Για τη μεγάλη ευκαιρία που έχει η ελληνική κυβέρνηση να αλλάξει προς το καλύτερο το οικονομικό μέλλον της Ελλάδας και την ευημερία των πολιτών της, μιλάει στο Liberal, ο διεθνούς φήμης Ιταλός οικονομολόγος, Λορέντσο Κοντόνιο. Ο ίδιος εκτιμά, κόντρα στο ρεύμα, ότι οι πρώτες μειώσεις επιτοκίων της ΕΚΤ θα έρθουν προς το τέλος του έτους.
Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Μαριόλη
Λαμβάνοντας υπόψη τη ρητορική της Κριστίν Λαγκάρντ στη συνέντευξη τύπου της περασμένης εβδομάδας, ποια πιστεύετε ότι θα είναι η στρατηγική που θα ακολουθήσει η ΕΚΤ στο μέτωπο των επιτοκίων; Πότε εκτιμάτε ότι θα αποφασιστεί η πρώτη μείωση;
Έχω μία διαφορετική άποψη από τις εκτιμήσεις των αγορών. Πιστεύω ότι οποιαδήποτε μείωση θα ήταν πρόωρη. Στη συνέντευξη Τύπου, η πρόεδρος Λαγκάρντ ενέτεινε την προσπάθεια να πείσει τους επενδυτές ότι δεν επίκεινται μειώσεις επιτοκίων, αν και το είπε με τρόπο. Η ΕΚΤ δεν έχει πρόθεση να ενισχύει τη μεταβλητότητα και την αβεβαιότητα στις αγορές και ως εκ τούτου το ενδεχόμενο να γίνουν σύντομα μειώσεις είναι ανοιχτό. Όμως θα χρειαστούν αναπάντεχα ασθενή στοιχεία για τον πληθωρισμό και την οικονομική ανάπτυξη, για να γείρει η πλάστιγγα υπέρ της πρόωρης χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής.
Οι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ θα συνεχίσουν να εξαρτώνται από τα διαθέσιμα δεδομένα και επίσης θα συνεχίσουν να είναι επιφυλακτικές, εν τω μέσω αβεβαιότητας στο εξωτερικό περιβάλλον. Τα οικονομικά στοιχεία για το α’ εξάμηνο 2024 θα είναι κρίσιμα για να αξιολογηθεί η υποκείμενη πτώση του πληθωρισμού και οι κίνδυνοι για τους μισθούς και τις προσαυξήσεις. Επιπλέον, οι συνεχιζόμενες εντάσεις στη Μέση Ανατολή κάλλιστα θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν ανοδικές πιέσεις στον πληθωρισμό μέσα στους επόμενους μήνες, πιθανότητα που θα πρέπει να παρακολουθείται και να αξιολογείται. Γενικότερα, εκτιμώ ότι η ΕΚΤ θα παραμείνει σε στάση αναμονής και θα προβεί σε μειώσεις επιτοκίων μόνο αν είναι εντελώς πεπεισμένη ότι ο πληθωρισμός μπορεί να υποχωρήσει και να παραμείνει στο επίπεδο του 2%, κάτι που είναι απίθανο να συμβεί, κατά την άποψή μου, πριν το τέλος του 2024.
Ποια είναι η άποψή σας για την οικονομική πτώση της Γερμανίας;
Είναι γεγονός ότι έχουμε δει ορισμένα ασθενή στοιχεία. Παρ’ όλα αυτά, η αντίληψη των χρηματαγορών τείνει να κινείται σε κύματα και στην παρούσα συγκυρία είναι η σειρά της υπερβολικής απαισιοδοξίας για τη Γερμανία. Εκτιμώ ότι ορισμένοι πρόδρομοι δείκτες, όπως οι PMIs, υποδηλώνουν ήδη κάποια ανάκαμψη, ενδεχομένως από το β’ τρίμηνο 2024 και μετά. Από καθαρά κυκλικής άποψης, δεν ανησυχώ ιδιαίτερα. Η βαριά βιομηχανία της Κίνας ανακάμπτει και αυτό θα οδηγήσει και στην ανάκαμψη της Γερμανίας. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η παγκόσμια οικονομία θα αρχίσει να ανακτά δυνάμεις από το 2024. Για τη Γερμανία, οι ανησυχίες είναι πιο διαρθρωτικές, όπως λ.χ. σχετικά με το δημογραφικό και την ικανότητά της να αντιμετωπίζει τις τεχνολογικές προκλήσεις που προέρχονται από τις ΗΠΑ και την Κίνα.
Είναι πιθανό η οικονομική στασιμότητα σε μεγάλες οικονομίες, όπως της Γερμανίας και της Γαλλίας, να πυροδοτήσει μία παρατεταμένη ύφεση ή ακόμα και μια νέα οικονομική κρίση στην Ευρωζώνη;
Εκτιμώ ότι υπάρχουν τεράστιοι κίνδυνοι που σχετίζονται με το παγκόσμιο γεωπολιτικό περιβάλλον, οι οποίοι δεν έχουν εκτιμηθεί πλήρως από τις χρηματαγορές και τους οικονομικούς παίκτες, και οι οποίοι θα μπορούσαν να ωθήσουν την παγκόσμια οικονομία σε ύφεση. Σε μία τέτοια περίπτωση, η Γερμανία, η Γαλλία και ολόκληρη η Ευρωζώνη δεν θα αποτελέσουν εξαίρεση. Ωστόσο, αν δεν συμβεί κάτι τρομακτικό, πιστεύω ότι η παγκόσμια οικονομία θα ανακτήσει σταδιακά δυνάμεις, με την οικονομική κατάσταση της Ευρωζώνης, εκτός της Γερμανίας, να εμφανίζει ενδεχομένως κάποια θετικά σημάδια ήδη από το α’ τρίμηνο του 2024 και τη Γερμανία να ακολουθεί λίγο αργότερα.
Η Ελλάδα είναι μία από τις εξαιρέσεις στην Ευρωζώνη, σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη του ΑΕΠ. Ακόμη και για το 2024 εκτιμάται ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα αναπτυχθεί με ρυθμό άνω του 2%, όταν η οικονομία της Ευρωζώνης θα βρίσκεται σε στασιμότητα. Πιστεύετε ότι θα είναι ακόμη καλύτερο το μέλλον για την ελληνική οικονομία;
Η Ελλάδα τα πηγαίνει περίφημα. Η κυβέρνηση αθόρυβα τηρεί τις υποσχέσεις της και προχωρά σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις. Η Ελλάδα είναι μία μικρή χώρα και με μία καλή πολιτική «συνταγή» θα μπορούσε να σημειώνει επιδόσεις σημαντικά καλύτερες από την υπόλοιπη Ε.Ε. Αυτό που χρειάζεται είναι να αξιοποιήσει την τεράστια στήριξη από την Ευρώπη, σε επίπεδο επιχορηγήσεων και επιδοτούμενων δανείων και να συνδυάσει την επενδυτική λαίλαπα με μεγάλες μεταρρυθμίσεις. Η κυβέρνηση έχει κάνει ήδη πολλά, αλλά χρειάζονται πολλά περισσότερα να γίνουν στο μέλλον, από επιδιορθωτικές κινήσεις στο δικαστικό σύστημα έως την περαιτέρω μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας. Διαθέτοντας κεντρική θέση στη Μεσόγειο και αποτελώντας φυσικό διάδρομο για το διεθνές εμπόριο – με την ελπίδα ότι θα τελειώσουν τα προβλήματα στη Διώρυγα του Σουέζ – η Ελλάδα έχει μεγάλη ευκαιρία να αγωνιστεί για να βελτιώσει την ευημερία των πολιτών της, μετά από πολλά χρόνια άστοχων πολιτικών και ταλαιπωρίας του πληθυσμού.
Εκτός από την Ελλάδα και άλλες χώρες της περιφέρειας της Ευρωζώνης, όπως η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, επιδεικνύουν αξιοζήλευτη οικονομική ανθεκτικότητα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι χώρες της περιφέρειας παίρνουν την εκδίκησή τους μετά την κρίση χρέους της περασμένης δεκαετίας;
Ναι, έχετε δίκιο. Οι χώρες της περιφέρειας της Ευρωζώνης τα πηγαίνουν πολύ καλύτερα από τις χώρες του πυρήνα αυτή τη στιγμή. Αυτό εν μέρει σχετίζεται με την επιστροφή του ενδιαφέροντος, των κεφαλαίων και των επενδύσεων αλλά και με τους ευρωπαϊκούς πόρους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, συμβαίνει και γιατί οι χώρες δείχνουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα απέναντι στο ενεργειακό σοκ και τις αναταράξεις του διεθνούς εμπορίου και παράλληλα εφαρμόζουν καλύτερες πολιτικές.
Μπορεί η Ιταλία να αλλάξει κατεύθυνση και να αφήσει πίσω της τους υποτονικούς ρυθμούς ανάπτυξης του παρελθόντος;
Η Ιταλία έχει να αντιμετωπίσει μεγάλα διαρθρωτικά προβλήματα. Παρ’ όλα αυτά, αφήνοντας στην άκρη την πολιτική απόχρωση της υφιστάμενης κυβέρνησης, σήμερα υπάρχει μία πιθανότητα να δούμε μία μακρά περίοδο πολιτικής σταθερότητας που θα επιτρέψει στην κυβέρνηση να εστιάσει σε μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα ζητήματα και να φέρει αλλαγές. Αυτό με τη σειρά του είναι θετικό για τη χώρα. Ωστόσο, η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης δεν είναι ακόμη εντελώς ξεκάθαρη, ενώ δείχνει να μην είναι πολύ φιλόδοξη.
* Ο Λορέντσο Κοντόνιο είναι επισκέπτης καθηγητής του London School of Economics και καθηγητής της Σχολής Ευρωπαϊκής Πολιτικής Οικονομίας του πανεπιστημίου LUISS της Ρώμης, ενώ από το 2015 έχει ιδρύσει τη δική του συμβουλευτική εταιρεία, Lorenzo Codogno Macro Advisors Ltd. Ο κ. Κοντόνιο έχει διατελέσει επικεφαλής οικονομολόγος και γενικός διευθυντής του υπουργείου Οικονομικών και Οικονομίας της Ιταλίας (Μάιος 2006-Φεβρουάριος 2015), όπου ήταν υπεύθυνος για την οικονομική ανάλυση και τον προγραμματισμό. Έχει εργαστεί επίσης στον ΟΟΣΑ, ενώ για 11 χρόνια ήταν στέλεχος της Bank of America, ως γενικός διευθυντής και επικεφαλής ανάλυσης για την Ευρώπη. Σπούδασε στο Univeristy of Padua στην Ιταλία και κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο από το Syracuse University της Νέας Υόρκης.