προκλητικές ή ακόμα και ενοχλητικές. Σε μια δημοκρατική κοινωνία, η ανοιχτή συζήτηση είναι ο τρόπος με τον οποίο οι ιδέες εξετάζονται, βελτιώνονται ή απορρίπτονται. Οι νόμοι περί ρητορικής μίσους, αντίθετα, προσπαθούν να αποστειρώσουν τον δημόσιο λόγο. Με το να αντιμετωπίζεται η έκφραση ως πιθανή μορφή βίας, δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος αυτολογοκρισίας.

Μιας και η συζήτηση περί woke κουλτούρας είναι επίκαιρη στη χώρα μας, καλό θα ήταν να συνειδητοποιήσουμε ότι οι νόμοι περί ρητορικής μίσους είναι η κερκόπορτα για μια πιο βαθιά διείσδυση της woke ατζέντας και του προοδευτικού αυταρχισμού. Και οι δύο στηρίζονται σε μια φιλοσοφία που επιχειρεί να εξισώσει την προσβολή με τη φυσική βία, δικαιολογώντας εξαιρετικά αυστηρά αντίποινα. Η λογική αυτή έχει επιτρέψει στο ακτιβιστικό κίνημα να απαιτεί τη φίμωση και την αποβολή οποιουδήποτε τολμά να εκφράσει μια άποψη που θεωρείται αντίθετη προς την κυρίαρχη αφήγηση.

Η προσβολή ή η διαφωνία μεταφράζονται σε «επίθεση», ενώ η λεκτική έκφραση αποκτά χαρακτηριστικά «εγκλήματος». Η νομιμοποίηση αυτής της αντίληψης οδηγεί σε μια κοινωνία όπου ο φόβος κυριαρχεί. Όσοι βρίσκονται σε θέσεις ισχύος -είτε πολιτικές, είτε πολιτιστικές- μπορούν να χρησιμοποιούν τους νόμους αυτούς για να φιμώσουν πολιτικούς αντιπάλους ή να καταπνίξουν απόψεις που τους είναι δυσάρεστες. Έτσι, η φιλελεύθερη δημοκρατία, η οποία στηρίζεται στην ελεύθερη ανταλλαγή ιδεών, κινδυνεύει να αντικατασταθεί από έναν αυταρχικό προοδευτισμό.

Η Ελλάδα και η Ευρώπη πρέπει να απορρίψουν αυτή την πορεία προτού να είναι αργά. Οι νόμοι περί ρητορικής μίσους δεν προστατεύουν τη δημοκρατία· την υπονομεύουν. Πρέπει να εμπεδώσουμε ότι αφού ο καθένας μας μπορεί να θιχτεί από οτιδήποτε, είναι αδύνατον να θεωρήσουμε ότι κάποιοι από εμάς έχουν δικαίωμα στο να μη θίγονται. Αντί να διώκουμε την έκφραση, πρέπει να ενισχύσουμε τη συζήτηση και την παιδεία, ώστε οι πολίτες να μπορούν να αντιμετωπίζουν τις απόψεις με τις οποίες διαφωνούν με λογική και επιχειρήματα, όχι με λογοκρισία.

Η ελευθερία του λόγου δεν είναι μόνο ένα δικαίωμα. Είναι η βάση πάνω στην οποία στηρίζεται κάθε άλλη ελευθερία. Αν την εγκαταλείψουμε, χάνουμε κάτι θεμελιώδες από αυτό που μας κάνει δημοκρατικούς και ελεύθερους. Και αυτό είναι ένα τίμημα που δεν μπορούμε να πληρώσουμε.