Το πιο πρόσφατο «πολυνομοσχέδιο» που ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 25 Φεβρουαρίου επιχειρεί να απαντήσει σε ένα δίλημμα που για καιρό ταλανίζει την Ένωση: πώς θα πετύχει στροφή προς τη βιωσιμότητα χωρίς να πνίγει στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Μετά από σειρά καταγγελιών περί υπερβολικής γραφειοκρατίας, η Επιτροπή βάζει στο στόχαστρο ορισμένες από τις πιο γραφειοκρατικά επιβλαβείς οδηγίες—από το Corporate Sustainability Reporting Directive (CSRD) μέχρι το Carbon Border Adjustment Mechanism (CBAM)—για να τις απλοποιήσει και να μειώσει το κόστος συμμόρφωσης, κυρίως για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Άλλωστε, ο ίδιος ο Μάριο Ντράγκι, με την πρόσφατη Έκθεσή του για την ανταγωνιστικότητα, είχε προειδοποιήσει ότι η ευρωπαϊκή οικονομία θα συνεχίσει να χάνει έδαφος αν δεν τα καταφέρει σε δύο μέτωπα: βιωσιμότητα και ανάπτυξη. Το νέο «πακέτο» της Επιτροπής, λοιπόν, δηλώνει πως η ΕΕ «αλλάζει ρότα»—αλλά μήπως είναι ήδη καθυστερημένη αυτή η αφύπνιση;
Το αποκαλούμενο «πολυνομοσχέδιο» είναι μια δέσμη απλοποιήσεων σε μια σειρά από ισχύουσες ρυθμίσεις που άπτονται της βιωσιμότητας και των επενδύσεων: η οδηγία CSRD (σχετικά με τις αναφορές εταιρικής βιωσιμότητας), η CSDDD (για την εταιρική βιωσιμότητα), ο μηχανισμός CBAM (για τα εισαγόμενα προϊόντα υψηλού ανθρακικού αποτυπώματος) και ο κανονισμός InvestEU. Όπως λέει η Επιτροπή, στόχος είναι να «απλοποιήσει» και να «μειώσει το βάρος»—ειδικά για τις επιχειρήσεις κάτω των 1.000 εργαζομένων. Για παράδειγμα, αναβάλλει την υποχρέωση αναφοράς δεδομένων βιωσιμότητας για μικρότερες οντότητες, μειώνει τις συχνότητες υποβολής εκθέσεων, δίνει προαιρετικά πρότυπα αντί για υποχρεωτικά και θέτει όριο μεγέθους για την εφαρμογή ορισμένων κανόνων. Με αυτόν τον τρόπο, φιλοδοξεί να εξοικονομήσει δισεκατομμύρια ευρώ σε διοικητικό κόστος από την ευρωπαϊκή αγορά. Αλλά γιατί τώρα; Πρώτον, η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με τη ραγδαία άνοδο ανταγωνιστικών κέντρων όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα· δεύτερον, τα ίδια τα ευρωπαϊκά λόμπι επιχειρήσεων φώναζαν ότι η συσσώρευση κανόνων περί βιωσιμότητας καταντά αβάσταχτη. Σε ένα κλίμα που έχει αρχίσει ήδη να αμφισβητεί ολόκληρο το «Green Deal», η Επιτροπή επιχειρεί συμβιβαστική λύση.
Η αλήθεια είναι ότι η ΕΕ μέχρι σήμερα συχνά εφάρμοζε κανόνες με επίκεντρο τη μεγαλύτερη δυνατή «πράσινη φιλοδοξία» χωρίς να υπολογίζει επαρκώς τη γραφειοκρατική επιβάρυνση. Τώρα, το πολυνομοσχέδιο μοιάζει με αργοπορημένη παραδοχή: η βιωσιμότητα θα πετύχει μόνο αν δεν πνίγει τις επιχειρήσεις. Για παράδειγμα, η αρχική πρόθεση του CSRD να αναγκάσει και μεσαίες επιχειρήσεις σε εξαντλητική αναφορά βιωσιμότητας σήκωσε κύμα αντιδράσεων—και τώρα ο πήχης ανεβαίνει στις 1.000 θέσεις εργασίας. Ωστόσο, η καθυστέρηση δύο-τριών χρόνων επιβολής κανόνων δεν αλλάζει το γενικό αίσθημα: οι ευρωπαϊκές εταιρείες έχουν ήδη δαπανήσει σημαντικά ποσά για συμβουλευτικές υπηρεσίες, νομικά κόστη και λογιστικά λογισμικά βιωσιμότητας. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη τις καθυστερήσεις, γεννιέται το ερώτημα: είναι αυτό το «δώρο» αρκετό για να αντισταθμίσει τη γραφειοκρατική κόπωση και την έλλειψη εμπιστοσύνης στο ευρωπαϊκό ρυθμιστικό περιβάλλον;
Ο βαθμός «ρήξης» που θα φέρει το πολυνομοσχέδιο εξαρτάται όμως και από την πολιτική βούληση των ηγετών. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η εικόνα είναι πιο άμεση και πιεστική. Οι εξαγγελίες της Επιτροπής περί μείωσης 25% της διοικητικής επιβάρυνσης (έως 35% για τις ΜμΕ) θα μπορούσαν να λειτουργήσουν σαν «καύσιμο» και για μια τολμηρή φιλελεύθερη στροφή στη χώρα. Η παρούσα κυβέρνηση, παρά τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις που έχει ήδη εφαρμόσει, δεν έχει κατορθώσει ακόμα να απαλύνει πολίτες και επιχειρηματίες από το βραχνά της γραφειοκρατίας. Το κλίμα για τέτοιου είδους πρωτοβουλίες θα είναι εξαιρετικό τους επόμενους μήνες σε ολόκληρη την ήπειρο.
Εν τέλει, το «πολυνομοσχέδιο» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στέλνει ένα καθυστερημένο αλλά ευπρόσδεκτο μήνυμα: η ΕΕ προσαρμόζεται, επιδιώκοντας σύνθεση μεταξύ πράσινων στόχων και επιχειρηματικής ευελιξίας. Ωστόσο, η ενδεχόμενη επιτυχία θα εξαρτηθεί από την ειλικρίνεια και την αποφασιστικότητα με την οποία κάθε χώρα—και ιδίως η δική μας—θα το ενσωματώσει. Είναι μια από τις τελευταίες ευκαιρίες για να βγούμε από το τέλμα της διαρκούς καχυποψίας, της γραφειοκρατικής μέγγενης και του οικονομικού μαρασμού. Οι αλλαγές, αν επιχειρηθούν με ασθενή πολιτική βούληση, θα υπονομευτούν από τις ίδιες τις εγχώριες αδράνειες.