Το Ισραήλ έναντι εχθρών και συμμάχων και η στρατηγική για τη «νέα» Συρία
AP Photo/Tsafrir Abayov
AP Photo/Tsafrir Abayov
Γαβριήλ Χαρίτος

Το Ισραήλ έναντι εχθρών και συμμάχων και η στρατηγική για τη «νέα» Συρία

Το Liberal ανοίγει τον φάκελο «Μέση Ανατολή 2025» μαζί με τον Γαβριήλ Χαρίτο μέσω ενός κύκλου συνεντεύξεων στην Ευαγγελία Μπίφη. Πρώτος σταθμός, Ισραήλ. Τι μέλλει γενέσθαι σε Λωρίδα της Γάζας και Λίβανο· το «ιδιότυπο μέτωπο» με τη διακυβέρνηση Μπάιντεν, οι προσδοκίες από την επερχόμενη προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ και η ισραηλινή στρατηγική υπό τη βαριά τουρκική σκιά στη μετά Άσαντ Συρία.

Ο κ. Χαρίτος, επισκέπτης καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ερευνητής στο ΕΛΙΑΜΕΠ και ανώτερος αναλυτής στο κυπριακό Ινστιτούτο Μελετών Πολιτικής και Δημοκρατίας (ΙΜΠΔ), μας μιλά για τη Μέση Ανατολή που βρίσκεται σε περίοδο αναδιάταξης συνόρων και γεωστρατηγικών ισορροπιών, με τελευταίο κεφάλαιο αυτό της πτώσης Άσαντ και της υπό διαμόρφωσης «νέας» Συρίας, στην οποία, όπως αναφέρει, η προέλαση του ισραηλινού στρατού στα νότια μας δίνει μία πρόγευση για όσα πολλά απομένουν να συμβούν.

Ο ίδιος αποκλείει μία απευθείας σύγκρουση ανάμεσα στο Ισραήλ και την Τουρκία στο έδαφός της Συρίας. Η σύγκρουση με μία χώρα του ΝΑΤΟ είναι κάτι που δεν θα επεδίωκε το Ισραήλ, ούτε φυσικά και η Τουρκία θα έθετε τον εαυτό της στην περιπέτεια να αναμετρηθεί στρατιωτικά με έναν τόσο καίριο σύμμαχο των Ηνωμένων Πολιτειών, επισημαίνει. Αναφορικά με την αλλαγή σκυτάλης στον Λευκό Οίκο, ο κ. Χαρίτος αναφέρει ότι οι διφορούμενες δηλώσεις Τραμπ προκαλούν ανησυχία στο Ισραήλ, που οδηγείται στο να υιοθετήσει αυτό που οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν πολύ απλά «Εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης»

Με τον Γαβριήλ Χαρίτο θα αποτυπώσουμε σε οκτώ ενότητες πώς αναδιατάσσεται ο χάρτης της Μέσης Ανατολής σε μια «διαδρομή» που ξεκινά σήμερα για να καταλήξει στις 7 Ιανουαρίου 2025 περνώντας διαδοχικά από το Ισραήλ, τη Λωρίδα της Γάζας, τον Λίβανο, τις μοναρχίες του Κόλπου και την Ιορδανία, την Αίγυπτο, το Ιράν και τη Συρία, για να «κλείσει» με τις εκτιμήσεις του για τις προκλήσεις που γεννώνται για την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία.

Ακολουθεί το κείμενο της πρώτης συνέντευξης:

Κύριε Χαρίτο, βρισκόμαστε στη δύση ενός έτους καταιγιστικών εξελίξεων και γεωπολιτικών ανακατατάξεων στη Μέση Ανατολή με σημείο αφετηρίας τη «μαύρη» 7η Οκτωβρίου 2023. Πώς αποτιμάτε τη στρατηγική του Ισραήλ στα πολλαπλά μέτωπα και πού στεκόμαστε ενάμισι χρόνο μετά; 

Έχοντας ζήσει από την πρώτη στιγμή που ξέσπασε αυτός ο πόλεμος, στις 7 Οκτωβρίου 2023, οφείλω να πω ότι, ενώ αρχικά η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία ισχυριζόταν πως θα επρόκειτο για μία ακόμα επιχείρηση στη Γάζα και θα διαρκούσε από μερικές εβδομάδες έως μερικούς μήνες, μόνο γύρω στον Μάρτιο του 2024 η κοινή γνώμη συνειδητοποίησε την πραγματική έκταση της κατάστασης.

Το μέτωπο με την Χεζμπολάχ είχε ήδη ανοίξει από την δεύτερη μέρα του πολέμου, και δεν ήταν η πρώτη φορά που ο ισραηλινός στρατός αντιμετώπιζε συγχρόνως το μέτωπο της Γάζας, του Νοτίου Λιβάνου, τις μεμονωμένες εστίες έντασης στην Δυτική Όχθη, με την αεροπορία να πραγματοποιεί σποραδικές επιχειρήσεις κατά ιρανικών, κυρίως, στόχων μέχρι τη συριακή ενδοχώρα. Όμως, όταν προέκυψε το νέο μέτωπο με τους Χούθι της Υεμένης, με τις σιιτικές φιλοϊρανικές πολιτοφυλακές του Ιράκ, μέχρι που ξεπεράστηκε το «ταμπού» της πιθανότητας μίας ευθείας πυραυλικής αντιπαράθεσης του Ισραήλ με το ίδιο το Ιράν -κάτι που εδώ στο Ισραήλ θεωρείτο ένα σενάριο υπαρκτό μεν, πλην όμως μακρινό-, μπορώ να πω ότι τότε μόνο οι Ισραηλινοί συνειδητοποίησαν πως ο πόλεμος αυτός δεν επρόκειτο να λήξει μέσα στο 2024.

Παράλληλα, και παρότι ίσως αυτό δεν γινόταν ξεκάθαρα αντιληπτό στο εξωτερικό, εδώ στο Ισραήλ το μέτωπο που ξάφνιασε, προβλημάτισε και εκνεύρισε, τόσο την πολιτική ηγεσία, όσο και μία μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης, ήταν το «ιδιότυπο μέτωπο» που αναπτύχθηκε σε πολιτικό, επικοινωνιακό και διπλωματικό επίπεδο μεταξύ της διακυβέρνησης Νετανιάχου και της διακυβέρνησης Μπάιντεν. Οι Ισραηλινοί αισθάνθηκαν πολλές φορές ότι ο Λευκός Οίκος και το στενό του περιβάλλον, τους υπέσκαπταν και παρότι τελικά η στρατιωτική ενίσχυση που τους παρείχαν ήταν εξαιρετικά σημαντική, οι ΗΠΑ των Δημοκρατικών άφησαν σε αρκετές περιπτώσεις τις ισραηλινές επιδιώξεις «ακάλυπτες».

Ανεξαρτήτως εάν αυτή η αίσθηση ήταν δίκαιη ή όχι, παρατηρώντας την πορεία των σχέσεων Ισραήλ-ΗΠΑ καθ' όλη την διάρκεια του 2024, είναι σαφές ότι στην ισραηλινή πολιτική σκηνή και στη συντριπτική πλειοψηφία της εσωτερικής κοινής γνώμης -είτε μιλάμε για τους υποστηρικτές του Νετανιάχου, είτε όχι -, για πρώτη φορά γινόταν αισθητός ένας υφέρπων αντιαμερικανισμός, υπό την έννοια ότι «σε τόσο κρίσιμες συγκυρίες, οι Αμερικανοί θα όφειλαν να ήταν λιγότερο 'αυστηροί' με το Ισραήλ». Η αίσθηση αυτή, μπορεί να μην αφέθηκε να διαφανεί στο εξωτερικό ή στις κατά καιρούς δημόσιες δηλώσεις, αλλά έχω την αίσθηση ότι έχει αφήσει ένα έντονο αποτύπωμα, που πιστεύω ότι τις επιπτώσεις του θα τις δούμε τα επόμενα χρόνια. Επιπτώσεις που είναι πιθανό να μας εκπλήξουν, κυρίως ως προς τον τρόπο με τον οποίον στο Ισραήλ θα βλέπουν από εδώ και πέρα τις Ηνωμένες Πολιτείες, όταν πια ο πόλεμος αυτός θα έχει λήξει. 

Αναμφίβολα, κανείς δεν περίμενε ότι η Χαμάς θα «νικούσε» την ισραηλινή πολεμική μηχανή. Ωστόσο, η αίσθηση ότι «κάτι δεν γίνεται σωστά» στη Γάζα αυξανόταν ολοένα και περισσότερο όσο περνούσαν οι μήνες και ο στρατός αναγκαζόταν να «επιστρέψει» σε διάφορες περιοχές του θύλακα, ενώ προηγουμένως οι επίσημες ανακοινώσεις διαβεβαίωναν ότι στις συγκεκριμένες περιοχές «η Χαμάς έχει κατατροπωθεί».

Ναι, οι ισραηλινές δυνάμεις άλλαξαν την γεωγραφία της Γάζας, όχι μόνο καταστρέφοντας υποδομές της Χαμάς, αλλά και κατοικημένες περιοχές λόγω της ύπαρξης των τούνελ, δηλαδή μίας ολόκληρης υπόγειας Γάζας που εξυπηρετούσε τις ανάγκες της οργάνωσης. Ήδη από τον Μάρτιο του 2024, η Γάζα χωρίστηκε σε δύο τμήματα, την «βόρεια Γάζα» και την «νότια Γάζα», ένας γεωγραφικός διαχωρισμός που δεν υπήρχε πριν. Περιμετρικά του βορείου τμήματος του θύλακα και κατά μήκος με τα ισραηλινά εδάφη, οι ισραηλινές δυνάμεις είχαν δημιουργήσει ήδη από τα τέλη του 2023 μία de facto «νεκρή ζώνη», η οποία, σύμφωνα με τους μεταπολεμικούς σχεδιασμούς, θα αποτελέσει ένα σημαντικό επιχείρημα για την διασφάλιση όσων ισραηλινών πολιτών θα θελήσουν να επιστρέψουν στις εστίες τους στην μεθόριο Γάζας-Ισραήλ.

Όμως, όλη αυτή η κατάσταση που σας περιέγραψα, με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η διαχείριση του μετώπου της Γάζας είναι «επιτυχής». Αντιθέτως, θα περίμενε κανείς, ύστερα από τόσες επιχειρήσεις -και μάλιστα επανειλημμένες στις ίδιες περιοχές- η Χαμάς να έχει ήδη παραδώσει τα όπλα. Αυτό δεν συνέβη. Ακόμα και μετά την εκτέλεση του Γιαχία Σινουάρ και του Ισμαήλ Χανίγια, βλέπουμε μία Χαμάς να συνεχίζει να διαπραγματεύεται και, βασικά, να συνεχίζει να υπάρχει. Το συγκεκριμένο δεδομένο, λοιπόν, επιβεβαιώνει ουσιαστικά την ορθότητα του προβληματισμού που συνοψίζεται με την εξής φράση: «Κάτι δεν γίνεται σωστά στη Γάζα».

Ένα επίσης πολύ ενδιαφέρον στοιχείο, που θα ήταν παράλειψη να μην ειπωθεί, είναι ότι για τις επιτυχίες αλλά και τις αποτυχίες του ισραηλινού στρατού, δεν είναι άξιος συγχαρητηρίων ή υπόχρεος να απολογηθεί μόνο ο Νετανιάχου ή οι υπουργοί Άμυνας που επέλεξε. Εξίσου άξιος συγχαρητηρίων, και ταυτόχρονα υπόλογος, είναι και ο Μπένι Γκαντς, από την πλευρά της αντιπολίτευσης. Αξίζει, πιστεύω, να συγκρατήσουμε στη μνήμη μας αυτήν την επισήμανση, ενόψει κυρίως της σύστασης εξεταστικής επιτροπής για την ορθή ή μη διαχείριση όχι μόνο σε σχέση με τα γεγονότα της 7ης Οκτωβρίου, αλλά και γενικότερα.

Ως προς το μέτωπο του Λιβάνου όμως;

Αντιθέτως, στον Λίβανο η ισραηλινή πλευρά κατάφερε μέσα στο 2024, αν μη τι άλλο, να καταφέρει τεράστιο πλήγμα κατά της Χεζμπολάχ, η οποία εκλαμβανόταν για χρόνια ως πολύ ισχυρότερη της Χαμάς, η οποία παρά τις απώλειές της, συνεχίζει να επιζεί. Πέραν της εκτέλεσης του ηγέτη της οργάνωσης, Χασάν Νασράλα, η επιχείρηση μαζικής ανατίναξης των βομβητών πιστεύω, κατά κοινή ομολογία υπήρξε ένα εγχείρημα ανεπανάληπτο ως προς τη σύλληψη και την εκτέλεσή του.

Η διαχείριση του μετώπου του Λιβάνου, όμως, κατέδειξε κάτι εξίσου σημαντικό: Κανένας περιφερειακός ή διεθνής παράγοντας δεν μπορεί πια να ισχυριστεί ότι η πολιτική διακυβέρνηση του Λιβάνου αποδείχθηκε ανεπαρκής ως προς την διαφύλαξη της εθνικής κυριαρχίας της χώρας. Αρκεί να επισημανθεί ότι έπρεπε να συναφθεί συμφωνία εκεχειρίας, και μάλιστα με διεθνείς εγγυήσεις, για να «αναγκαστεί» τινι τρόπω ο τακτικός λιβανικός στρατός να αποδείξει ότι, πράγματι, υφίσταται. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι μόλις στις 20/12/2024 ο τακτικός λιβανικός στρατός κατάφερε να αναλάβει στρατιωτικά φυλάκια που συνολικά δεν ξεπερνούν τα δέκα -τη στιγμή που οι ισραηλινές δυνάμεις που βρίσκονται στον νότιο Λίβανο σήμερα θα έπρεπε ήδη να ετοιμάζονται να αποσυρθούν. Η ασταθής κατάσταση που προέκυψε στην γειτονική Συρία, σε συνάρτηση με την αμαχητί προέλαση των Ισραηλινών στα συριακά εδάφη, φτάνοντας να ελέγχουν πλέον την μεθόριο Συρίας-Νοτίου Λιβάνου, προλέγει ότι η παραμονή των ισραηλινών δυνάμεων στον Λίβανο θα παραταθεί. Και ουδέν μονιμότερον του προσωρινού. 

Και η περίπτωση των Χούθι που ήρθαν να προστεθούν στον ιρανικό «άξονα της αντίστασης» φθάνοντας να διαταράξουν τη διεθνή ναυσιπλοΐα;

Τα απροσδόκητα μέτωπα με τους Χούθι της Υεμένης και τους Σιίτες πολιτοφύλακες του Ιράκ ανέδειξαν νέες προκλήσεις για την ισραηλινή αεράμυνα. Και εκεί παρουσιάστηκαν δυσάρεστες εκπλήξεις, με πολλαπλές αποτυχίες του Σιδερένιου Θόλου και του αντιβαλλιστικού συστήματος Arrow να έχουν καταγραφεί στις όχι και τόσο ευχάριστες στιγμές που πέρασε η ισραηλινή πλευρά. Χούθι και πολιτοφύλακες του Ιράκ θα απασχολήσουν το Ισραήλ το επόμενο διάστημα, και μάλλον δεν θα αποφευχθεί η ανάγκη μίας συντονισμένης προσπάθειας της πολεμικής αεροπορίας της χώρας, που απ’ ό,τι φαίνεται δεν έχει δείξει όλες τις δυνατότητες.

Το γεγονός ότι στην περίπτωση των Χούθι, έχει κινητοποιηθεί μεγάλος αριθμός δυτικών χωρών -μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα- αποτελεί ένα σημαντικό προηγούμενο, όχι μόνο στρατιωτικό, αλλά και πολιτικό/διπλωματικό, που εκτιμώ ότι η ισραηλινή πλευρά δεν θα αφήσει αναξιοποίητο. Η κρίση των νοτίων στενών της Ερυθράς Θάλασσας ενέχει κοινά χαρακτηριστικά με την πάλαι ποτέ Κρίση του Σουέζ. Μόνο που αυτή την φορά -και σε αντίθεση με το μακρινό, αλλά πάντα επίκαιρο 1956- , εν τέλει, κερδισμένοι σε διπλωματικό επίπεδο φαίνεται πως αποδεικνύονται οι Ισραηλινοί. Εμφανής, άλλωστε, είναι η εν γένει αντιμετώπιση της διεθνούς κοινότητας ως προς τη συγκεκριμένη περίπτωση -μία αντιμετώπιση δυσανάλογα διαφορετική με την αντίστοιχη της Γάζας. Τα νότια στενά της Ερυθράς Θάλασσας ενδιαφέρουν άλλωστε την διεθνή ναυσιπλοΐα.

Πόσο θα πρέπει να προβληματίζει η συνεχής ένταση στη Δυτική Όχθη;

Όσο για την αντιμετώπιση των μόνιμων εστιών έντασης στην Δυτική Όχθη, οι ισραηλινές δυνάμεις απέδειξαν ότι είναι σε θέση, ακόμα και σε τόσο δύσκολες συγκυρίες, να θέσουν την κατάσταση υπό έλεγχο.

Από την άλλη όμως, δεν πρέπει να υποτιμήσουμε ένα μέτωπο που, εν δυνάμει, θα μπορούσε να αποτελέσει την αφορμή για πολλές άλλες «7ες Οκτωβρίου». Το 2024 ανέδειξε την ελλιπή φύλαξη της μεθορίου Ισραήλ-Ιορδανίας, η οποία, σε πολλά της σημεία παραμένει διάτρητη μέχρι σήμερα, δίνοντας την ευκαιρία σε επίδοξους ενόπλους να πραγματοποιήσουν θεαματικές επιχειρήσεις. Ήδη από τα τέλη του καλοκαιριού του 2024, ο ισραηλινός στρατός, σε πλήρη συνεργασία με τις ιορδανικές δυνάμεις ασφαλείας, άρχισε να κατασκευάζει οχυρωματικά έργα και φράχτη ασφαλείας κατά μήκος της οριογραμμής -ένα έργο που δεν τελειώνει εύκολα υπό τις παρούσες δύσκολες συνθήκες, που γίνονται ακόμα δυσκολότερες λόγω έλλειψης επαρκούς στρατιωτικού προσωπικού. 

Συμπερασματικά, ενώ στην αρχή του 2024 επικρατούσε γενικότερα η αίσθηση ότι η κατάσταση σε Γάζα και Λίβανο θα μπορούσε να τεθεί υπό έλεγχο σε βάθος μηνών, φτάσαμε παραμονές του 2025 και ο τερματισμός των επιχειρήσεων δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα. Η προέλαση του ισραηλινού στρατού στη νότια Συρία μας δίνει μία πρόγευση για όσα πολλά απομένουν να μας απασχολήσουν στη συνέχεια. 

Στις πιο κρίσιμες στιγμές που ζήσαμε εντός του έτους, οι κόκκινες γραμμές σε έναν σκιώδη πόλεμο δεκαετιών μεταξύ Ισραήλ και Ιράν ξεπεράστηκαν θέτοντας τη Μέση Ανατολή και τις Ηνωμένες Πολιτείες σε συναγερμό. Τι ήλθε να καταδείξει ο κύκλος πυραυλικών επιθέσεων;

Ένα δεύτερο απροσδόκητο μέτωπο είναι αυτό που, όπως αποδείχθηκε, κακώς προέκυψε. Οι δύο ευθείες πυραυλικές -και ξεκάθαρα χορογραφημένες- συγκρούσεις μεταξύ Ιράν και Ισραήλ, στα μέσα Απριλίου και στις αρχές Οκτωβρίου 2024, όχι μόνο δεν αποκατέστησαν την προβολή ισχύος της Τεχεράνης. Απεναντίας, την απομυθοποίησαν. Αμφότερες οι ισραηλινές ανταπαντήσεις, ναι μεν διατήρησαν την προβολή ισχύος του Ισραήλ, πλην όμως κατέδειξαν και τις αδυναμίες του Σιδερένιου Θόλου όταν καλείται να αντιμετωπίσει αλλεπάλληλες σε χρόνο μαζικές εχθρικές εκτοξεύσεις και οι υλικές ζημιές που προκάλεσαν αποδείχθηκαν πολύ μεγαλύτερες και σημαντικότερες από όσες αρχικά ανακοινώθηκαν. Η ισραηλινή αεράμυνα, εν τέλει, αποδείχθηκε ότι δεν είναι άτρωτη και ότι έχει κάποια όρια που δεν μπορούν εύκολα να ξεπεραστούν. 

Περνώντας στην μετά Άσαντ Συρία, ποια η στάση του Ισραήλ με δεδομένο ότι τη θέση του Ιράν παίρνει η, ασκούσα επιρροή στους τζιχαντιστές, Τουρκία, την οποία εμμέσως βρίσκει απέναντι από τα σύνορά του;

Η κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ δεν αποτέλεσε μία ευχάριστη εξέλιξη για την ισραηλινή πλευρά. Ο άξονας Μόσχας-Δαμασκού, σε συνδυασμό με την ανεκτικότητα των ρωσικών στρατευμάτων να δίνουν στους Ισραηλινούς το «πράσινο φως» να πλήττουν ιρανικούς στόχους εντός της συριακής επικράτειας, είχε καταστήσει το λεγόμενο «συριακό μέτωπο» εν πολλοίς προβλέψιμο. Ο οριστικός τερματισμός αυτού του ιδιαίτερου modus vivendi και ο έλεγχος ενός σημαντικού τμήματος της Συρίας από τζιχαντιστές αντάρτες ανοίγει ένα νέο δύσκολο κεφάλαιο, όχι μόνο για το Ισραήλ, αλλά και για την περιοχή γενικότερα. 

Η εξαιρετικά γρήγορη κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ, σε συνδυασμό με την εντυπωσιακά ψύχραιμη ρωσική παραδοχή της απαρχής μίας νέας «επόμενης μέρας» για τη Συρία, δεν πρέπει να ξάφνιασε τα ισραηλινά και αμερικανικά επιτελεία. Θεωρώ ότι δεν είναι συγκυριακή ή απλώς τυχαία η απόφαση των ανταρτών της Χαγιάτ Ταχρίρ Αλ-Σαμ (HTS) να μην προσπαθήσει καν να ελέγξει τα εδάφη νοτίως της Δαμασκού ή την de facto αυτοδιοικούμενη επαρχία Σουέϊντα με συμπαγή πληθυσμό Δρούζων. Ας μην ξεχνάμε ότι, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, η ισραηλινή προέλαση πραγματοποιείται σχεδόν αμαχητί.

Τα δεδομένα αυτά, εύκολα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα συριακά εδάφη πέραν της νεκρής ζώνης των Υψωμάτων του Γκολάν θα αποτελέσουν στο μέλλον μία -είτε άτυπη, είτε επίσημη- ισραηλινή «ζώνη ασφαλείας», η οποία είτε θα φυλάσσεται από ισραηλινές δυνάμεις, είτε η ακεραιότητά της θα αποδοθεί σε Δρούζους πολιτοφύλακες, κατά τα πρότυπα του πάλαι ποτε «Στρατού του Νοτίου Λιβάνου» που είχε συστήσει μαζί με τοπικούς Χριστιανούς Λιβανέζους πολιτοφύλακες στον Νότιο Λίβανο από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και έως την ισραηλινή αποχώρηση από εκεί το 2000. Άλλωστε, ανέκαθεν οι Δρούζοι του Ισραήλ, πλήρως ενταγμένοι στις ισραηλινές δυνάμεις ασφαλείας, δεν έπαψαν να βρίσκονται σε επαφή με τους ομοεθνείς τους στην νότια Συρία.

Ωστόσο, εκτιμώ ότι είναι ακόμα πάρα πολύ νωρίς να γνωρίζουμε πώς θα διαμορφωθεί η «επόμενη μέρα» της Συρίας, παρότι είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες οι δηλώσεις του ηγέτη των ανταρτών, Άχμαντ Αλ-Σάραα (ή Αμπού Μοχάμαντ Αλ-Τζολάνι), οι οποίες έχουν ένα ενδιαφέρον στοιχείο που μάλλον πέρασε απαρατήρητο από τα διεθνή μέσα και τις πολλές αναλύσεις που έχουν γραφτεί για το πρόσωπό του και την οργάνωση που εκπροσωπεί: Παρότι με εξαιρετικά προσεκτική διατύπωση, ζητά την αποχώρηση των ισραηλινών στρατευμάτων από τα εδάφη της νότιας Συρίας, τεχνηέντως δεν αξιώνει την αποχώρηση των Ισραηλινών από τα Υψώματα του Γκολάν, που κατελήφθησαν το 1967. Σημειολογικά, μάλιστα, αυτή η λεπτομέρεια είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, εάν λάβει κανείς υπόψιν ότι το ψευδώνυμο που έλαβε από την οργάνωσή του («Αλ-Τζολάνι» ή, ορθότερα, «Αλ-Τζαουλάνι») δηλώνει την καταγωγή της οικογένειάς του, που έχει τις ρίζες της στα (συριακά) Υψώματα του Γκολάν -τα οποία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το 1967.

Αντίστοιχη επιθυμία έχει και η Τουρκία να δημιουργήσει μία δική της «ζώνη ασφαλείας» κάτι που δεν φαίνεται να κρύβει ο υπουργός Εξωτερικών της χώρας, Χακάν Φιντάν. Ωστόσο, προτού αναρωτηθούμε εάν αυτό θα ενοχλήσει το Ισραήλ, καλό θα ήταν να ζυγίσουμε τις προθέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες παραμένουν παρούσες στη Συρία, έχοντας μάλιστα αυξήσει σημαντικά το στρατιωτικό της προσωπικό το τελευταίο διάστημα. 

Βρισκόμαστε ενώπιον μιας νέας «χορογραφημένης» κατάστασης πραγμάτων στη Συρία, με βασικούς συν-αρχιτέκτονες την Ουάσινγκτον και την Μόσχα; Κατά τη γνώμη μου, αυτή θα πρέπει να είναι η ορθή ανάγνωση της παρούσας συγκυρίας.

Ανεξαρτήτως του συνταγματικού μοντέλου που θα αποφασιστεί να εφαρμοστεί, εκτιμώ ότι θα διαμορφωθούν αφ' ενός μία τουρκική «ζώνη επιρροής» στον βορρά και αφ' ετέρου μια αντίστοιχη ισραηλινή «ζώνη επιρροής» στον νότο. Ανάμεσά τους, θα υπάρχει μία «ζώνη ελεγχόμενης διακυβέρνησης» των ανταρτών, οι οποίοι, οσονούπω, μοιραίως θα αναδιατυπώσουν την αυτοθεώρησή τους υπό την έννοια ότι αυτοί θα αποτελούν στο εξής την «νέα καθεστηκυία διοίκηση». Οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να διατηρούν την παρουσία τους, σε μία προσπάθεια να σταθεροποιηθούν οι ισορροπίες μεταξύ του κουρδικού στοιχείου με τον όποιον φιλοτουρκικό παράγοντα θα επικρατήσει. Παράλληλα, μου είναι δύσκολο να φανταστώ ότι η Ρωσία θα εγκαταλείψει τόσο εύκολα τις μεσογειακές της στρατιωτικές βάσεις σε Λαττάκεια και Ταρτούς, ενώ αίνιγμα ακόμα παραμένει το μεγάλο θέμα που φαίνεται πως άνοιξε τόσο για το μελλοντικό καθεστώς των Δρούζων της νότιας Συρίας, όσο και για την μοίρα των Αλεβιτών, άλλοτε κυρίαρχων του συριακού πολιτικού και στρατιωτικού κατεστημένου. Μπορεί ο Μπασάρ Άσαντ να έφυγε, αλλά το 12% του συριακού πληθυσμού που εκπροσωπούσε το κόμμα Μπάαθ υπάρχει ακόμα, και θα συνεχίσει να υπάρχει. 

Ως προς το ερώτημά σας, εάν τελικά θα δούμε μία ευθεία σύγκρουση ανάμεσα στο Ισραήλ και την Τουρκία, θεωρώ ότι καμία από τις δύο πλευρές δεν θα επεδίωκε να συμβεί κάτι τέτοιο. Παρότι η Μέση Ανατολή βρίσκεται σε μία περίοδο αναδιάταξης συνόρων και γεωστρατηγικών ισορροπιών, το Ισραήλ δεν θα επεδίωκε να συγκρουστεί στρατιωτικά με μία χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ, ούτε φυσικά και η Τουρκία θα έθετε τον εαυτό της στην περιπέτεια να αναμετρηθεί στρατιωτικά με έναν τόσο καίριο σύμμαχο των Ηνωμένων Πολιτειών. Τουρκία και Ισραήλ επιδιώκουν να διαμορφώσουν τετελεσμένα επί του εδάφους σε μία χώρα, τη Συρία, που από «κράτος» έχει μετατραπεί σήμερα σε «περιοχή». Τουρκία και Ισραήλ επιδιώκουν να σταθεροποιήσουν την επιρροή τους επί του εδάφους, ενόψει της 20ης Ιανουαρίου 2025, οπότε και ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου να βρεθεί ενώπιον ενός «συριακού αρχιτεκτονήματος» που προέκυψε από μία γνώριμη «χορογραφία» -και όταν αυτό συμβεί, τότε θα τεθούν επί τάπητος τα πιθανά εφαρμόσιμα μοντέλα διακυβέρνησης του συριακού εθνοτικού ψηφιδωτού. 

Το Ισραήλ προσδοκούσε την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπερ και εγένετο. Τι αναμένει η ισραηλινή κυβέρνηση από τη νέα θητεία Τραμπ; Ιδίως ως προς την αντιμετώπιση ενός αποδυναμωμένου Ιράν που, εν μέσω στρατηγικών διλημμάτων, εκφράζονται φόβοι ότι θα μπορούσε να επιχειρήσει να ενισχύσει το πυρηνικό του πρόγραμμα. Τι αφήνει πίσω της η διακυβέρνηση Μπάιντεν και τι προοιωνίζεται η νέα προεδρία Τραμπ;

Θα σας το πω ξεκάθαρα. Η εκλογική ήττα των Δημοκρατικών προκάλεσε τεράστια ανακούφιση, όχι μόνο στην ισραηλινή πολιτική ηγεσία, αλλά και στη συντριπτική πλειοψηφία της κοινής γνώμης της χώρας. Όλοι είχαν αρχίσει να κουράζονται πολύ από τα αμφιλεγόμενα μηνύματα των αμερικανών αξιωματούχων και της τακτικής των ΗΠΑ από την έναρξη του πολέμου στα τέλη του 2023 μέχρι σήμερα. Ήταν η πρώτη φορά που οι Ισραηλινοί δεν ήταν σίγουροι εάν τελικά οι ΗΠΑ είχαν πάρει στα σοβαρά τον ρόλο του συμμάχου ή όχι. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι ανησυχίες έχουν εξαφανιστεί.

Η πραγματικότητα είναι ότι στο Ισραήλ ακόμα δεν έχουν αποκρυσταλλώσει ποια τακτική προτίθεται να εφαρμόσει ο Ντόναλντ Τραμπ, που μοιάζει να είναι κάπως διαφορετικός από τον Τραμπ της πρώτης θητείας του. Ανάμικτα είναι ακόμα τα συναισθήματα που προκαλούν οι επιλογές των προσώπων του περιβάλλοντός του. Όσο μάλιστα, τα μέτωπα σε Γάζα, Λίβανο, Συρία, Χούθι και Ιράν παραμένουν ανοικτά, είναι σίγουρα πολύ νωρίς να γίνει λόγος για το εάν τελικά ο Ντόναλντ Τραμπ θα θελήσει να επαναφέρει το «Όραμα για την Ειρήνη», που προβλέπει εν τέλει τη λύση των δύο κρατών, με σύνορα διαφορετικά από εκείνα που προέβλεπαν οι Συμφωνίες του Όσλο της δεκαετίας του 1990 ή το Σχέδιο Διαχωρισμού του 1947.

Εάν θα έπρεπε να εκτιμήσω τι ακριβώς θα επιθυμούσε ο μέσος Ισραηλινός από τον πρόεδρο Τραμπ, είναι να δοθεί ένα τέρμα σε αυτόν τον πόλεμο, με τους εξής βραχυπρόθεσμους στόχους: Την απελευθέρωση των ισραηλινών ομήρων, την επιστροφή των συμπολιτών τους στις εστίες τους στις μεθορίους της Γάζας και του Λιβάνου και η επιστροφή σε μία κάποια κανονικότητα, προτού καταρρεύσει η εθνική οικονομία. Η επίλυση της διένεξης Ισραήλ-Παλαιστινίων, η εφαρμογή της λύσης δύο κρατών ή ακόμα και η καταστροφή ή μη του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος -όλα αυτά είναι ζητήματα που για την τοπική κοινή γνώμη είναι θέματα που έτσι κι αλλιώς δεν επιλύονται εν μία νυκτί, και αυτήν την αίσθηση είμαι σίγουρος ότι την αφουγκράζεται και το πολιτικό σκηνικό της χώρας, είτε πρόσκειται στη συμπολίτευση είτε στην αντιπολίτευση.

Η πικρή γεύση απογοήτευσης από την διακυβέρνηση Μπάιντεν υπάρχει ακόμα. Υπάρχει, όμως, παράλληλα και η ανησυχία από τις, εν πολλοίς, διφορούμενες δηλώσεις Τραμπ μετά την εκλογική του νίκη, με αποτέλεσμα, τόσο η ισραηλινή κοινωνία, όσο και η πολιτική ηγεσία της χώρας να ανακαλύπτουν αυτό που οι αρχαίοι Έλληνες λένε πολύ απλά «Αμύνεσθαι περί Πάτρης». Με αυτές τις τρεις λέξεις θεωρώ ότι περιγράφεται με απόλυτη ακρίβεια το κλίμα που επικρατεί αυτή τη στιγμή στο Ισραήλ, εν αναμονή της επίσημης ανάληψης των προεδρικών καθηκόντων του νέου Αμερικανού προέδρου στις 20 Ιανουαρίου 2025. Μετά από μία τόσο περιπετειώδη πορεία που πέρασαν οι διμερείς σχέσεις Ισραήλ-ΗΠΑ επί ημερών Μπάιντεν, Μπλίνκεν και Χόχτσαϊν, η αίσθηση στο Ισραήλ ότι «η Αμερική θα είναι πάντα δίπλα μας, αρκεί να κάνουμε ό,τι μας συμβουλεύει εκείνη» αποτελεί παρελθόν. Εκτιμώ ότι θα χρειαστεί πολύς χρόνος μέχρι να ξεχαστούν οι δύσκολες στιγμές της θητείας Τζο Μπάιντεν, παρότι, επαναλαμβάνω, σε στρατιωτικό επίπεδο, το Ισραήλ έλαβε, και συνεχίζει να λαμβάνει, κάθε δυνατή στήριξη.

Πώς έχει καταλήξει να επηρεάσει τις εσωτερικές δυναμικές στο Ισραήλ αυτός ο πόλεμος;

Σίγουρα το 2024 ήταν μία από τις δυσκολότερες χρονιές της πολιτικής ζωής του Νετανιάχου. Βρέθηκε αντιμέτωπος με μαζικές διαδηλώσεις, με μεγάλη -και όχι όλη - μερίδα πολιτών να του καταλογίζουν ευθύνες για την διαχείριση των διαπραγματεύσεων για την απελευθέρωση των ομήρων. Βρέθηκε αντιμέτωπος με σοβαρή διάσταση απόψεων στο κλειστό «πολεμικό υπουργικό συμβούλιο», στο οποίο -αξίζει να σημειωθεί- είχε προβάλει μεγάλες αντιστάσεις, ώστε να μην συμμετέχουν σε αυτό οι ακραίες μεσσιανικές εθνοθρησκευτικές απόψεις των Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ και Μπετσαλέλ Σμότριτς, οι οποίοι, σημειωτέον, δεν εκφράζουν την προσωπική βιοθεωρία του ιδίου του Νετανιάχου και του στενού του περιβάλλοντος.

Χρειάστηκε να επιτύχουν οι επιχειρήσεις εκτέλεσης των Ισμαήλ Χανίγια και Γιαχία Σινουάρ για να καταφέρει ο Νετανιάχου να ανακτήσει τα υψηλά του ποσοστά δημοτικότητας. Από την άλλη, βρήκε απροσδόκητη στήριξη από την κεντροαριστερή αξιωματική αντιπολίτευση υπό τον Γιαΐρ Λαπίντ, τόσο όταν είχε τεθεί το ζήτημα μπαράζ διεθνών μονομερών αναγνωρίσεων ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους, όσο και όταν εκδόθηκαν τα εντάλματα σύλληψης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Αυτές οι δύο πολύ σημαντικές συγκυρίες που σημειώθηκαν το 2024 στο ισραηλινό πολιτικό σύστημα, έχω την εντύπωση ότι δεν αναδείχθηκαν, ούτε τους δόθηκε η σημασία που τους έπρεπε, από την διεθνή επικαιρότητα, τόσο στην Ελλάδα όσο και γενικότερα. Τέλος, στις αρχές Δεκεμβρίου 2024 άρχισε η διαδικασία της απολογίας του ενώπιον της ισραηλινής δικαιοσύνης για τις ποινικές υποθέσεις που τον βαραίνουν περί διαφθοράς. Το 2024 είναι μια χρονιά που δεν θα ξεχάσει ποτέ ο Νετανιάχου, έχοντας περάσει δια πυρός και σιδήρου στην κυριολεξία. 

Το 2025 δεν θα είναι εύκολο, καθότι θα πρέπει να βρει ξανά τον ρυθμό του με το νέο προεδρικό περιβάλλον του Λευκού Οίκου. Έχω την αίσθηση ότι θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψιν ότι τα κριτήρια της νέας πολιτικής Τραμπ θα σχετίζονται αφ' ενός με τα πολλά εσωτερικά θεσμικά και οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι ΗΠΑ, και αφ' ετέρου, τα οικονομικά συμφέροντα που φαίνεται ότι ο Ντόναλντ Τραμπ θα κληθεί να εξυπηρετήσει. Αρκεί να αναλογιστούμε την έντονη παρουσία του Ίλον Μασκ, αλλά και άλλων, λιγότερο εμφανών παραγόντων που αργά ή γρήγορα θα αναδειχθούν τους επόμενους μήνες. 

Σε ό,τι αφορά τις ποινικές του δίκες, εντός του 2025 αναμένεται να εκδοθούν οι σχετικές δικαστικές αποφάσεις. Ωστόσο, ακόμα και σε περίπτωση καταδίκης του, αυτό δεν θα σημαίνει ότι θα υποχρεωθεί εκ του νόμου σε παραίτηση από τα πρωθυπουργικά του καθήκοντα. Υπενθυμίζω ότι, στο πλαίσιο των νόμων που πρόλαβαν να ψηφιστούν από την Κνέσετ για την αναμόρφωση του δικαστικού συστήματος, η συμπολίτευση κατάφερε να περάσει νόμο που ορίζει ότι, σε περίπτωση πρωτόδικης καταδίκης ενός εν ενεργεία πρωθυπουργού, δεν συνεπάγεται την εκ του νόμου έκπτωσή του, αλλά θα χρειαστεί να καταδικαστεί και αμετάκλητα σε ανώτερο βαθμό. Με άλλα λόγια, ακόμα και εάν εκδοθεί καταδικαστική απόφαση τουλάχιστον για ένα από τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται, το γράμμα του νόμου δεν τον υποχρεώνει σε παραίτηση. 

Από την άλλη, εάν προκύψουν προσωπικές του ευθύνες για την διαχείριση του πολέμου, για την εκ δόλου ελλιπή πρόβλεψη και αντιμετώπιση της επίθεσης της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου 2023, ή ακόμα για την διαπραγμάτευση της συμφωνίας απελευθέρωσης των ισραηλινών ομήρων στη Γάζα - τότε μόνο, και για αυτές τις συγκεκριμένες περιπτώσεις, εκτιμώ ότι θα κριθεί ουσιαστικά το πολιτικό μέλλον και η προσωπική του υστεροφημία.

* Η επόμενη συνέντευξη του κ. Χαρίτου με επίκεντρο τη Λωρίδα της Γάζας και τον παλαιστινιακό παράγοντα θα βρίσκεται στον «αέρα» του Liberal στις 25 Δεκεμβρίου.