Η επιστολή Μητσοτάκη προς Φον ντερ Λάιεν: Ένα θαρραλέο βήμα προς την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα

Η πρόσφατη επιστολή του Έλληνα πρωθυπουργού προς την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, αποτελεί μια εύγλωττη υπενθύμιση ότι η Ευρώπη βρίσκεται σε κομβικό σημείο όσον αφορά την ενεργειακή της πολιτική. Οι παλινωδίες, οι υπερβολικές ρυθμίσεις και η έλλειψη συντονισμού μεταξύ των κρατών-μελών έχουν εκτοξεύσει τις τιμές της ενέργειας, οδηγώντας πολλές επιχειρήσεις και νοικοκυριά σε δυσχερή θέση.

Από το κείμενο της επιστολής, βλέπουμε ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιμένει σε ένα στρατηγικό και εξαιρετικά κρίσιμο ζήτημα: την ολοκλήρωση της ενιαίας ενεργειακής αγοράς. Δυστυχώς, και μόνο το γεγονός ότι η χώρα μας αναγκάζεται να ζητήσει κάτι τόσο αυτονόητο επιβεβαιώνει πως το ευρωπαϊκό οικοδόμημα πάσχει σε βασικά του αντανακλαστικά. Οι υπέρογκες διαφορές στις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ κρατών-μελών καταδεικνύουν έλλειψη ολοκλήρωσης και εγγενείς στρεβλώσεις σε μια «Ενιαία Αγορά» που τελικά δεν είναι τόσο ενιαία.

Η επιστολή αναδεικνύει τρεις βασικούς άξονες: την ηλεκτρική ενέργεια, το φυσικό αέριο και τις εκπομπές ρύπων. Σε όλα αυτά, το πρόβλημα είναι εν πολλοίς ρυθμιστικό. Υπό την πίεση αριστερόστροφων ιδεολογικών εμμονών, οι Βρυξέλλες έχουν δημιουργήσει έναν λαβύρινθο από υπερβολικές οδηγίες και κανόνες. Αντί η αγορά να λειτουργεί ελεύθερα και να αναπτύσσει τις απαραίτητες επενδύσεις, «μπουκώνει» από φραγμούς, επιδοτήσεις, πλαφόν και χειρουργικές παρεμβάσεις που, τελικά, αλλοιώνουν τα πραγματικά κίνητρα της προσφοράς και της ζήτησης.

Ο πρωθυπουργός θέτει ως προτεραιότητα την ενίσχυση της ενοποίησης της αγοράς ρεύματος, ώστε να αποφύγουμε την τραγελαφική εικόνα μιας χώρας με εξωφρενικές τιμές και μιας άλλης με μηδενικές την ίδια στιγμή. Ο βαθμός στον οποίο αυτή η ιδέα αποτελεί πολιτικό «εφιάλτη» είναι τεράστιος, διότι απαιτεί κοινά συμφέροντα, κοινές υποδομές και, κυρίως, λιγότερα προσκόμματα στα εθνικά σύνορα. Οι ευρωπαϊκές οικονομίες πρέπει να μοιράζονται ανταγωνιστικές τιμές — κάτι που στον κόσμο της αγοράς θεωρείται απολύτως φυσιολογικό, αλλά στην ευρωπαϊκή υπερ-γραφειοκρατία παρουσιάζεται μονίμως ως «δύσκολος στόχος».

Η προσπάθεια για κοινή διαπραγμάτευση και μακροπρόθεσμες συμφωνίες με διεθνείς προμηθευτές φυσικού αερίου είναι ζωτικής σημασίας. Ο πρωθυπουργός υπογραμμίζει ότι, τουλάχιστον για τις επόμενες δύο δεκαετίες, το φυσικό αέριο θα παραμένει αναντικατάστατο καύσιμο-γέφυρα. Όσο κι αν το «οικολογικό ιερατείο» ονειρεύεται άμεσα άλματα σε 100% ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η πραγματικότητα επιτάσσει σταθερές πηγές ενέργειας για να μην καταρρεύσει η οικονομία. Το ότι αυτή η θέση παρουσιάζεται ως «αιρετική» αποκαλύπτει πόσο επικίνδυνες έχουν γίνει οι ακραίες φωνές της «οικολογικής ουτοπίας».

Η πρόταση του πρωθυπουργού για μια πιο ευέλικτη ρύθμιση των εκπομπών, με έμφαση σε έναν κεντρικό στόχο και ελευθερία στα κράτη-μέλη για το πώς θα τον επιτύχουν, αναδεικνύει ακριβώς αυτό που λείπει από την Ευρώπη: η αρχή της (τεχνολογικής εν προκειμένω) ουδετερότητας και της αποκέντρωσης. Είναι καιρός να τελειώσουν οι ιδεολογικές αγκυλώσεις που αποκλείουν a priori διάφορες τεχνολογίες ή τα περιθώρια για την ανάπτυξη νέων λύσεων. Ο κεντρικός στόχος θα πρέπει να είναι ένας και μόνο: η μείωση των ρύπων στο χαμηλότερο δυνατό κόστος, χωρίς να στραγγαλίζονται τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις. 

Σε τελική ανάλυση, η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία συχνά αδιαφορεί για τη δυναμική της ελεύθερης αγοράς. Αυτό που προτείνει ο πρωθυπουργός είναι, ούτε λίγο ούτε πολύ, περισσότερη οικονομική ελευθερία και συνεργασία, λιγότερες ρυθμίσεις, και μια προσήλωση σε απλούστερους κανόνες που αξιοποιούν τις δυνάμεις της αγοράς. Για να γίνει αυτό, χρειάζεται πολιτική βούληση ικανή να αντισταθεί στις σειρήνες του παρεμβατισμού, του κρατισμού και της αριστερόστροφης ρητορικής που δαιμονοποιεί την επιχειρηματικότητα.

Ας ελπίσουμε ότι η πρόεδρος Φον ντερ Λάιεν θα «ακούσει» το πνεύμα της επιστολής. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα καταφέρει ποτέ να πετύχει την περιβόητη «πράσινη μετάβαση», αν συνεχίσει να φρενάρει τις επενδύσεις και να τσακίζει τους φορολογούμενους με αχρείαστες επιβαρύνσεις. Το ζητούμενο δεν είναι να μετατρέψουμε την Ευρώπη σε μία απέραντη ζώνη κρατικών επιδοτήσεων, αλλά σε έναν δυναμικό χώρο ανταγωνισμού, που προσφέρει ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού σε λογικές τιμές και, ταυτόχρονα, επενδύει νηφάλια στις μελλοντικές τεχνολογίες.