Η πρόσφατη απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να αυξήσει τις τιμές σε εκατοντάδες φάρμακα έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις. Πριν βιαστούμε να καταδικάσουμε την κίνηση αυτή, είναι σημαντικό να εξετάσουμε την κατάσταση με βάση τα δεδομένα της οικονομικής επιστήμης και της υγειονομικής πολιτικής. Η υγεία είναι ένας τομέας ιδιαίτερα ευάλωτος στον λαϊκισμό, καθώς πολλοί άνθρωποι θεωρούν ότι η υγειονομική περίθαλψη και τα φάρμακα αποτελούν δημόσια αγαθά. Στην πραγματικότητα, όμως, η υγειονομική περίθαλψη δεν πληροί τις βασικές προϋποθέσεις για να θεωρηθεί δημόσιο αγαθό με την αυστηρή έννοια της οικονομικής θεωρίας.
Ο όρος «δημόσιο αγαθό» χρησιμοποιείται στην οικονομική επιστήμη για αγαθά που είναι μη ανταγωνιστικά και μη αποκλειστικά. Δηλαδή, η κατανάλωση του αγαθού από έναν χρήστη δεν μειώνει την ποσότητα που είναι διαθέσιμη για άλλους (μη ανταγωνιστικότητα), και κανείς δεν μπορεί να αποκλειστεί από την κατανάλωσή του (μη αποκλειστικότητα). Η υγειονομική περίθαλψη, ωστόσο, δεν πληροί αυτές τις προϋποθέσεις. Η παροχή υγειονομικών υπηρεσιών είναι περιορισμένη και ανταγωνιστική, καθώς οι πόροι που διατίθενται για την παροχή υγειονομικής περίθαλψης (γιατροί, νοσηλευτές, φάρμακα) είναι πεπερασμένοι. Επίσης, δεν είναι μη αποκλειστική, αφού κάποιος μπορεί να αποκλειστεί από την παροχή υγειονομικών υπηρεσιών για αρκετούς λόγους μεταξύ των οποίων είναι και οι πεπερασμένες διαθέσιμες κλίνες ή ο χρόνος των γιατρών για έγκαιρο ραντεβού.
Οι χαμηλές τιμές των φαρμάκων στην Ελλάδα έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην πρόσβαση των πολιτών σε απαραίτητα φάρμακα. Οι φαρμακευτικές εταιρείες, όταν αναγκάζονται να πωλούν τα προϊόντα τους κάτω από ένα ορισμένο επίπεδο τιμής, έχουν το κίνητρο να διοχετεύουν την περιορισμένη παραγωγή τους σε άλλες αγορές όπου μπορούν να επιτύχουν υψηλότερα κέρδη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τις συχνές ελλείψεις φαρμάκων στην ελληνική αγορά.
Αυτές οι ελλείψεις είναι αρκετά χειρότερες από ότι νομίζουμε ή καταγράφουν τα επίσημα στατιστικά στοιχεία διότι οι γιατροί αποφεύγουν να συνταγογραφούν φάρμακα που βρίσκονται σε έλλειψη, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι οι ελλείψεις είναι λιγότερες από όσες πραγματικά είναι. Επιπλέον, στο παρελθόν είχαν καταγραφεί δεκάδες περιστατικά όπου διανομείς φαρμάκων εκμεταλλεύονταν τις χαμηλές τιμές στην Ελλάδα για να αγοράζουν μαζικά φάρμακα και να τα εξάγουν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου οι τιμές είναι υψηλότερες, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο το πρόβλημα των ελλείψεων.
Αν και οι Έλληνες συχνά παραπονιούνται για τις αυξήσεις στις τιμές των φαρμάκων, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι τα φάρμακα στην Ελλάδα παραμένουν γενικά φθηνά σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό επιβεβαιώνεται από έρευνα του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕ) και του ΙΟΒΕ (2023), που δείχνει ότι οι Έλληνες ξοδεύουν το μεγαλύτερο μέρος των ιδιωτικών δαπανών τους για φαρμακευτικά προϊόντα σε επιδοτούμενα φάρμακα που επιλέγουν να πληρώσουν χωρίς χρήση της επιδότησης. Αυτό αποδεικνύει ότι, παρά τις φαινομενικές αυξήσεις, τα φάρμακα στην Ελλάδα είναι αρκετά προσιτά.
Ο υπουργός Υγείας, κ. Άδωνις Γεωργιάδης, έχει εξηγήσει με ειλικρίνεια το σκεπτικό της απόφασης για την αύξηση των τιμών των φαρμάκων, και φυσικά έχει γίνει στόχος επιθέσεων από λαϊκιστές που επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν τη δυσαρέσκεια των πολιτών όταν πρόκειται να γίνει έστω και η παραμικρή αύξηση στις δαπάνες τους. Αντί να επιτίθενται στον υπουργό και το υπουργείο, οι επικριτές θα έπρεπε να αναγνωρίσουν ότι αυτές οι πολιτικές είναι μια προσπάθεια να διασφαλιστεί η ομαλή παροχή φαρμάκων και η σταθερότητα του συστήματος υγείας ή να καταθέσουν κάποια καλύτερη πρόταση για τους τρόπους με τους οποίους θα ξεπεραστούν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ασθενείς.
Η αύξηση των τιμών των φαρμάκων δεν είναι μια απλή υπόθεση, αλλά μια αναγκαία κίνηση για τη διατήρηση της πρόσβασης των πολιτών σε φάρμακα και την αποφυγή ελλείψεων. Η επιτυχία της κίνησης του υπουργείου θα κριθεί στην πράξη, από τη διαθεσιμότητα των φαρμάκων στην ελληνική αγορά και τη μείωση των ελλείψεων που επιδεινώνουν την πρόσβαση των πολιτών σε απαραίτητα φάρμακα.