Η ανακοίνωση της Meta ότι μετατοπίζει τη στρατηγική της υπέρ της ελευθερίας του λόγου σηματοδοτεί μία από τις πιο σημαντικές εξελίξεις στον χώρο των κοινωνικών δικτύων εδώ και χρόνια. Πρόκειται για μια κίνηση που μπορεί να αλλάξει ριζικά το τοπίο της πολιτικής συζήτησης στη Δύση και να επαναφέρει τη φιλοσοφία της ελεύθερης έκφρασης στο προσκήνιο. Δεν πρόκειται απλώς για μια αλλαγή πολιτικής · είναι μια αλλαγή νοοτροπίας που έρχεται να δικαιώσει όσους επί χρόνια κατηγορούσαν το Facebook – και τις άλλες μεγάλες πλατφόρμες – για μεροληψία και καταστολή της αντίθετης άποψης.
Ο Ίλον Μασκ ήταν ο πρώτος που τόλμησε να τα βάλει με την κυρίαρχη κουλτούρα των κοινωνικών δικτύων, αγοράζοντας το Twitter και επιβάλλοντας μια νέα φιλοσοφία υπέρ της ελευθερίας του λόγου. Η κίνησή του θεωρήθηκε από πολλούς ριψοκίνδυνη και κατακριτέα, αλλά πλέον ο Μασκι δεν είναι μόνος. Η Meta – η εταιρεία πίσω από το Facebook και το Instagram – φαίνεται να ευθυγραμμίζεται με τη δική του προσέγγιση. Οι δύο μεγαλύτερες πλατφόρμες κοινωνικών μέσων που ανήκουν σε δυτικές εταιρείες φαίνεται να κινούνται πλέον προς την ίδια κατεύθυνση, αφήνοντας πίσω τις πρακτικές περιορισμού της έκφρασης που κυριάρχησαν την τελευταία δεκαετία.
Αν διαβάσουμε προσεκτικά την ανακοίνωση της Meta, θα δούμε ότι ο ίδιος ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ παραδέχεται ότι υπήρξαν προβλήματα με την παλαιότερη προσέγγιση. Ειδικότερα, μιλά για «biased fact-checkers», δηλαδή προκατειλημμένους ελεγκτές γεγονότων, και για το γεγονός ότι η πλατφόρμα έκανε πολλά λάθη στον τρόπο που διαχειριζόταν τις αναρτήσεις. Πρόκειται για μια εξαιρετικά σημαντική παραδοχή, καθώς αναγνωρίζει ότι υπήρξε μεροληψία εις βάρος συγκεκριμένων απόψεων (κυρίως δεξιών και συντηρητικών), κάτι που οι επικριτές του Facebook – και πολλοί υποστηρικτές της ελευθερίας του λόγου – φώναζαν επί χρόνια. Αυτή η παραδοχή αποτελεί μια πλήρη δικαίωση για όσους ισχυριζόμασταν ότι τα κοινωνικά δίκτυα δεν λειτουργούσαν ουδέτερα, αλλά ότι υιοθετούσαν συγκεκριμένες πολιτικές ατζέντες.
Αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι αυτή η αλλαγή έρχεται σε μια εποχή όπου η εμπιστοσύνη των πολιτών προς τα μέσα ενημέρωσης και τις πλατφόρμες κοινωνικών δικτύων βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο της. Οι χρήστες έχουν κουραστεί να βλέπουν τις απόψεις τους να λογοκρίνονται και να τους επιβάλλονται «εγκεκριμένες» αφηγήσεις από ελεγκτές που συχνά ήταν πιο ιδεολογικά καθοδηγούμενοι παρά αντικειμενικοί. Η αλλαγή στρατηγικής της Meta δείχνει ότι οι πλατφόρμες αυτές συνειδητοποιούν ότι η παλιά τους προσέγγιση όχι μόνο υπονόμευσε τη δημόσια συζήτηση, αλλά τους κόστισε και σε αξιοπιστία.
Η ριζική αυτή στροφή της Meta επιβεβαιώνει ότι οι κυβερνητικές προσπάθειες να επιβάλουν πρότυπα λόγου στις πλατφόρμες απέτυχαν – πιθανότατα ως αποτέλεσμα της επανεκλογής του Ντόναλντ Τραμπ. H απόπειρα εκβιασμού των πλατφορμών από διάφορες κυβερνητικές ή γραφειοκρατικές πηγές ώστε να λειτουργούν ως άτυποι λογοκριτές, απέτυχε. Πλέον, οι ίδιες οι πλατφόρμες παίρνουν την πρωτοβουλία να απελευθερώσουν τον δημόσιο λόγο, αναγκάζοντας τις κυβερνήσεις και τους διεθνείς οργανισμούς να επανεξετάσουν τις πολιτικές τους.
Η αλλαγή αυτή αποτελεί ισχυρό πλήγμα για όσους ήλπιζαν να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν τα κοινωνικά δίκτυα για τη «βρώμικη δουλειά» της λογοκρισίας, διατηρώντας καθαρές τις πολιτικές τους ατζέντες. Τώρα, η μπάλα περνάει στο γήπεδο των ρυθμιστικών αρχών και των κυβερνήσεων.
Το ερώτημα είναι πώς θα αντιδράσουν οι κυβερνήσεις και τα θεσμικά όργανα στην απώλεια αυτού του μοχλού πίεσης. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η μάχη για την ελευθερία του λόγου στα κοινωνικά δίκτυα μόλις αρχίζει.