Η πανδημία COVID-19 έφερε τις κυβερνήσεις αντιμέτωπες με μια επείγουσα ανάγκη λήψης αποφάσεων, οι οποίες οδήγησαν σε μέτρα άνευ προηγουμένου για καιρό ειρήνης. Κάποια από αυτά τα μέτρα, όπως η απαγόρευση κυκλοφορίας, το κλείσιμο επιχειρήσεων και σχολείων, ακόμα και ο περιορισμός της ελευθερίας του λόγου με πρόσχημα την «παραπληροφόρηση», θα θεωρούνταν αδιανόητα λίγα χρόνια πριν. Στο πλαίσιο ενός κλασικού φιλελεύθερου πνεύματος, που δίνει έμφαση στην ατομική ελευθερία και τη δημοκρατική λογοδοσία, είναι επιβεβλημένη μια σοβαρή, πολυδιάστατη αξιολόγηση των πολιτικών που εφαρμόστηκαν. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να επανεκτιμήσουμε το «κόστος» των έκτακτων αποφάσεων και να προστατεύσουμε αποτελεσματικότερα τόσο τη δημόσια υγεία όσο και την ελευθερία στο μέλλον.
Πολλοί ισχυρίστηκαν ότι οι γενικευμένοι περιορισμοί έπρεπε να επιβληθούν γρήγορα, καθώς απειλούνταν η σταθερότητα των συστημάτων υγείας. Ωστόσο, η βιασύνη με την οποία επιβλήθηκαν δημιούργησε σειρά προβλημάτων: χωρίς επαρκή δημόσια διαβούλευση ή χρονικό περιθώριο για συλλογική σκέψη, τα μέτρα είχαν συχνά μορφή διαταγμάτων παρά δημοκρατικών αποφάσεων. Η βιαστική υλοποίηση άφησε ελάχιστα περιθώρια για στοχευμένες προσαρμογές, με αποτέλεσμα υπερβολικές απαγορεύσεις ακόμη και εκεί που δεν ήταν απαραίτητες.
Η επιστημονική κοινότητα έχει μελετήσει εκτενώς τον αντίκτυπο συγκεκριμένων μέτρων – για παράδειγμα, το πόσο αποτελεσματικό ήταν το κλείσιμο σχολείων ή η γενίκευση της τηλεργασίας στη μείωση της μετάδοσης του ιού. Αυτό το έργο είναι πολύτιμο. Ωστόσο, δεν αρκεί μόνο η επιδημιολογική αποτίμηση. Μια ουσιαστική «μετα-κορωνοϊού» αξιολόγηση οφείλει να συμπεριλάβει τις μακροπρόθεσμες κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις: πώς επηρεάστηκαν η ψυχολογία και η ανάπτυξη των παιδιών, σε ποιους τομείς της οικονομίας η κρίση οδήγησε σε διαρκή λουκέτα, πώς επηρεάστηκαν τα δημόσια οικονομικά και η πορεία του πληθωρισμού. Χωρίς μια τέτοια ολιστική προσέγγιση, ο δημόσιος διάλογος κινδυνεύει να εστιάσει μονομερώς σε ένα μόνο κριτήριο – τη μείωση κρουσμάτων ή θανάτων – παραβλέποντας όλα τα άλλα κόστη που συχνά δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά.
Η απουσία εμπεριστατωμένης, ανεξάρτητης έρευνας σε εθνικό και διακρατικό επίπεδο είναι εμφανής. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και πολλά εθνικά κοινοβούλια, φάνηκαν διστακτικά στο να ανοίξουν δημόσια τη συζήτηση για το ποιες πολιτικές απέτυχαν, τι θα μπορούσε να είχε γίνει διαφορετικά και τι διδάγματα αντλούμε. Φαίνεται σχεδόν σαν να υπάρχει ο φόβος πολιτικού κόστους ή μια απροθυμία να παραδεχτούν τα κενά στη διαχείριση της κρίσης. Ωστόσο, η δημοκρατία βασίζεται στην ανοικτή κριτική και στη διαφανή λογοδοσία. Η ίδια η ουσία της φιλελεύθερης δημοκρατίας απειλείται όταν οι ηγέτες αποφεύγουν να κάνουν την αυτοκριτική τους και οι πολίτες μένουν με αναπάντητα ερωτήματα.
Η ανάγκη για δημόσιο διάλογο γίνεται ακόμη πιο επιτακτική, αν αναλογιστούμε πως αυτό που διακυβεύεται δεν είναι μόνο η υγειονομική θωράκιση απέναντι στην επόμενη πανδημία. Είναι και η διασφάλιση των βασικών μας ελευθεριών και δικαιωμάτων. Η πανδημία ανέδειξε τη δυνατότητα των κυβερνήσεων να επεκτείνουν την εξουσία τους σε πρωτοφανή βαθμό, περιορίζοντας τη συνταγματική προστασία πολλών δικαιωμάτων εν ονόματι της προστασίας της δημόσιας υγείας. Αυτή η τάση δεν πρέπει να παγιωθεί, αλλά να επαναξιολογηθεί με καθαρό μυαλό και με στόχο την προστασία τόσο της ανθρώπινης ζωής όσο και της ανθρώπινης ελευθερίας.
Τέλος, οφείλουμε να θυμόμαστε πως όλη αυτή η συζήτηση δεν γίνεται για να υποτιμηθεί η σοβαρότητα της κατάστασης που βιώσαμε, ούτε για να μηδενιστούν τα οφέλη κάποιων μέτρων που όντως έσωσαν ζωές. Γίνεται διότι έχουμε χρέος απέναντι στους εαυτούς μας και στις επόμενες γενιές να μάθουμε από τα λάθη μας, να αναγνωρίσουμε ποιοι περιορισμοί ήταν αναγκαίοι και ποιοι υπερέβησαν τα όρια της αναλογικότητας. Η ανοιχτή κοινωνία και η δημοκρατία ανθούν μέσα από τον διαρκή έλεγχο της εξουσίας και τον ειλικρινή διάλογο για τη σκοπιμότητα κάθε μέτρου.