Η επίσκεψη του Τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατέκλυσε τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης και τα διεθνή μέσα αναφέρθηκαν σε μία «νέα σελίδα» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Ο κ. Μπερκάι Μαντιράτσι, έμπειρος αναλυτής με εξειδίκευση στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, στο International Crisis Group, μίλησε στο Liberal και την Μαριλίζα Αναστασοπούλου για τη σημασία της επίσκεψης Ερντογάν στην Αθήνα και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, οι οποίες κατά τη γνώμη του έχουν πράγματι εισέλθει σε μία νέα εποχή.
Ο Πρόεδρος της Τουρκίας επισκέφθηκε την Αθήνα στις 7 Δεκεμβρίου, στο πλαίσιο του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας των δύο χωρών και συνάντησε την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου και τον Έλληνα Πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη.
«Μετά τις εντάσεις του 2020 έως το 2022, θεωρώ πολύ θετική εξέλιξη το γεγονός ότι τώρα η Τουρκία και η Ελλάδα επιστρέφουν στις συνομιλίες και στη διπλωματία.
Έχουν ανοίξει μια σειρά από διαύλους επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένου του στρατιωτικού καναλιού, αλλά και το συμβούλιο συνεργασίας υψηλού επιπέδου που ιδρύθηκε το 2010 και ήταν ανενεργό για πολλά χρόνια. Αυτός είναι πολύ καλός οιωνός για την αποκλιμάκωση των διμερών σχέσεων» ξεκινάει τη συζήτηση ο κ. Μαντιράτσι.
«Το αν αυτό θα οδηγήσει σε ουσιαστικότερη πρόοδο όσον αφορά τις επί δεκαετίες διαφωνίες στο Αιγαίο θα το δούμε».
Πέραν των σχέσεων Ελλάδας - Τουρκίας ο κ. Μαντιράτσι αναφέρθηκε και στο ευρύτερο γεωπολιτικό πλαίσιο λέγοντας ότι αυτό το καλό κλίμα είναι σημαντικό «και για την Ανατολική Μεσόγειο συνολικά, όπου έχουμε δει πολλές εντάσεις την τελευταία δεκαετία».
Παρά την ευρύτερα θετική αποτίμηση δεν έχει λείψει και η κριτική ορισμένων ότι δεν υπάρχει πραγματική ουσία και βάθος στη βελτίωση των σχέσεων και ανά πάσα στιγμή τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν.
Ο κ. Μαντιράτσι διαφωνεί με αυτή την προσέγγιση λέγοντας ότι «πρόκειται για μια αρκετά πρωτοποριακή στιγμή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ένα «παιχνίδι» που αλλάζει τα δεδομένα. Θεωρώ ότι έχει ανοίξει ο χώρος για περισσότερη ευθυγράμμιση μεταξύ των δύο χωρών, ότι είναι μία νέα εποχή».
«Αυτό το υποστηρίζω όχι μόνο βάση των ειδήσεων, αλλά και βάσει συνομιλιών μου τόσο με Έλληνες διπλωμάτες και αξιωματούχους, αλλά και με Τούρκους αξιωματούχους στην Άγκυρα, οι οποίοι είναι πραγματικά πρόθυμοι να διορθώσουν τις σχέσεις τους. Και οι δύο πλευρές βλέπουν αμοιβαίο όφελος στην προώθηση των σχέσεών τους και στο να τις πάνε σε άλλο επίπεδο, ειδικά λόγω της γενικότερης γεωπολιτικής κατάστασης και της αβεβαιότητας που βλέπουμε στις κοινές τους γειτονιές, κυρίως λόγω τον πολέμων στην Ουκρανία και στη Γάζα».
Ζητήσαμε από τον κ. Μαντιράτσι να μας δώσει την οπτική από την πλευρά της Τουρκίας και μας εξήγησε «ότι, σε γενικές γραμμές, μετά τις εκλογές στην Τουρκία, με τον διορισμό του νέου υπουργού Εξωτερικών και της ομάδας του, υπάρχει μια συνειδητοποίηση, μια κίνηση προς πιο πραγματιστικές προσεγγίσεις στην τουρκική εξωτερική πολιτική. Σε αυτή τη λογική οι όποιες εντάσεις με την Ελλάδα και η όποια ρητορική ή πραγματική κλιμάκωση απλώς θα οδηγήσει σε χαμένα αποτελέσματα. Κανείς δεν μπορεί να κερδίσει από αυτό, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας. Αυτή τη στιγμή θεωρούν ότι μία συγκρουσιακή σχέση με την Ελλάδα δεν θα είναι προς το μακροπρόθεσμο συμφέρον της Τουρκίας. Αυτό είναι κάτι που το ακούω όλο και περισσότερο μετά τις εκλογές».
«Επίσης», συνεχίζει «η οικονομική ύφεση στην Τουρκία επηρεάζει πολύ τον τρόπο σκέψης στην Άγκυρα διότι προσπαθεί να διορθώσει τους δεσμούς της με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Δύση, επιδιώκοντας τώρα και την αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης- κάτι που θα δούμε αν θα προχωρήσει στη συνεδρίαση του Συμβουλίου την επόμενη εβδομάδα.
Νομίζω ότι οι σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας εντάσσονται επίσης σε αυτό το πλαίσιο, διότι η βελτίωση των σχέσεων με την Ελλάδας θα έχει επίσης θετικές επιπτώσεις στις σχέσεις της Τουρκίας με την ΕΕ, ιδιαίτερα, αλλά και με τις ΗΠΑ. Σχετικά με τα F-16 θεωρώ ότι είναι ένα λίγο ξεχωριστό θέμα και δεν σχετίζεται άμεσα».
Στο ερώτημά μας πώς αντιμετωπίστηκε η επίσκεψη του προέδρου Ερντογάν στην Αθήνα εσωτερικά στην Τουρκία, σχολίασε ότι «η ατμόσφαιρα είναι πραγματικά θετική γύρω από αυτό. Υπάρχουν βεβαία και αρκετοί σκληροπυρηνικοί που δεν θεωρούν ότι πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι και εστιάζουν στις διεκδικήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο, αλλά αυτές οι φωνές αυτό το διάστημα βρίσκονται στο περιθώριο. Το γεγονός ότι βρισκόμαστε σε μία περίοδο που δεν πρόκειται να γίνουν γενικές εκλογές στην Τουρκία για αρκετό καιρό, δίνει στον Ερντογάν και την ομάδα του περισσότερα περιθώρια να ακολουθήσουν πιο εποικοδομητικές πολιτικές.
Αυτήν την περίοδο υπάρχει μια γενική συμφωνία μεταξύ των αναλυτών, των στρατηγικών στοχαστών, των κύριων διαμορφωτών της κοινής γνώμης, ακόμη και των μίντια της αντιπολίτευσης, ότι η βελτίωση των σχέσεων με την Ελλάδα είναι προς το μακροπρόθεσμο συμφέρον της Τουρκίας» εξηγεί ο κ. Μαντιράτσι.
Τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης εστίασαν αρκετά και στην ανακοίνωση του Πρωθυπουργού της Ελλάδας, Κυριάκου Μητσοτάκη, περί συμφωνίας (με την έγκριση της Ε.Ε.) για χορήγηση βίζας στους Τούρκους πολίτες ώστε να διευκολυνθούν οι επισκέψεις τους σε 10 νησιά ελληνικά νησιά.
«Αυτό έχει κυκλοφορήσει πολύ, ιδίως στην ανώτερη μεσαία τάξη και σε άλλους ανθρώπους που έχουν απογοητευτεί αρκετά με πολλές χώρες της Ε.Ε. που δεν τους δίνουν θεωρήσεις μακράς διάρκειας ή απορρίπτουν τις αιτήσεις τους για βίζα και έχει γίνει κορυφαίο θέμα στην Τουρκία εδώ και πολύ καιρό. Τέτοιες διευκολύνσεις αντανακλούν πολύ θετικά σε ορισμένα τμήματα της τουρκικής κοινωνίας» εξηγεί ο κ. Μαντιράτσι.
«Τέτοιου είδους βήματα είναι ένας από τους τρόπους για να αγγίξουμε τους ανθρώπους και να δημιουργήσουμε μεγαλύτερη αποδοχή γι' αυτή την επαναπροσέγγιση στις σχέσεις των δύο χωρών και να μεταφέρουμε τον διάλογο από το επίπεδο των αξιωματούχων στον λαό. Είναι ένας τρόπος για να προετοιμαστούν και οι δύο πλευρές για έναν πιθανό νέο γύρο διαπραγματεύσεων, όπου θα πρέπει να ληφθούν δύσκολες αποφάσεις, οι οποίες θα πρέπει να επικοινωνηθούν και στο κοινό.
Συνεπώς, βήματα σε τομείς όπως η προστασία ιστορικών χώρων και η επέκταση των μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης σε μη στρατιωτικούς τομείς, μπορούν να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη αποδοχή και να ενισχύσουν τη διαδικασία πιθανής συμφιλίωσης στο Αιγαίο και στην πορεία στην επίλυση των διαφορών».
«Τέλος, στα μέσα Νοεμβρίου είχε προηγηθεί ένα άλλο πολύ θετικό βήμα, το ότι οι δύο πλευρές συμφώνησαν να επανενεργοποιήσουν τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης ως προς το στρατιωτικό σκέλος και να δημιουργήσουν έναν μηχανισμό παρακολούθησης που θα επιβλέπει την εφαρμογή τους. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για να μειωθεί ο κίνδυνος στρατιωτικών ελιγμών στο Αιγαίο που θα μπορούσε να επιβαρύνει τις σχέσεις, διότι όπως έχουμε δει ιστορικά μερικές φορές οι δύο στρατοί τείνουν να είναι ένα βήμα μπροστά από τους πολιτικούς σε αυτή τη διαμάχη» καταλήγει ο κ. Μαντιράτσι.