Η δύναμη των λέξεων διαφαίνεται στη συγκίνηση ή την προσβολή που προκαλούν στο πρόσωπο για το οποίο αυτές προορίζονται· άλλοτε σαν χάδι κι άλλοτε σαν πυρά διότι οι λέξεις κατονομάζουν, προσδιορίζουν και εν τέλει εξουσιάζουν.
Η δεύτερη περίπτωση – των λέξεων σαν πυρά – κυριαρχεί σε μεγάλο μέρος του βιβλίου «Η ψεύτρα και η πόλη» (εκδόσεις «Καστανιώτη») της Ισραηλινής συγγραφέως Αγιέλετ Γκούνταρ-Γκόσεν (γενν. 1982) η οποία ξετυλίγει μια υπόθεση λεκτικής κακοποίησης και κατ’ επέκταση ηθικής παρενόχλησης μιας ανήλικης κοπέλας στο χώρο εργασίας της (παγωτατζίδικο), στο Ισραήλ, διερευνώντας παράλληλα τις συνέπειες των επιλογών μας, τα μύχια της ανθρώπινης ψυχής, τον υποκριτή και τον ειλικρινή μέσα μας, τις συνέπειες της εξαπάτησης. Αναφέρεται σε έννοιες όπως ο χρόνος και η μοναξιά, θίγει την αγάπη –με έμφαση τη μητρική στο δεύτερο μέρος του βιβλίου– και τη ζήλεια.
Και όλα αυτά με λέξεις άρτια τοποθετημένες στη σειρά, ώστε να αναδείξουν τον αντίκτυπο της κακοποίησης. Διότι οι λέξεις δημοφιλούς προσώπου «αποκεφάλισαν την υπόσταση» της κοπέλας, μιας και, όπως η Γκούνταρ-Γκόσεν υπογραμμίζει την πραγματικότητα στο βιβλίο της, «επιτρέπεται απολύτως σε έναν πολίτη του κράτους να διατρυπά με τα λόγια του την καρδιά ενός άλλου πολίτη». Γι’ αυτό και η ηρωίδα του βιβλίου «ούρλιαξε την προσβολή από τις κουβέντες που (σ.σ εκείνος) της είχε εκτοξεύσει. Έβαλε σ’ αυτό το ουρλιαχτό όλη την απογοήτευση […] Η Νοφάρ Σαλέβ ούρλιαζε κι η πόλη ολόκληρη απαντούσε με ουρλιαχτό», διαβάζουμε στο βιβλίο.
Η πόλη τοποθέτησε τον προσδιορισμό «σεξουαλική» στην παρενόχληση που είχε υποστεί, η κοπέλα δεν το αρνήθηκε και έτσι η ιστορία ευδοκίμησε ώσπου η κοπέλα να αποκαλύψει την αλήθεια. Ο λόγος που ευδοκίμησε; «Έτσι και φέρει κάποιος μια ιστορία στον κόσμο και μάλιστα μια ιστορία με άρωμα σκανδάλων αυτή αμέσως θα σταθεί στα πόδια της» σημειώνεται στο βιβλίο.
Είναι ο λόγος που οι θύτες-επιφανή πρόσωπα στην κοινωνία επιθυμούν να μη μιλήσουν τα θύματά τους, διότι γνωρίζουν τον αντίκτυπο για την εικόνα και το όνομά τους, πόσω μάλλον όταν η κάθε είδους παρενόχληση ή κακοποιητική συμπεριφορά διαπράττεται σε χώρο εργασίας ειδεμή σήμερα που κυματίζει το κίνημα #MeToo.
Πηγή φωτ.: Shutterstock
«Θεωρώ τον εαυτό μου φεμινίστρια. Όπως οι περισσότερες γυναίκες, έτσι και εγώ βίωσα σεξουαλική παρενόχληση στον εργασιακό μου χώρο, για την οποία δεν παραπονέθηκα ποτέ. Αισθάνομαι ότι ένα από τα πράγματα που με αποσιώπησαν ήταν ο φόβος ότι οι άνθρωποι θα πουν ότι τα βγάζω από το μυαλό μου, όπως κάνουν συχνά στο Ισραήλ. Kι όμως, έγραψα μια ιστορία για ένα κορίτσι που τα "βγάζει από το μυαλό της"» απαντά στο Liberal η Αγιέλετ Γκούνταρ-Γκόσεν, ερωτηθείσα για το #MeToo.
«Ως φεμινίστρια, γνωρίζω ότι η συνήθης απάντηση των ανδρών που κατηγορούνται για σεξουαλική επίθεση είναι "τα βγάζει από το μυαλό της!" – Και είμαι έξαλλη με αυτό. Ως συγγραφέας, επιλέγω να γράψω μια ιστορία για ένα κορίτσι που τα βγάζει από το μυαλό του. Είναι μια σπάνια κατάσταση, αλλά μπορεί επίσης να συμβεί, και αρνούμαι να περιορίσω τον εαυτό μου ως συγγραφέας εξαιτίας του PC.
Μέσα από το έργο του ο Ντοστογιέφσκι δεν υπονοεί ότι όλοι οι φοιτητές είναι δολοφόνοι. Μέσα από το έργο του ο, επίσης, Ρώσος συγγραφέας Ναμπόκοφ, δεν κατονομάζει παιδόφιλους όλους τους άνδρες, και σίγουρα δεν εννοώ ότι όλες οι γυναίκες επινοούν επιθέσεις», μας επεξηγεί η κα. Γκούνταρ-Γκόσεν.
Όπως ανακαλεί, «όταν το βιβλίο κυκλοφόρησε στο Ισραήλ, ένας άνδρας δημοσιογράφος μου είπε ότι έπρεπε να περιμένω με τη δημοσίευση. "Βλάπτεις τον αγώνα", είπε. Πάντα είναι ωραίο όταν οι άνδρες σου λένε για τι να γράψεις, αλλά τις επόμενες εβδομάδες αναρωτιόμουν: είμαι κακή φεμινίστρια;».
Ποιος όμως ο ρόλος της λογοτεχνίας στην προκειμένη περίπτωση; «Νομίζω ότι η λογοτεχνία είναι πάντα πιο ενδιαφέρουσα όταν δεν υπάρχει ένας καλός και ένας κακός χαρακτήρας, αλλά σε όλους τους χαρακτήρες εκδηλώνονται τόσο το καλό όσο και το κακό. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι (σ.σ το κεντρικό πρόσωπο στο βιβλίο) δέχτηκε επίθεση, με τρόπο για τον οποίο δεν θα μπορούσε να λογοδοτήσει.
Στη γκρίζα ζώνη των όσων συνέβησαν εκεί, εν μέσω του τραύματος, έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα στο μαύρο και το άσπρο» διευκρινίζει η κα. Γκούνταρ-Γκόσεν και ανακαλούμε σημεία στο βιβλίο όπου η ηρωίδα και η ανακρίτρια τονίζουν τον αντίκτυπο της πράξης αλλά και το συμβολικό χαρακτήρα δήλωσης στις Αρχές αυτής της πράξης, εν είδει παραδειγματισμού· «σκεφτείτε, ένας άνθρωπος σαν αυτόν σίγουρα έχει κάνει κακό σε κάποια […]» και «το ζήτημα δεν είναι ο Αβισάι Μίλνερ, το ζήτημα είναι να πολεμήσουμε τον επόμενο σκατιά που θα σκεφτεί έστω και να φερθεί έτσι […]» διαβάζουμε στο βιβλίο.
Αρκεί όμως ένας παραδειγματισμός για τους επιρρεπείς στην παρενοχλητική ή/και κακοποιητική συμπεριφορά ή θα τους κάνει να είναι πιο προσεχτικοί ώστε να μείνει κρυφή η στάση τους; Περιορίζουν ο νόμος και η τιμωρία τις πράξεις τους;
«Μια σκοτεινή εκδοχή της ιστορίας της Σταχτοπούτας»
Η ανάγνωση του βιβλίου της Αγιέλετ Γκούνταρ-Γκόσεν μας έκανε να αναρωτηθούμε το λόγο για τον οποίο γράφθηκε, ποιο ήταν το κίνητρο. «Ήθελα να δημιουργήσω μια σκοτεινή εκδοχή της ιστορίας της Σταχτοπούτας, όπου το ψέμα είναι η απόλυτη μαγεία που μετατρέπει την πρωταγωνίστρια από ένα τίποτα σε κάποιον» απαντά η συγγραφέας στο Liberal και διευκρινίζει: «Είναι μια ιστορία για τη δύναμη των ιστοριών –καθώς τα ψέματα είναι ένα συγκεκριμένο είδος ιστορίας– να αλλάζουν τη ζωή μας.
Το βιβλίο "Η ψεύτρα και η πόλη" είναι μια ιστορία για το πώς ένα ψέμα μπορεί να κάνει τεράστια διαφορά. Σε έναν κόσμο μετά την αλήθεια, η κραυγή ενός κοριτσιού μπορεί να κάνει μια ολόκληρη πόλη να τιτιβίζει και να ουρλιάζει.
Ως μητέρα, αναρωτήθηκα τι θα είχα κάνει, αν ανακάλυπτα ότι η κόρη μου επινόησε ένα τέτοιο ψέμα. Η άμεση απάντηση είναι ότι θα την έσερνα στο αστυνομικό τμήμα και θα έβαζα ένα τέλος. Αλλά είναι πραγματικά τόσο απλό να αναγκάσετε την κόρη σας να ομολογήσει το ψέμα, δεδομένης της δημόσιας αντίδρασης που θα πρέπει να αντιμετωπίσει;
"Η ψεύτρα και η πόλη" είναι επίσης μια ιστορία για μια μητέρα και για τις επιλογές που πρέπει να κάνουν οι γονείς. Η δημόσια συζήτηση σήμερα στο Ισραήλ είναι ότι θέλουμε τα παιδιά μας να είναι ευτυχισμένα. Είναι πολύ πιο μπροστά από το "θέλουμε να είναι καλοί άνθρωποι" - ένα από τα κίνητρά μου ήταν να εξερευνήσω αυτό το ηθικό δίλημμα», καταλήγει η συγγραφέας.
Προφανώς, οι καταχρηστικές και κάθε είδους βίαιες συμπεριφορές δεν φέρνουν ευτυχία στα άτομα που τις δέχονται. Ενίοτε σκεφτόμαστε ότι οι διαπράττοντες τέτοιες συμπεριφορές δεν αντιμετωπίζουν άτομα «ισάξιά» τους στο χαρακτήρα, δηλαδή εξ ίσου χυδαία. Η συμπεριφορά τους είθισται να εκφράζεται σε άτομα συνεσταλμένα, και σε αυτή την περίπτωση δεν πρόκειται για επιθυμία, αλλά για επιβολή, εξουσία και ανάγκη άσκησής της.
Η Αγιέλετ Γκούνταρ-Γκόσεν υπονοεί την εξουσία που θεωρούν ότι κατέχουν δημοφιλή πρόσωπα, όπως εκείνος που πρόσβαλλε την κοπέλα στο βιβλίο. Μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι με το βιβλίο της εκφράζει ένα δριμύ κατηγορώ για κάθε μορφή βίας κατά των γυναικών. Κατά την άποψή μας, η σεξουαλική βία υπονοείται και από το εξώφυλλο του βιβλίου, με τα ανεστραμμένα χωνάκια παγωτού να μπορούν να αποτελούν φαλλικό σύμβολο.
Το εξώφυλλο του βιβλίου. Πηγή φωτ.: Εκδόσεις «Καστανιώτη»
Η συγγραφέας καταφέρνει επίσης να διεισδύσει στα μύχια της ανθρώπινης ψυχής και να δώσει σφαιρική εικόνα για τις σκέψεις και τα συναισθήματα κάθε προσώπου του βιβλίου. Εκτός από την άρτια χρήση της γλώσσας και τις ποιητικές της εκφράσεις, στα «συν» του βιβλίου εντάσσονται τα σχετικά μικρής έκτασης κεφάλαια που κρατούν αμείωτη την προσοχή του αναγνώστη.
«Ο χρόνος λέει ψέματα σε όλους»
Μια παραπάνω τρυφερή καταγραφή παρατηρούμε στα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου, κατά τα οποία η ανήλικη γνωρίζει μια ηλικιωμένη που επίσης χρησιμοποιεί ένα ψέμα για να κρατηθεί ζωντανή: οικειοποιείται την ταυτότητα της νεκρής φίλης της που ήταν επιζήσασα του στρατοπέδου συγκέντρωσης στο Άουσβιτς. Μέσα από τις συναναστροφές τους τίθενται ζητήματα για τον χρόνο και την μοναξιά σε κάθε ηλικία –αναφορά στη μοναξιά είχε γίνει και στο πρώτο μέρος του βιβλίου.
Δυσκολευτήκαμε να ξεχωρίσουμε τις δυνατές φράσεις που αποτυπώνουν την αλήθεια, μιας και η συγγραφέας κορυφώνει την αλήθεια στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου. «Γριά είναι να είσαι εντελώς μόνη. Τόσο μόνη, που μερικές φορές σκαρφίζεσαι πράγματα για να είσαι λιγότερο μόνη. […] Οι άνθρωποι πάντα πάνε στους γέροντες για να τους πουν τι είναι σωστό να κάνουν. Γιατί όμως να ξέρουν οι γέροι ποιο είναι το σωστό να γίνει; Η μόνη διαφορά ανάμεσα σ’ αυτούς και τους νέους είναι μερικές δεκαετίες σφαλμάτων και κακών αποφάσεων. […] Στην ηλικία μας η μνήμη δεν είναι πια τόσο καλή. Οι περισσότεροι γέροι δεν έχουν το πλεονέκτημα να αποφασίζουν μόνοι τους τι θα’ πρεπε να ξεχάσουν και τι θέλουν να ξεχάσουν […]» διαβάζουμε, μεταξύ άλλων.
Σκεφτόμαστε ότι η μοναξιά δεν είναι συναισθηματική κατάσταση μιας συγκεκριμένης ηλικίας, ότι ο πανδαμάτωρ χρόνος υπενθυμίζει στους ηλικιωμένους τον περιορισμένο χρόνο ζωής τους όπως και ότι ο νους ενίοτε νοσεί και με τα χρόνια δεν παύει μόνο να διαχωρίζει την αλήθεια από το ψέμα, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό και όσα έχει πράξει.
Τρόπον τινά «ο χρόνος λέει ψέματα σε όλους» τονίζει η Αγιέλετ Γκούνταρ-Γκόσεν, διότι –θα λέγαμε εμείς– δεν λέει σε καθέναν πόσο χρόνο έχει. Ως παιδιά ενδεχομένως να θεωρούσαμε ότι η ζωή είναι αιώνια και οι εαυτοί μας στην τρίτη ηλικία φάνταζε στα μάτια μας ως κάτι πολύ μακρινό. Ως ενήλικες και έχοντας βιώσει την απώλεια αγαπημένων προσώπων ότι εν τέλει είμαστε τρωτοί και ως ανήκοντες πλέον σε μεγάλη ηλικία ανακαλούμε τα πεπραγμένα, πώς μπορούσε να διορθώσουμε ή να βοηθήσουμε όσους αδικήσαμε, μη γνωρίζοντας πότε τα βλέφαρά μας δεν θα ανοίξουν ξανά –κάτι που ενίοτε επιφέρει αγωνία.
Η συγγραφέας υπαινίσεται ότι αυτό που έχει ανάγκη ο άνθρωπος είναι η αγάπη. Και «η αγάπη είναι ένα πολύ ευαίσθητο πράγμα» όπως υπενθυμίζει, συμπληρώνοντας ότι «η αλήθεια μπορεί να την ποδοπατήσει (σ.σ την αγάπη) σαν ιπποπόταμος που τρέχει μανιασμένα».
Η αλήθεια κρατά τη συνείδηση καθαρή, όπως για την ηρωίδα του βιβλίου. Η αλήθεια αμαυρώνει τους διαπράττοντες κάθε μορφής βία. Και η αλήθεια είναι ότι κακοποιητικές συμπεριφορές και παρενοχλήσεις υπήρχαν και συνεχίζουν να υφίστανται σε οποιοδήποτε χώρο –εργασιακό και μη– σε δυτικές και μη κοινωνίες. Αρκεί κάθε φορά να τις ονοματίζουμε ώσπου να πάψουν οι λέξεις των θυμάτων να είναι απαγορευτικές προς δήλωση της αλήθειας και να γίνει η αλήθεια η σφαίρα που θα ποδοπατήσει τους θύτες.
Αγιέλετ Γκούνταρ-Γκόσεν
Μία από τις σημαντικότερες νέες φωνές της σύγχρονης εβραϊκής λογοτεχνίας θεωρείται η Αγιέλετ Γκούνταρ-Γκόσεν η οποία ζει και εργάζεται στο Ισραήλ. Μετά την ολοκλήρωση των μεταπτυχιακών της σπουδών στην κλινική ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ, παρακολούθησε τη Σχολή Κινηματογράφου και Τηλεόρασης «Σαμ Σπίγκελ» στην Ιερουσαλήμ.
Ασχολείται με τη σεναριογραφία και την παραγωγή ταινιών μικρού μήκους. Έχει δημοσιογραφήσει στην εφημερίδα Γεντιότ Αχρονότ και εξακολουθεί να συνεργάζεται με μεγάλα διεθνή μέσα ενημέρωσης, όπως το BBC και οι New York Times.
Η Αγιέλετ Γκούνταρ-Γκόσεν. Πηγή φωτ.: Facebook/ Thessaloniki Book Fair / Διεθνής Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης
Με το πρώτο της βιβλίο «Κάποια νύχτα, ο Μάρκοβιτς» (2012) απέσπασε το Βραβείο Σαπίρ Πρωτοεμφανιζόμενης Συγγραφέως. Ακολούθησαν τα μυθιστορήματά της «Αφυπνίζοντας τα λιοντάρια» (2014) και «Η ψεύτρα και η πόλη» (2018), ενώ έχει ήδη ολοκληρώσει και το τέταρτο με τίτλο «Από πού θα φανεί ο λύκος». Έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από δέκα γλώσσες, η ίδια συμμετέχει σε πολλά κινήματα πολιτών στην πατρίδα της.