Ο δρόμος προς την ψηφιακή κατάρρευση στρωμένος με «αγαθές προθέσεις»

Οι νέες ρυθμίσεις του υπουργείου, που δήθεν στοχεύουν να πατάξουν «παραπλανητικές εκπτώσεις» στα ηλεκτρονικά καταστήματα, κινδυνεύουν να διαλύσουν ολόκληρη την ψηφιακή αγορά με μια δαμόκλειο σπάθη προστίμων εκατομμυρίων ευρώ. Ναι, κανείς δεν διαφωνεί ότι πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις ψευδείς προσφορές· αλλά όταν κάθε τυπογραφικό λάθος ή ακούσια απόκλιση τιμής επιφέρει πρόστιμο επιπέδου «θανατικής ποινής» για μια μικρή επιχείρηση, το κλίμα μετατρέπεται σε καθεστώς φόβου που πνίγει την καινοτομία και καταπιέζει τη νόμιμη επιχειρηματικότητα.

Φανταστείτε έναν μικρομεσαίο έμπορο που βλέπει τον ετήσιο τζίρο του να φτάνει τα 500.000 ευρώ. Οι νέες ρυθμίσεις απειλούν με κυρώσεις που μπορεί να αγγίξουν ή και να ξεπεράσουν το τζίρο της τελευταίας τριετίας για ένα «λάθος» στην τιμολόγηση εντός του 30ημέρου. Λαμπρό παράδειγμα οι δυναμικές τιμές που χρησιμοποιούνται σε κλάδους όπως οι αερομεταφορές ή οι πλατφόρμες που εμπορεύονται είδη όπου το κόστος προσαρμόζεται αυτόματα με βάση τη ζήτηση. Τώρα, όμως, κάθε μικρο-προσαρμογή σε ένα e-shop χρειάζεται να ευθυγραμμίζεται με ένα αυστηρό πλαίσιο «30ημέρου», οπότε ο ευέλικτος καθορισμός τιμών καταλήγει σε ανυπόφορο γραφειοκρατικό λαβύρινθος. Σε μια χώρα που διαρκώς επικαλείται το «ψηφιακό άλμα», ο νέος κώδικας του υπουργείου ανάπτυξης καταδικάζει τεχνολογίες αιχμής σε ένα δημοσιονομικό κυνήγι μαγισσών.

Το μεγαλύτερο όμως παράδοξο είναι ότι αυτή η πολιτική ρητορική περί «προστασίας του καταναλωτή» καταλήγει να βλάπτει τους ίδιους τους καταναλωτές. Όταν οι έμποροι φοβούνται ότι μια αθώα απόκλιση —π.χ. αναγραφόμενο μέσο όρο τιμής στις 100 ευρώ αντί για 95 ευρώ— μπορεί να τους κοστίσει 1,5 εκατομμύριο ευρώ πρόστιμο, η λογική αντίδραση τους είναι να σβήσουν τελείως τις εκπτώσεις ή τις προσφορές. Άλλοτε, τέτοιες «καμπάνιες» τύπου Black Friday προσφέρουν πραγματικές ευκαιρίες· τώρα, όμως, θα εκλείψουν, με πρώτο θύμα τον ίδιο τον καταναλωτή που θα χάνει τις νόμιμες και διάφανες εκπτώσεις ή τουλάχιστον την πληροφόρηση σχετικά με αυτές. Επιπλέον, οι ακραίες αυτές κυρώσεις θα σπρώξουν τις πιο ευάλωτες επιχειρήσεις σε ανεπίσημα κανάλια—αγορές σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ομάδες «bazaar» χωρίς καμία εποπτεία—ακριβώς δηλαδή την κατάσταση που υποτίθεται ότι προσπαθεί να εμποδίσει ο νόμος.

Υπάρχουν όμως και πιο σοβαρά συστήματα που θα πετύχαιναν τον στόχο χωρίς να γκρεμίζουν τη μισή αγορά. Πρώτον, η κλιμάκωση των προστίμων αναλογικά με τον τζίρο της επιχείρησης —όπως το μοντέλο του GDPR που βάζει ανώτατο όριο 4% επί του κύκλου εργασιών— θα εξασφάλιζε στοιχειώδη Δικαιοσύνη. Δεύτερον, μια περίοδος χάριτος 24 ή 48 ωρών για διόρθωση προφανών σφαλμάτων θα ξεχώριζε την αληθινή απάτη από τον άτυχο τυπογραφικό εφιάλτη. 

Τρίτον, πιστοποιημένα εργαλεία τιμολόγησης, με επίσημο «safe harbor», θα έδιναν στις επιχειρήσεις ένα πλαίσιο συμμόρφωσης χωρίς να φοβούνται συνεχώς τον ουρανό που πέφτει στο κεφάλι τους.

Οι ρυθμίσεις που εισάγει το υπουργείο Ανάπτυξης δεν στερούνται μόνο αναλογικότητας. Φανερώνουν μια σχεδόν «αντι-αναπτυξιακή» αντίληψη της οικονομίας, όπου τιμωρούμε αδιάκριτα μικρά και μεγάλα e-shops, αντί να προφυλάσσουμε την ανταγωνιστικότητα σε μια εύθραυστη ψηφιακή αγορά. Ειδικά σε ό,τι αφορά το ηλεκτρονικό εμπόριο, είναι σαν να βάζουμε όριο ταχύτητας τα 40 χιλιόμετρα στην εθνική προκειμένου να μην έχουμε ατυχήματα.

Σε μια εποχή όπου η Ελλάδα θέλει να κρατήσει τους νέους επιχειρηματίες εντός συνόρων και να καλλιεργήσει κλίμα εμπιστοσύνης στο ηλεκτρονικό εμπόριο, η επιβολή υπέρογκων προστίμων για παραμικρή απόκλιση θυμίζει γραφειοκρατικό θρίλερ. Σίγουρα, πρέπει να προστατεύσουμε τον καταναλωτή από ψευδείς εκπτώσεις και απάτες· αλλά η λύση δεν είναι να μετατρέπουμε τον έμπορο σε εγκληματία. Αντίθετα, χρειαζόμαστε ρυθμίσεις που θα ξεχωρίζουν την κακόβουλη απάτη από το ακούσιο ατόπημα — ενισχύοντας την εμπιστοσύνη χωρίς να διαλύουν την καινοτομία. Τελικά, το μήνυμα είναι σαφές: Οι «καλές προθέσεις» μπορεί να στρώνουν το δρόμο προς την καταστροφή του e-commerce αν δεν εφαρμόσουμε κοινή λογική στις μεθόδους επιβολής του νόμου.