Σήμερα θα μιλήσουμε για τον «ελέφαντα στο δωμάτιο» της Ευρώπης, για την πραγματικότητα που όλοι γνωρίζουν αλλά ελάχιστοι παραδέχονται: Η «κοινωνική οικονομία της αγοράς», η κυρίαρχη ιδεολογία της Ευρώπης, που συνδυάζει υψηλές κοινωνικές δαπάνες με έναν σχετικά ελεύθερο καπιταλισμό, στηριζόταν επί δεκαετίες στην άτυπη συμφωνία ανάθεσης των ευρωπαϊκών αμυντικών δαπανών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτή η «ευγενική χορηγία» των Αμερικανών φορολογουμένων επέτρεψε στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να στρέψουν τους προϋπολογισμούς τους στη δημιουργία ενός γιγάντιου, και συχνά αναποτελεσματικού, κράτους πρόνοιας.
Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ και η επιστροφή του δόγματος «America First» θέτουν τέρμα σε αυτή την πρακτική. Η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν προτίθεται να συνεχίσει να σηκώνει το βάρος της ευρωπαϊκής ασφάλειας, ιδιαίτερα όταν οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι όχι μόνο αμελούσαν τις υποχρεώσεις τους, αλλά ταυτόχρονα επέκριναν την αμερικανική εξωτερική πολιτική και τον νυν πρόεδρό της σε κάθε ευκαιρία. Με την Ευρώπη να βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν πόλεμο στα σύνορά της, το σοκ είναι διπλό και άμεσο.
Ήδη βλέπουμε σημαντικές αυξήσεις στις αμυντικές δαπάνες των κρατών-μελών της ΕΕ. Οι δημοσιονομικοί κανόνες χαλαρώνουν προσωρινά, δίνοντας την ψευδαίσθηση της άνεσης, αλλά σύντομα η πραγματικότητα θα χτυπήσει την πόρτα και το timing δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερο: η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με μια δημογραφική κρίση χωρίς προηγούμενο, με όλο και λιγότερους εργαζόμενους να πρέπει να συντηρούν έναν όλο και μεγαλύτερο αριθμό συνταξιούχων, ενώ οι μη χρηματοδοτούμενες υποχρεώσεις του κράτους πρόνοιας (unfunded liabilities) είναι ήδη γιγαντιαίες και διογκώνονται καθημερινά.
Το ερώτημα που τίθεται είναι απλό και ανελέητο: Θα επιλέξουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να προχωρήσουν επιτέλους σε δραστικές μεταρρυθμίσεις του κοινωνικού κράτους, περιορίζοντας τις σπατάλες και αυξάνοντας την αποτελεσματικότητα, ή θα συνεχίσουν την εύκολη αλλά αδιέξοδη λύση της ακόμη μεγαλύτερης φορολογίας των πολιτών;
Η ιστορία, δυστυχώς, δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Οι πολιτικοί, όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με την ανάγκη δύσκολων αποφάσεων, προτιμούν να αναβάλλουν το πρόβλημα με πρόσκαιρες λύσεις – περισσότερους φόρους, μεγαλύτερα χρέη, λιγότερη ελευθερία και περισσότερη γραφειοκρατία. Το αποτέλεσμα είναι πάντοτε το ίδιο: αργή αλλά σταθερή παρακμή.
Τώρα όμως τα περιθώρια εξαντλούνται. Οι νέες απαιτήσεις για άμυνα σημαίνουν ότι η επιλογή της αναβολής δεν θα είναι εύκολη ούτε βιώσιμη. Οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι ήδη στενάζουν κάτω από το βάρος της φορολογίας, της ακρίβειας και της μειωμένης αγοραστικής δύναμης. Μια περαιτέρω αύξηση φόρων δεν είναι μόνο πολιτικά τοξική – είναι και οικονομικά αυτοκαταστροφική.
Αν η Ευρώπη θέλει να διατηρήσει το βιοτικό της επίπεδο, να παραμείνει ανταγωνιστική και να εξασφαλίσει τη μελλοντική ευημερία των πολιτών της, πρέπει να εγκαταλείψει την ιδεοληψία του υπερδιογκωμένου κοινωνικού κράτους. Η επιλογή είναι ξεκάθαρη και επείγουσα: Ή βαθιές μεταρρυθμίσεις σήμερα, ή οικονομική και κοινωνική κρίση αύριο.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι η νέα πραγματικότητα δεν πρόκειται να εξαφανιστεί με ευχολόγια. Οι πολιτικοί στην Ευρώπη οφείλουν να πάψουν να αγνοούν τον «ελέφαντα στο δωμάτιο» και να λάβουν τις δύσκολες, αλλά αναγκαίες αποφάσεις.