Η νομοθέτηση του θεσμού του πολλαπλού βιβλίου αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά και ταυτόχρονα πιο υποτιμημένα βήματα εκσυγχρονισμού της ελληνικής εκπαίδευσης. Η απόφαση του Υπουργείου Παιδείας να εγκαταλείψει το μονοπώλιο των σχολικών βιβλίων και να επιτρέψει στους εκπαιδευτικούς και τις σχολικές κοινότητες να επιλέγουν το διδακτικό υλικό που ταιριάζει καλύτερα στις ανάγκες τους, ανοίγει τον δρόμο για έναν πραγματικό επιστημονικό και παιδαγωγικό πλουραλισμό.
Η προηγούμενη κατάσταση χαρακτηριζόταν από ένα άκαμπτο σύστημα, όπου ένα και μόνο εγκεκριμένο βιβλίο κυριαρχούσε σε κάθε μάθημα, ανεξαρτήτως των διαφορετικών εκπαιδευτικών προσεγγίσεων ή των αναγκών των μαθητών. Το αποτέλεσμα ήταν η στασιμότητα, η έλλειψη προσαρμογής στις εξελίξεις της επιστήμης και των παιδαγωγικών μεθόδων, αλλά και η αίσθηση αποξένωσης των εκπαιδευτικών από το ίδιο το διδακτικό τους έργο.
Με τον θεσμό του πολλαπλού βιβλίου, δίνεται πλέον η δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε περισσότερους εγκεκριμένους τίτλους για κάθε μάθημα. Οι εκπαιδευτικοί μπορούν να διαλέγουν το βιβλίο που ταιριάζει καλύτερα στις ανάγκες των μαθητών τους και στον τρόπο που οι ίδιοι προσεγγίζουν το αντικείμενο. Αυτή η ευελιξία ενισχύει τη δημιουργικότητα στην τάξη και αναβαθμίζει την ποιότητα της διδασκαλίας.
Η διαδικασία υλοποίησης του πολλαπλού βιβλίου περιλαμβάνει αυστηρά κριτήρια αξιολόγησης για την επιστημονική και παιδαγωγική καταλληλότητα των βιβλίων. Οι συγγραφικές ομάδες καλούνται να υποβάλουν το υλικό τους προς αξιολόγηση, ενώ προβλέπονται στάδια ελέγχου, διορθώσεων και διευκρινίσεων για τη διασφάλιση της ποιότητας. Σε περιπτώσεις όπου οι προτάσεις δεν πληρούν τις προϋποθέσεις, το Υπουργείο έχει τη δυνατότητα να εκδώσει νέες προσκλήσεις για τη συγγραφή βιβλίων, με στόχο να διασφαλιστεί η διαθεσιμότητα τουλάχιστον δύο επιλογών ανά μάθημα.
Όμως, η εφαρμογή του πολλαπλού βιβλίου δεν είναι απλώς μια τεχνική αλλαγή, αλλά μια βαθιά μεταρρύθμιση που αγγίζει την καρδιά του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Αντιπροσωπεύει μια φιλοσοφία που αναγνωρίζει την αξία της ποικιλομορφίας, της επιλογής και της αυτονομίας στον χώρο της εκπαίδευσης. Για πρώτη φορά, οι εκπαιδευτικοί δεν αντιμετωπίζονται ως εκτελεστικά όργανα ενός μονολιθικού συστήματος, αλλά ως επαγγελματίες που έχουν τη γνώση και την ικανότητα να επιλέξουν τα κατάλληλα εργαλεία για την τάξη και τους μαθητές τους.
Η επιτυχία αυτής της μεταρρύθμισης, φυσικά, θα εξαρτηθεί από την ορθή υλοποίησή της. Όπως σημείωσε πρόσφατα η αρμόδια υφυπουργός, ο θεσμός χρειάζεται να βρει τα πατήματά του. Τα πρώτα βήματα μπορεί να συνοδευτούν από προκλήσεις, λάθη και παραλείψεις, αλλά η πολιτική βούληση να ενισχυθεί και να βελτιωθεί η διαδικασία είναι ήδη εμφανής. Το Υπουργείο Παιδείας δείχνει αποφασισμένο να αντιμετωπίσει τα προβλήματα και να διασφαλίσει ότι ο θεσμός του πολλαπλού βιβλίου θα πετύχει.
Εξάλλου, η σημασία του πολλαπλού βιβλίου δεν περιορίζεται μόνο στην εκπαίδευση. Αντικατοπτρίζει μια γενικότερη αλλαγή νοοτροπίας για το πώς αντιλαμβανόμαστε τη δημόσια διοίκηση και την πολιτική. Αποτελεί παράδειγμα για το πώς ένα κράτος μπορεί να εγκαταλείψει παρωχημένες μονοπωλιακές πρακτικές, να ενισχύσει τον ανταγωνισμό και να προσφέρει επιλογές στους πολίτες. Αυτή είναι μία λογική που μπορεί να εφαρμοστεί και σε άλλους τομείς της δημόσιας πολιτικής, με στόχο την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και της διαφάνειας.
Καθώς η υλοποίηση του θεσμού φτάνει στην τελική της φάση, η εκπαιδευτική κοινότητα και η κοινωνία στο σύνολό της πρέπει να αγκαλιάσουν αυτήν την αλλαγή. Το πολλαπλό βιβλίο δεν είναι απλώς μια νέα πολιτική, αλλά μια ευκαιρία να κάνουμε την εκπαίδευση των παιδιών μας πιο ζωντανή, πιο ευέλικτη και πιο αποτελεσματική. Αυτός ο πρώτος πειραματισμός του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, με τη φιλοσοφία της σχολικής επιλογής και αυτονομίας, ίσως αποτελεί προάγγελο θετικών αλλαγών, που θα δώσουν πραγματική ώθηση στο εκπαιδευτικό μας σύστημα.