Ιστορική ευκαιρία ο Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός - Γιατί «τελειώνει» Γαλάζια Πατρίδα και τουρκολιβυκό
Shutterstock
Shutterstock
Μ. Ευθυμιόπουλος

Ιστορική ευκαιρία ο Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός - Γιατί «τελειώνει» Γαλάζια Πατρίδα και τουρκολιβυκό

Τη σπουδαιότητα της υλοποίησης του Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού (ΘΧΣ) αναλύει σε συνέντευξή του στο Liberal ο Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνούς Στρατηγικής και Ασφάλειας, Μάριος Ευθυμιόπουλος.

Ο διαπρεπής ακαδημαϊκός τονίζει ότι η Ελλάδα έχει μια σπουδαία ευκαιρία να κατοχυρώσει τα δικά της συμφέροντα και κεκτημένα, τη στιγμή που η Τουρκία επιλέγει το δρόμο της στείρας αντίδρασης, αρνούμενη να σεβαστεί το Διεθνές Δίκαιο.

Παράλληλα, εξηγεί πώς ο ΘΧΣ καταργεί εν τοις πράγμασι το τουρκολιβυκό μνημόνιο, αλλά και το προκλητικό δόγμα περί «Γαλάζιας Πατρίδας».

Συνέντευξη στον Χρήστο Θ. Παναγόπουλο

Κύριε Ευθυμιόπουλε, πώς αξιολογείτε το νέο Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό της Ελλάδας και ποια είναι η σημασία του σχεδιασμού στο πλαίσιο της ελληνικής εθνικής στρατηγικής στη θάλασσα;

Ο χωροταξικός σχεδιασμός της θάλασσας (ΘΧΣ) είναι ένα εθνικό και ταυτόχρονα ένα ευρωπαϊκό έργο. Είναι ένα έργο, το οποίο ήθελε η Ευρωπαϊκή Ένωση να ολοκληρωθεί, γιατί υπάρχει ένας γενικότερος χάρτης του ευρωπαϊκού θαλάσσιου χωροταξικού. Στην προκειμένη περίπτωση, μας διευκολύνει εμάς για να μπορέσουμε να πράξουμε αυτά τα οποία έχουμε υποσχεθεί, βάσει του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της Θάλασσας και βεβαίως βάσει του χωροταξικού, δηλαδή της υπόσχεσης που έχουμε δώσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η ΕΕ μας είχε καταδικάσει για το γεγονός αυτό, ότι δηλαδή δεν είχαμε παραδώσει αυτόν τον συγκεκριμένο χάρτη μέχρι τώρα.

Από εκεί και πέρα, ο ΘΧΣ έχει προεκτάσεις γεωστρατηγικές και γεωπολιτικές. Αυτές οι προεκτάσεις έχουν, ως επί το πλείστον, να κάνουν και με ζητήματα σημαντικά, όσον αφορά π.χ. την κλιματική προστασία, την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος, τις ζώνες ενέργειας και ούτω καθεξής. Παράλληλα, ο ΘΧΣ επίσης και πτυχές οι οποίες αφορούν, γενικότερα, τη γεωστρατηγική άμυνα δεδομένου ότι αναφέρεται στα έξι ναυτικά μίλια αλλά και το δικαίωμα της επέκτασης στα 12 ναυτικά μίλια και βεβαίως είναι ένας ολοκληρωμένος χάρτης. Δεν είναι μόνο ολοκληρωμένος χάρτης σε όλες του τις πλευρές και πτυχές σε ό,τι αφορά τον ελληνικό ναυτικό και θαλάσσιο χώρο, το οποίο δεν αφορά μόνο τη δυτική Ελλάδα όπως είχαμε γνωρίσει μέχρι τώρα ή τη νότια Ελλάδα, αλλά αφορά γενικότερα, το σύνολο της ελληνικής θαλάσσιας και ναυτικής επικράτειας. Εξάλλου, θα πρέπει να γίνουν ορισμένες ενέργειες, οι οποίες αφορούν στην κοινή ΑΟΖ με την Κύπρο, την επίλυση των ζητημάτων, μαζί με την Τουρκία, βασισμένων στον χάρτη, ο οποίος είναι βάσει της Συμφωνίας Διεθνούς Δικαίου περί Θαλάσσης και βεβαίως, βάσει του ευρωπαϊκού κεκτημένου.

Από την άλλη πλευρά, βέβαια, προγράμματα όπως είναι το Great Sea Interconnector (GSI), μπαίνουν πλέον σε μια νέα ρότα αναγκαιότητας και χρήσης αυτών των γεγονότων, γιατί επηρεάζουν τις συμμαχίες μας και επηρεάζουν επίσης και τις υποχρεώσεις μας απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και διεθνώς.

Πώς επηρεάζει ο νέος σχεδιασμός τα δυνητικά όρια της ελληνικής ΑΟΖ; Θεωρείτε πως ο σχεδιασμός αυτός ενισχύει τα ελληνικά επιχειρήματα στα διεθνή fora;

Η Ευρώπη πληροί, πλέον, όλες τις προϋποθέσεις και στην χωροταξική οριοθέτηση της θαλάσσιας της ζώνης. Τα ελληνικά νερά είναι και ευρωπαϊκά νερά. Άρα, λοιπόν, θα πρέπει να γίνει και αντίστοιχη κατάθεση και στον ΟΗΕ. Όταν θα κάνουμε κατάθεση στον ΟΗΕ, προφανώς, δημιουργεί δυνητικά αποτελέσματα σε σχέση με τις διμερείς μας σχέσεις, π.χ. με την Τουρκία, η οποία όπως ήταν αναμενόμενο, αντέδρασε άμεσα, αν κρίνουμε από την οργισμένη ανακοίνωση του τουρκικού ΥΠΕΞ. Υπάρχει, όμως , μια πολύ καλή και έξυπνη πολιτική, η οποία έχει υιοθετηθεί εδώ πέρα. Το πρώτο έχει να κάνει με τη θαλάσσια ζώνη. Αφορά το περιβάλλον άρα και την ενέργεια αλλά και την προστασία της υποθαλάσσιας περιοχής. Το δεύτερο είναι ότι δια μέσω του ΘΧΣ είναι προφανές ότι οριοθετείται ο ελληνικός ναυτικός και θαλάσσιος χώρος και υποθαλάσσιος χώρος. Και μέσα σε αυτή την περίπτωση προδιαγράφονται εξελίξεις, οι οποίες έχουν να κάνουν με την ολοκλήρωση των ζωνών, όπως είναι η ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου που δεν έχει οριοθετηθεί μέχρι τώρα, αλλά πρέπει να οριοθετηθεί και πρέπει επίσης να προχωρήσουν μεγάλα έργα με χώρες όπως είναι το Ισραήλ, η Κύπρος και η Ελλάδα.

Εξάλλου, στα έργα αυτά εντάσσεται και ο GSI αλλά και η συνεργασία με την Αίγυπτο. Αυτό, βέβαια, να ξέρετε, ότι αναιρεί επί το πλείστον και σε ευρωπαϊκό, πλέον, επίπεδο των 27 κρατών - μελών το τουρκολιβυκό μνημόνιο. Κι αυτό γιατί οριοθετεί τη χωροθέτηση της θαλάσσιας περιοχής που είναι ελληνικά νερά. Άρα, λοιπόν, αναιρείται με τρόπο πολύ συμβατό και πολύ ουσιαστικό ως επί το πλείστον βάσει του Δικαίου της Θάλασσας, το οποίο δεν αναγνωρίζει η Τουρκία, το τουρκολιβυκό μνημόνιο.

Πώς ερμηνεύετε την τουρκική αντίδραση με τη δημοσίευση του δικού της χάρτη, ο οποίος «κόβει» το Αιγαίο στα δύο;  Ποιο μήνυμα στέλνει η Άγκυρα με αυτό τον χάρτη και ποιος είναι ο γεωπολιτικός του αντίκτυπος;

Για μια χώρα που δεν είναι μέλος του Διεθνούς Δικαίου Θαλάσσης, η απάντηση είναι ξεκάθαρη: Δεν μας αφορούν οι κινήσεις της. Εμείς είμαστε, όχι μόνο με το Διεθνές Δίκαιο, αλλά και με τον άξονα του καλού. Αυτό πρέπει να το κατανοήσει η Τουρκία. Η Τουρκία κάνει ό,τι θέλει, όπως θέλει και ορίζει ό,τι θέλει. Δεν συνεπάγεται ότι είναι και νόμιμο. Συνεπώς η Τουρκία είναι εκείνη που παρανομεί. Υπάρχει μια πολύ απλή και λαϊκή ρήση την οποία μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε σε αυτή την περίπτωση αλλά καλύτερο είναι να πούμε ότι δεν μας απασχολεί τι γίνεται. Αντιθέτως, εάν νομίζει η Τουρκία ότι μπορεί να βγάζει δικούς της χάρτες και να οδηγήσουν σε ένα casus belli, τότε να ξέρουν ότι η Ελλάδα θα πρέπει να προχωρήσει ξεκάθαρα και στον GSI και, επίσης, θα πρέπει να προχωρήσει και στην οριοθέτηση των 12 ναυτικών μιλίων, και είναι αυτό ακριβώς που φοβάται περισσότερο η Τουρκία. Γιατί, εάν εμείς επεκταθούμε στα 12 ναυτικά μίλια - που μπορούμε να το κάνουμε - τότε δημιουργεί για την Τουρκία τετελεσμένο που αποκλείεται από τα ύδατα ακόμη και από τα διεθνή ναυσιπλοΐα.

Συνεπώς, η Άγκυρα θεωρεί ότι απειλείται και βεβαίως καλά θα κάνει να κατανοήσει ότι απειλείται. Το Αιγαίο, ως επί το πλείστον, πηγαίνει από τη μια πλευρά στην άλλη: δυτικά, ανατολικά, βόρεια και νότια. Επομένως, όπου υπάρχει νησί - και υπάρχουν πάρα πολλά νησιά και βραχονησίδες - υπάρχει περιοχή των 6 ναυτικών μιλίων και 12 ναυτικά μίλια στην επέκτασή τους. Άρα οι Τούρκοι πρέπει να το σεβαστούν.

Προσωπικά, θα παρότρυνα την Τουρκία να προσπαθήσει να δουλέψει με την Ελλάδα, για να βγει και αυτή συνεργαζόμενη και όχι χαμένη. Γιατί, έτσι όπως πάει η Τουρκία, θα βγει χαμένη - και για εμάς καλύτερα. Όμως η ουσία της καλής γειτνίασης σημαίνει ότι θα μπορέσουν να κάτσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να συζητήσουν υπό όρους ευρωπαϊκούς. Αν, λοιπόν, αθετήσουν αυτούς τους όρους τους ευρωπαϊκούς, για τους οποίους η Ελλάδα έχει, ήδη, καταδικαστεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, γιατί έπρεπε να το κάνει, τότε η Τουρκία πηγαίνει εναντίον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Περιττό να σας πω ότι αν γίνει κάτι τέτοιο τελικά, και διπλωματικά, δεν υπάρχει οποιοδήποτε μέλλον για την Τουρκία στην Ευρώπη των 27.

Υπάρχει κίνδυνος περαιτέρω κλιμάκωσης ή αποτελεί περισσότερο μια συμβολική – επικοινωνιακή κίνηση;

Είναι λεπτές οι σχέσεις μας αυτή τη στιγμή με την Τουρκία. Γιατί εμείς, ανακοινώνοντας ότι θα κάνουμε τον GSI σαν να βάζαμε, ουσιαστικά, την Τουρκία στο παιχνίδι, κάναμε πίσω, δυο φορές. Συνεπώς είναι σαν να την προσκαλείς να μας πει και να περιμένουμε τι θα πει, για να αντιδράσουμε.

Εγώ είμαι μιας άλλης άποψης: Πιστεύω ότι από τη στιγμή που κάναμε αυτή τη χωροταξική προσέγγιση, πλέον είναι όλα ανοιχτά. Ήρθε ο καιρός να διεκδικήσουμε τα δικά μας τα συμφέροντα. Δεν μας αφορά τι κάνει η Τουρκία. Εμείς πρέπει να συνεχίσουμε να επιβάλουμε τη δική μας παρουσία σε όλη την ελληνική επικράτεια, και στη θαλάσσια πλέον. Κι αυτό είναι ένα ξεκάθαρο μήνυμα. Από εκεί και πέρα, αν η Τουρκία επιθυμεί - και συνεχίσει να επιθυμεί - να αμφισβητεί και την Ελλάδα, τότε αμφισβητεί την Ευρώπη. Αυτό συνεπάγεται ότι η Ελλάδα θα πρέπει να πράξει τα πάντα για να προστατεύσει, μεταξύ άλλων, και τα ευρωπαϊκά συμφέροντα.

Πώς επηρεάζονται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις από αυτές τις εξελίξεις; Βλέπετε περιθώριο για διάλογο ή αποκλιμάκωση;

Δεν είναι θέμα αποκλιμάκωσης. Νομίζω ότι στην παρούσα χρονική στιγμή, απαιτείται πολιτική πυγμή. Χρειάζεται ουσιαστικές πράξεις. Δεν φτάνει να λέμε κάτι και μετά να ερχόμαστε και να το αφαιρούμε. Δεν φαίνεται καλό ούτε στους συμμάχους μας, αλλά ούτε και στις συνεργασίες μας. Ο GSI αφορά και την Κύπρο και το Ισραήλ. Αφορά, όμως και ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αφορά, επίσης, το εμπορικό ισοζύγιο, διεθνώς. Δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω, πλέον. Πρέπει να προχωρήσουμε μπροστά. Δεν υπάρχει κανένας λόγος αμφισβήτησης της ελληνικής ικανότητας. Φαινόμαστε, αυτή τη στιγμή, ότι κάνουμε ένα βήμα μπροστά κι ένα βήμα πίσω. Η δε Τουρκία φαίνεται ότι κάνει ένα βήμα μπροστά, ένα βήμα πίσω. Με τον ΘΧΣ προσδιορίζεται και η ανάγκη προστασίας των δικών μας συμφερόντων και συνόρων.

Άρα, λοιπόν, για να υπάρχει προστασία, σημαίνει πλέον ότι τα συμφέροντά μας είναι ξεκάθαρα. Οι διασυνδέσεις και οι διευκολύνσεις και οι συνεργασίες είναι ξεκάθαρες. Σε αυτό, εγώ θα συμπεριλάμβανα και την Τουρκία που είναι γείτονας. Με ποια έννοια; Ότι σε ιδανικές περιπτώσεις η Τουρκία οφείλει να σεβαστεί την πολιτική πραγματικότητα. Και αν δεν επιθυμεί τον διάλογο με την Ελλάδα, καλώς έχει.

Γιατί, αυτή τη στιγμή, δημιουργείται ένα τόξο συγκεκριμένο, στο οποίο τόξο, ο αντίπαλος του τόξου - και το είπε και πρόσφατα ο στρατηγός Χούπης - εξακολουθεί να είναι η Τουρκία. Ούτε σταθερός πολιτικός εταίρος είναι, ούτε νομικά δεσμεύεται για τις συνεργασίες της στη βάση του Διεθνούς Δικαίου, ούτε υπογράφει τη Σύμβαση των Θαλασσών, ούτε σέβεται την καλή γειτνίαση και προσπαθεί να επιβάλει τον εαυτό της με μια δυναμική, η οποία, όμως, θα πρέπει να αποκοπεί.

Σε μια περίοδο κατά την οποία αναζητούνται λύσεις για μια περισσότερο παγκοσμιοποιημένη Ευρώπη, ο ρόλος της Ελλάδας και της Κύπρου είναι καίριος, γιατί αμφότερες οι χώρες αυτές βρίσκονται στα σύνορα της Ευρώπης. Χρειάζεται, όμως, και από τη χώρα μας πολιτική πυγμή, δηλαδή πολιτική με βάθος και συνέχεια γιατί αυτή τη στιγμή μας δίνεται μια ιστορική ευκαιρία να δράσουμε έτσι όπως αναμένουν και συνεργάτες και σύμμαχοι αλλά και η διεθνής κοινότητα. Και τούτο, γιατί έρχονται πάρα πολλές εξελίξεις σε εμπορικό, ενεργειακό και αμυντικό ισοζύγιο και ένας νέος στρατηγικός χάρτης ασφαλείας, ο οποίος βάζει την Ελλάδα και την Κύπρο στον κυρίως πυρήνα παροχής ασφάλειας στην νοτιοανατολική Μεσόγειο, και όχι μόνον.

Άρα λοιπόν, είναι σημαντικό να ξέρουμε ότι οι πολιτικοί μας ηγέτες οφείλουν να πάρουν βαθιές αποφάσεις, οι οποίες να έχουν μακροχρόνιο αντίκτυπο και να μην φοβηθούν καθόλου για το οτιδήποτε, γιατί αυτή τη στιγμή είναι μια ιστορική ευκαιρία για την Ελλάδα να πάει παραπέρα.


*Ο Δρ. Μάριος Παναγιώτης Ευθυμιόπουλος, Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνούς Στρατηγικής και Ασφάλειας, Πρόεδρος Τμήματος Ιστορίας, Πολιτικής και Διεθνών Σπουδών Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφος, Κύπρος, Πρόεδρος του Strategy International (SI) Ltd.