© CHEAPART 2017
Από την Αννίτα Αποστολάκη
Τον τελευταίο χρόνο πληθαίνουν οι αναφορές διεθνώς για γκαλερί που κλείνουν το φυσικό τους χώρο, ακόμη και στις μεγάλες πρωτεύουσες της τέχνης, όπως το Λονδίνο και η Νέα Υόρκη. Τα έξοδα συντήρησης ενός χώρου είναι υψηλά και οι συλλέκτες -λόγω έλλειψης χώρου συνήθως- προτιμούν να αγοράζουν σε φουάρ τέχνης, όπου η προσφορά και η ποικιλία είναι μεγαλύτερη. Γι'' αυτό, ορισμένοι έμποροι τέχνης έχουν αρχίσει να δοκιμάζουν εναλλακτικούς τρόπους πώλησης -κάποιες φορές σε τιμές ιδιαίτερα προσιτές.
Η πρώτη διδάξασα στην Ελλάδα ήταν η μη-κερδοσκοπική γκαλερί CHEAPART στην Αθήνα, η οποία εδώ και 23 χρόνια παρουσιάζει κάθε Δεκέμβρη μία έκθεση επιτοίχιων έργων μικρής κλίμακας, στην οποία όλα κοστίζουν 70 Ευρώ και τα έσοδα πηγαίνουν απευθείας στους καλλιτέχνες. Οι ιδρυτές της, Γιώργος και Δημήτρης Γεωργακόπουλος, μας παρουσιάζουν την ιστορία πίσω από την έκθεση-θεσμό:
ΝτΤ: Πώς αποφασίσατε ήδη από το 1995 να στήσετε το μοντέλο της CHEAPART με non-selling shows, αλλά με μία ετήσια έκθεση όπου θα πωλούνται έργα των καλλιτεχνών που εκθέτετε στα 70 ευρώ το κομμάτι;
Γιώργος & Δημήτρης Γεωργακόπουλος: Μια μικρή αναδρομή στο παρελθόν θα μας ξεκαθαρίσει μερικά ερωτήματα. Από το 1987 ως φοιτητές ακόμα στη Γερμανία κάθε Δεκέμβριο μαζευόμασταν σε σπίτια ή σε ατελιέ συγκεντρώνοντας έργα που είχαν παραχθεί τη χρονιά που πέρασε με σκοπό να τα ανταλλάξουμε μεταξύ μας. Σε περίπτωση που κάποιος δεν ήθελε να τα ανταλλάξει έπρεπε να δώσει μια τιμή ώστε να αγοραστεί το έργο. Οι τιμές τότε δεν ξεπερνούσαν τα 150 Μάρκα (17.000 δρχ, ή 50 Ε περίπου) τιμή που ευλαβικά τηρήθηκε τα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι το 2005 οπότε 18 χρόνια αργότερα η τιμή διαμορφώθηκε πια στα 70 Ε. Η κίνηση αυτή δεν περιορίστηκε φυσικά μόνο μεταξύ καλλιτεχνών, φίλοι και γνωστοί μας πλαισίωσαν και ο κύκλος μεγάλωσε αρκετά. Το Δεκέμβριο 1991 οι Ragna Juergensen, Jens Lange και ο Γιώργος Γεωργακόπουλος ανοίγουν τη Zentrale Kunst Galerie στο Αμβούργο (Bei den Muehren 90) όπου στεγάζονται οι εκθέσεις αυτές το Δεκέμβριο κάθε χρονιάς και γίνονται μέσα στο χρόνο και άλλες εκδηλώσεις. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ανάλογες κινήσεις συνυπήρχαν το ίδιο διάστημα στο Αμβούργο με παρόμοιο σκεπτικό. Αναφέρουμε ενδεικτικά τη γκαλερί 7/8 Βarmhaerzigkeit (7/8 ευσπλαχνίας) όπου η γκαλερί έπαιρνε ως ποσοστό επί των πωλήσεων το 1/8 και τον καλλιτέχνη με το ψευδώνυμο «4000» ο οποίος έφτιαχνε τόσα φτηνά έργα μέχρι να συμπληρώσει τον αριθμό 4000 πουλημένων μικρών έργων. Η γκαλερί μας ως εμπορικός οργανισμός δεν μπορεί να επιβιώσει και κλείνει το 1994. Οι ίδιοι συντελεστές μαζί με τον Δημήτρη Γεωργακόπουλο και τη Φιόνα Μουζακίτη πια δημιουργούν – γνωρίζοντας τη μοίρα των εμπορικών οργανισμών στο χώρο της τέχνης- την αστική μη κερδοσκοπική πολιτιστική εταιρεία με το κατατεθειμένο εμπορικό σήμα cheap art . Το Δεκέμβριο του 1995 γίνεται η πρώτη έκθεση με τον ομώνυμο τίτλο στην Αθήνα στο χώρο που μέχρι σήμερα στεγάζει τις δραστηριότητες της cheap art .Πρόκειται για νεοκλασικό κτίριο της δεκαετίας του 1870 πλήρως ανακαινισμένο το 1999.
Σε αισθητικό και εικαστικό επίπεδο υπήρξε η CHEAPART για τα ελληνικά δεδομένα κάτι πρωτόγνωρο, αν την τοποθετήσει κανείς το 1995. Αντιμετωπίστηκε με επιφύλαξη και σε κάποιες περιπτώσεις με την κρυφή ελπίδα ότι επρόκειτο για μία τυχαία και θνησιγενή κίνηση, όπως τόσες άλλες στο παρελθόν και το παρόν. Το γεγονός ότι αγνοούσαν πολλοί, πότε-πότε επιδεικτικά τόσο τις ζυμώσεις στην σύγχρονη τέχνη όσο και τις εξελίξεις στις πρωτοβουλίες των καλλιτεχνών τους οδήγησε μοιραία σε εσφαλμένα συμπεράσματα θεωρώντας ότι απειλούνται. Ανοησίες της λογικής ότι η cheapart τάχα χαλάει την αγορά των έργων τέχνης διατυπώθηκαν από διαφόρους σχετικούς και άσχετους. Γεγονός είναι ότι η CHEAPART σχεδιάστηκε προσεκτικά με σκοπό να παραμείνει δημιουργώντας, ενώ ουδέποτε έλαβε σοβαρά υπόψη ατεκμηρίωτες απόψεις κάθε είδους, γεγονός που την κατέστησε την μακροβιότερη εικαστική κίνηση στην Ελλάδα.
Ως μη κερδοσκοπική εταιρεία, τα έσοδα από αυτές τις εκθέσεις πού πάνε; Κατευθείαν στους καλλιτέχνες ή τα χρησιμοποιείτε για λειτουργικά έξοδα της γκαλερί;
Η CHEAPART δεν έπεσε σαν διάτων αστέρας στη λίμνη των ελληνικών εικαστικών πραγμάτων. Δημιουργήθηκε ως φυσικό επακόλουθο πολλαπλών δραστηριοτήτων και σύνθετων ζυμώσεων (1991-94). Σχεδιάστηκε στη δεύτερη φάση στην Ελλάδα (1995-99) προσεκτικά, παρουσιάζοντας και αξιοποιώντας τη δουλειά καλλιτεχνών που συμμετείχαν στις μέχρι τότε εκθέσεις υλοποιώντας στην πράξη την πρώτη πραγματική και βιώσιμη context art gallery στην Ελλάδα. Από το 1999 μέχρι σήμερα δημιούργησε ένα σύστημα με τη μορφή μιας αστικής μη κερδοσκοπικής πολιτιστικής εταιρείας που ενεργοποίησε καλλιτέχνες ,θεωρητικούς, φιλότεχνους για την παραγωγή έργων μη συμβατικών ,συχνά πειραματικού χαρακτήρα όπου ο καλλιτέχνης μπορεί να υλοποιήσει και να εφαρμόσει τις ιδέες του ελεύθερος από εξαναγκασμούς και ανοικτός σε συνεργασίες με άλλους καλλιτέχνες. Αυτό κατέστη δυνατό αφού εξασφάλισε μέσω χορηγιών εταιρειών, συνδρομών καλλιτεχνών και φίλων τα οικονομικά δεδομένα για να υποστηρίξει τις επιλογές της. Δυο από τις εκδηλώσεις αυτές ,το 2001 η οπτικοακουστική εγκατάσταση «Παύση» των Μαρίνας Φωκίδη, Δημήτρη Ρότσιου και Coti k ευτύχισε να είναι το μοντέλο της εθνικής συμμετοχής στη Biennale της Βενετίας και το 2004 η εγκατάσταση «Αθήνα-Πεκίνο» του Χάρη Κοντοσφύρη η εθνική συμμετοχή στη Biennale του Sao Paulo στη Βραζιλία και το 2005 στο Πεκίνο. To 2007 ακολουθεί η συνεργασία με το Kuestlerhaus στη Βιεννη (πρόκειται για πολιτιστικό οργανισμό καλλιτεχνών με έτος ίδρυσης το 1861) και η ιδρυση της ARTmART που εξακολουθεί μέχρι σήμερα να σχεδιάζει εκθέσεις μεγάλου βεληνεκούς. Η ARTmART στη Βιέννη αποτελεί ένα απτό παράδειγμα συνεργασίας καλλιτεχνών από διαφορετικές χώρες σε ένα μεγάλο βάθος χρόνου και την επιβεβαίωση της προσπάθεις για ένα υπαρκτό και όχι κατ επίφαση ή στιγμιαίο διεθνές πρόγραμμα To 2009 συνιδρύεται το TAF (the art foundation) όπου σε συνεπιμέλεια με τον Χαράλαμπο Δερμάτη παρουσιάζεται ένα τριετές πρόγραμμα. Με την αποχώρηση από το TAF σχεδιάζεται το 2011 το έπόμενο τριετές πρόγραμμα και ιδρύεται το CAMP (contemporary art meeting point) με εμβληματικές εκθέσεις, μεταξύ αυτών το "αθηναϊκό αντεργκράουντ" σε επμέλεια του Θανάση Μουτσόπουλου. Το διεθνές εικαστικό φεστιβάλ Back to Athens (2012-13-14-15-16-17) επιχειρεί μια καινούρια προσέγγυση για το εγκαταλελλημένο Αθηναϊκό κέντρο σε κενά καταστήματα, διαμερίσματα και ξενοδοχεία. Πρότυπο που διάφοροι αδιάφοροι αμομιμίθηκαν με μεγαλύτερη ή λιγότερη επιτυχία. Οι εκθέσεις έχουν υποστηριχθεί από το Υπουργείο Πολιτισμού της Αυστρίας και την Αυστριακή πρεσβεία, την πρεσβεία της Ολλανδίας και από την Japan Foundation New York (οι ελληνικές αρχές πάντοτε δυσκολεύονταν με την υποστηριξη του πολιτισμού).Γίνεται αντιληπτό ότι πρόκειται για έναν καλλιτεχνικό οργανισμό ζωντανό και πάντα εν δυνάμει που μπορεί χωρίς δογματικές αγκυλώσεις και τετριμμένα στερεότυπα, να μεταλλάσσεται και να προχωρεί λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες και τις εκάστοτε περιστάσεις.
Πώς αποτιμάτε το μοντέλο αυτής της έκθεσης του κάθε έργο 70 Eυρώ; Θεωρείτε ότι έχει επιτυχία με τους συλλέκτες;
Η CHEAPART δεν είναι εμπορικός οργανισμός είναι μια Context Art γκαλερί που αμφισβήτησε δομές και έθεσε ερωτήματα σχετικά τόσο με τη λειτουργία του μηχανισμού διανομής της τέχνης ή της πολιτικής των εκθέσεων όσο και αυτής καθαυτής της μορφής τους. Υποστηρίζει και χρηματοδοτεί projects με διαφορετικά εκφραστικά μέσα και κοινωνικό σχολιασμό. Εγκαταστάσεις, object art, περφόρμανς πέρα και πάνω από την εμπορική διακίνηση των έργων τονίζουν αυτή την κριτική. Ως έκθεση δίνει τη δυνατότητα σ΄ένα πολύ μεγάλο αριθμό επισκεπτών να αποκτήσουν έργα σύγχρονης τέχνης και να γνωρίσουν προσωπικά τους καλλιτέχνες. Η διασπορά του έργου τέχνης σε όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο, η εξοικείωση του κοινού με την τέχνη και τη διαδικασία παραγωγής της, η γνωριμία των φιλότεχνων με τους καλλιτέχνες και η συνεχής ενημέρωση ήταν οι στόχοι αυτών των εκθέσεων. Σε αυτό το πλαίσιο με βασικές αρχές την εντιμότητα και τη συνέπεια (έννοιες αυτονόητες για τον πολιτισμένο κόσμο και απολύτως άγνωστες στη νεοελληνική πραγματικότητα) είναι ευκολο να δουλεύεις συλλογικά διότι κανείς δεν έχει αμφιβολίες για τις προθέσεις και τους στόχους της CHEAPART. Ακριβώς αυτό είναι το γεγονός που το έργο έχει επιτυχία τόσο με τους συλλέκτες όσο και με ένα μεγάλο κοινό που μέσα βρίσκονται και εν δυνάμει συλλέκτες του αύριο.
Η συνέντευξη αυτή αποτέλεσε μέρος του ομότιτλου ρεπορτάζ που παρουσιάστηκε στο τεύχος 234 (Σεπτέμβριος-Νοέμβριος 2017) των Νέων της Τέχνης.