Όταν σκεφτόμαστε τα επαγγέλματα πίσω από μια πολιτική καμπάνια ή ένα πολιτικό κόμμα, το μυαλό συνήθως πηγαίνει σε επικοινωνιολόγους, λογογράφους, ή γραμματείς που οργώνουν τη χώρα για τον αρχηγό. Λίγοι όμως φαντάζονται ότι υπάρχει – ή θα έπρεπε να υπάρχει – και ο ρόλος του «πολιτικού ντεντέκτιβ».
Δεν αναφερόμαστε σε σκιώδεις τύπους με καμπαρντίνα που κυνηγούν σκάνδαλα, αλλά στην ομάδα που κάνει δύο θεμελιώδη έργα: Το «opposition research» και το «candidate vetting»: Δηλαδή ερευνά τους αντιπάλους, αλλά και τους ίδιους τους υποψηφίους ενός κόμματος, ώστε να αποφεύγονται (ή να αξιοποιούνται) δυσάρεστες εκπλήξεις.
Φανταστείτε ότι παίζετε μια παρτίδα σκάκι, αλλά έχετε στα χέρια σας το ιστορικό όλων των προηγούμενων κινήσεων του αντιπάλου σας, τις αδυναμίες και τα ατοπήματά του, ακόμη και την ψυχολογία του. Αυτό, σε γενικές γραμμές, κάνει η ομάδα που αναλαμβάνει την έρευνα των αντιπάλων (opposition research). Στόχος της δεν είναι να «πετάξει λάσπη», όπως συχνά νομίζουμε, αλλά να συγκεντρώσει πληροφορίες για την πολιτική πορεία, τις δηλώσεις, τα οικονομικά στοιχεία και άλλες πτυχές του πολιτικού αντιπάλου. Σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, είναι επάγγελμα καθ’ όλα θεσμοθετημένο και απαραίτητο σε κάθε σοβαρό πολιτικό οργανισμό· στην Ελλάδα, αντίθετα, η πρακτική παραμένει πιο «ερασιτεχνική», με αποσπασματικές ενέργειες, ψιθύρους και διαρροές.
Γιατί όμως να υπάρχει κάτι τέτοιο; Απλούστατα, σε μια εποχή που ο πολιτικός λόγος διαμορφώνεται ταχύτατα στα κοινωνικά δίκτυα και στα τηλεοπτικά πάνελ, η ικανότητα ενός κόμματος να γνωρίζει ακριβώς τα τρωτά σημεία του αντιπάλου - από άστοχες ομιλίες έως ερωτηματικά για την οικονομική κατάσταση ή την επαγγελματική πορεία - είναι καθοριστική. Όχι απαραίτητα για να καταστρέψει τον αντίπαλο, αλλά κυρίως για να μπορεί να θέτει την ατζέντα του πολιτικού διαλόγου χωρίς να βρεθεί σε αμυντική θέση.
Αν όμως το opposition research αφορά την «άμυνα» απέναντι σε ξένα «πυρά», τότε το candidate vetting είναι η άμυνα απέναντι στο… εσωτερικό. Κάθε φορά που ένα κόμμα ανακοινώνει έναν υποψήφιο ή τοποθετεί έναν υπουργό, εκείνος (ή εκείνη) κουβαλάει ένα παρελθόν: Δηλώσεις, συνεργασίες, ίσως παλιά Tweets ή αναρτήσεις στο Facebook. Σε μια στιγμή, αν δεν έχει ελεγχθεί αυτό το παρελθόν, μπορεί να βγει στην επιφάνεια κάτι αμφιλεγόμενο, καταστρέφοντας την εικόνα τόσο του ίδιου όσο και του κόμματος συνολικά.
Στην Ελλάδα, έχουμε δει κατά καιρούς «νέους» πολιτικούς που ανακάλυψαν ότι οι παλαιότερες δηλώσεις ήταν εντελώς ασύμβατες με τις νυν θέσεις, ή ότι συνδέονταν με σκάνδαλα· κι όμως, κανείς δεν τους είχε ελέγξει εγκαίρως. Το vetting προσπαθεί να προλάβει τέτοιες καταστάσεις με έναν επαγγελματικό και σχεδόν επιστημονικό τρόπο. Λέει, σε μια πιο τεχνοκρατική γλώσσα: «Φέρτε τον φάκελο του υποψηφίου, δώστε μας τις δηλώσεις του, τις οικονομικές του δραστηριότητες· ας δούμε αν κουμπώνει με τις αρχές και την αξιοπιστία που θέλουμε να εκπέμψουμε». Αν το κόμμα εντοπίσει νομικά ή ηθικά αγκάθια, μπορεί να λάβει μέτρα νωρίς - και να αποτρέψει κρίσεις πριν καν προκύψουν.
Στο σημερινό «πολωμένο» περιβάλλον, όπου ο κόσμος εξοργίζεται εύκολα (συχνά δικαιολογημένα, ειδικά μετά από γεγονότα όπως η τραγωδία στα Τέμπη) και όπου οι επόμενες εκλογές δεν φαίνονται εύκολες για κανέναν, η ανάγκη για επαγγελματική πληροφόρηση είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Κανένα κόμμα δεν θέλει να προσπαθεί να σβήνει «φωτιές» συνεχώς. Αντίθετα, το λογικό είναι να επιθυμεί να παίξει επιθετικά ή, τουλάχιστον, προληπτικά. Το opposition research δίνει τη δυνατότητα να φτιάχνει από νωρίς το δικό του αφήγημα και το candidate vetting αποτρέπει εσωτερικές «βόμβες» που αποσπούν την προσοχή.
Παράλληλα, σε μια κοινωνία που διψά για λογοδοσία, ο οργανωμένος έλεγχος των πολιτικών στελεχών αποδεικνύει σοβαρότητα. Μια κυβέρνηση (ή και ένα κόμμα αντιπολίτευσης) που λέει «εμείς ελέγχουμε σχολαστικά τα άτομα που προτείνουμε», ίσως εμπνεύσει περισσότερη εμπιστοσύνη.
Είναι γεγονός ότι η ελληνική πολιτική μοιάζει με ένα αέναο reality show, όπου η «ατάκα» κι ο παρασκηνιακός θόρυβος υποκαθιστούν τη στρατηγική. Ίσως είναι καιρός να ακολουθήσουμε παραδείγματα μιας πιο «ψυχρής» πολιτικής διαχείρισης: Να ξέρουμε τους αντιπάλους μας σε βάθος, αλλά και να διασφαλίζουμε ότι οι δικοί μας άνθρωποι δεν κρύβουν «εκρηκτικούς» σκελετούς στην επικοινωνιακή τους ντουλάπα. Στο τέλος, αυτό δεν είναι μια «σκοτεινή» τεχνική ή κιτρινισμός της πολιτικής. Είναι μια στοιχειώδης πρακτική διαφάνειας και λογικής. Γιατί, αντί να τρέχουμε για «damage control» εκ των υστέρων, δεν είναι καλύτερα να προλαβαίνουμε τις κρίσεις; Σε μια εποχή που η εμπιστοσύνη προς τους θεσμούς αγγίζει χαμηλά επίπεδα, ο ρόλος του «πολιτικού ντεντέκτιβ» μπορεί κάλλιστα να είναι ο συνδετικός κρίκος που αποτρέπει τα χειρότερα σενάρια και αναβαθμίζει την ποιότητα του πολιτικού προσωπικού.