Η απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να καταργήσει το αμερικανικό υπουργείο Παιδείας προκάλεσε έντονες αντιδράσεις διεθνώς, και στην Ελλάδα παρουσιάστηκε περίπου ως μια κίνηση «ακραίου συντηρητισμού». Ωστόσο, όπως συχνά συμβαίνει με τέτοιες αποφάσεις, η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σύνθετη, πολύ πιο ενδιαφέρουσα, και σίγουρα λιγότερο «εξτρεμιστική» από τις εντυπώσεις που δημιουργούν τα πρωτοσέλιδα.
Η κατάργηση του υπουργείου Παιδείας στις ΗΠΑ δεν είναι μια αυθαίρετη ιδέα. Πρόκειται για πάγια θέση κλασικών φιλελεύθερων και συντηρητικών διανοητών και πολιτικών, όπως ο Μίλτον Φρίντμαν, ο Ρόναλντ Ρέιγκαν, η οικονομολόγος Βερονίκ ντε Ρουγί, και το γνωστό φιλελεύθερο ινστιτούτο Cato. Οι υποστηρικτές της ιδέας αυτής θεωρούν ότι το υπουργείο Παιδείας είναι μια περιττή και αναποτελεσματική γραφειοκρατία, που απέτυχε συστηματικά να βελτιώσει την εκπαίδευση των μαθητών, παρά τις τεράστιες δαπάνες που πραγματοποιεί κάθε χρόνο.
Το αμερικανικό υπουργείο Παιδείας δημιουργήθηκε μόλις το 1979, επί προεδρίας Κάρτερ. Μέχρι τότε, η εκπαίδευση θεωρούνταν ζήτημα αποκλειστικής αρμοδιότητας των πολιτειών και των τοπικών κοινοτήτων, όπως ακριβώς ορίζει και το Αμερικανικό Σύνταμα. Η δημιουργία του υπουργείου δε συνδέθηκε ποτέ με κάποια εμφανή βελτίωση στην ποιότητα της εκπαίδευσης. Αντίθετα, οι δείκτες επιδόσεων των Αμερικανών μαθητών παραμένουν στάσιμοι ή και χειρότεροι σήμερα, συγκριτικά με τις επιδόσεις πριν την ίδρυση του υπουργείου.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της αναποτελεσματικότητας του υπουργείου Παιδείας παρουσιάστηκε πρόσφατα σε άρθρο της Daily News: Παρά τις δαπάνες ύψους εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων κάθε χρόνο, οι επιδόσεις των Αμερικανών μαθητών στα μαθηματικά και την ανάγνωση έχουν επιδεινωθεί σταθερά τις τελευταίες δεκαετίες. Την ίδια στιγμή, τα διοικητικά έξοδα του υπουργείου αυξάνονται συνεχώς, απορροφώντας πολύτιμους πόρους που θα μπορούσαν να διατεθούν απευθείας στα σχολεία, στους μαθητές και στους εκπαιδευτικούς.
Επιπλέον, το αμερικανικό υπουργείο Παιδείας δεν έχει τον κεντρικό ρόλο που ενδεχομένως φαντάζονται πολλοί. Το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού του (περίπου 71%) αφορά υποτροφίες και δάνεια για πανεπιστημιακές σπουδές-δηλαδή, οικονομική ενίσχυση προς τους φοιτητές. Ένα άλλο 25% πηγαίνει σε προγράμματα στήριξης σχολείων που εξυπηρετούν μειονεκτούντες μαθητές και μαθητές με αναπηρίες. Με άλλα λόγια, το υπουργείο δεν καθορίζει άμεσα το περιεχόμενο ή τη μορφή των μαθημάτων. Αντίθετα, ο ρόλος του περιορίζεται σε οικονομική υποστήριξη, συλλογή δεδομένων και διασφάλιση δικαιωμάτων. Αυτό σημαίνει ότι η κατάργηση δε θα προκαλέσει «χάος» στα σχολεία, ούτε θα σταματήσει να λειτουργεί το εκπαιδευτικό σύστημα. Το αντίθετο μάλιστα: ενδέχεται να ενισχύσει τον ρόλο των πολιτειών, που γνωρίζουν καλύτερα τις ανάγκες των μαθητών τους.
Η απόφαση του Τραμπ, λοιπόν, πρέπει να κριθεί με βάση τις αμερικανικές συνθήκες και τη φιλοσοφία του ομοσπονδιακού συστήματος των ΗΠΑ. Στην πραγματικότητα, αποτελεί μια λογική επαναφορά της εκπαίδευσης στο τοπικό επίπεδο-εκεί όπου ανήκει ιστορικά και συνταγματικά. Άλλωστε, οι πολιτείες γνωρίζουν καλύτερα τις ανάγκες των μαθητών τους και έχουν μεγαλύτερο κίνητρο να αξιοποιήσουν αποτελεσματικά τους διαθέσιμους πόρους.
Φυσικά, η κατάργηση ενός υπουργείου δεν αποτελεί από μόνη της πανάκεια. Θα χρειαστούν προσεκτικές μεταβατικές διαδικασίες, ώστε να διασφαλιστεί η ομαλή συνέχιση των βασικών υπηρεσιών που προσφέρει σήμερα. Αλλά αυτό δεν αναιρεί την ουσία της πρότασης: η ύπαρξη ενός κεντρικού υπουργείου που δε βελτιώνει τις εκπαιδευτικές επιδόσεις και που επιβαρύνει οικονομικά τον φορολογούμενο, είναι δύσκολο να δικαιολογηθεί.
Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε ότι η πρόταση Τραμπ δεν είναι μια «επίθεση στην εκπαίδευση», αλλά μια προσπάθεια αποκέντρωσης και επιστροφής στην αρχική αμερικανική αντίληψη περί ομοσπονδιακής διακυβέρνησης-μια αντίληψη που στο παρελθόν έχει υποστηριχθεί από σημαντικούς μεταρρυθμιστές. Η επιλογή αυτή δεν είναι προϊόν «ακραίας ιδεολογίας», αλλά αποτέλεσμα μιας μακράς, συνεπούς και φιλοσοφικά τεκμηριωμένης θέσης, που αξίζει να κατανοηθεί στο σωστό της πλαίσιο.