Θετικές ενδείξεις για την φετινή τουριστική σεζόν βλέπει η γενική διευθύντρια του ΣΕΤΕ, Μαρία Γάτσου, σε συνέντευξή της στο Liberal. Την ίδια στιγμή, όμως, θα πρέπει ο ελληνικός τουρισμός να εστιάσει στην ανταγωνιστικότητα, στην ισόρροπη βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη, στη διαχείριση των προορισμών, στον εκσυγχρονισμός των υποδομών και στην ενίσχυση της εμπειρίας του επισκέπτη.
Συνέντευξη στον Γεράσιμο Ζώτο
Ποιες είναι οι προοπτικές και οι προκλήσεις για τον τουρισμό;
Ο τουρισμός και η εξωστρέφεια αποτελούν δομικά τη μεγαλύτερη αναπτυξιακή ευκαιρία της χώρας. Αυτό τεκμηριώνεται τόσο από την ανθεκτικότητα της ίδια της δραστηριότητας μέσα και σε περιόδους κρίσης, όσο και από τα επαναλαμβανόμενα θετικά αποτελέσματα.
Η άμεση επίδραση του τουριστικού τομέα (περιλαμβανομένου του εισερχόμενου, του εγχώριου τουρισμού αλλά και των επενδύσεων) ανήλθε το 2023 σε € 28,5 δισ., ποσό που αντιστοιχεί στο 13% του ΑΕΠ της χώρας. Aν μάλιστα συνυπολογιστεί και η έμμεση συνεισφορά του μέσω πολλαπλασιαστών, το ποσοστό αντιστοιχεί σε περίπου 30%. Το 2024 φαίνεται εξίσου θετικό, με τα αποτελέσματα του 1ου τριμήνου να δείχνουν τη δυναμική του, με μια αύξηση της τάξεως περίπου του 18.5% σε επίπεδο αφίξεων και πλέον του 20% σε επίπεδο εισπράξεων στο δίμηνο.
Παρόλα αυτά οι έντονες πληθωριστικές πιέσεις που δεν αποκλιμακώνονται, ο ολοένα αυξανόμενος διεθνής ανταγωνισμός, η έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού, νέες τάσεις στην καταναλωτική συμπεριφορά, οι γεωπολιτικές εξελίξεις, αλλά και οι συνέπειες της κλιματικής κρίσης, δοκιμάζουν τη ζήτηση του τουριστικού προϊόντος και θέτουν σε κίνδυνο την ανταγωνιστικότητά μας. Επιπλέον, παρά τις αυξήσεις στα επίπεδα των αμοιβών, η αδυναμία εύρεσης προσωπικού αποτελεί δομική πρόκληση. Απαιτούνται παρεμβάσεις στην αγορά, με προγράμματα προσέλκυσης, κατάρτισης και συνεχούς βελτίωσης δεξιοτήτων, ώστε να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε στις νέες απαιτήσεις και τις διεθνείς τάσεις.
Η επόμενη μέρα προϋποθέτει στοχευμένη στρατηγική, την οποία στον ΣΕΤΕ έμπρακτα και με συγκεκριμένες προτάσεις έχουμε οριοθετήσει στο «Στρατηγικό Σχέδιο Ελληνικός Τουρισμός 2030». Επενδύσεις και ανταγωνιστικότητα, υποδομές, διαχείριση προορισμών, αγορά εργασίας και κυρίως η βιωσιμότητα, αποτελούν τους κεντρικούς άξονες των δράσεων του ΣΕΤΕ, πάντα με επιδίωξη για μια συντονισμένη συνεργασία με την κυβέρνηση, την Τοπική Αυτοδιοίκηση, τους εργαζόμενους και τους επιχειρηματίες του τουρισμού.
Ποια τα μηνύματα που λαμβάνετε σχετικά με τις τουριστικές ροές στη χώρα μας;
Το ενδιαφέρον των επισκεπτών για την Ελλάδα παραμένει υψηλό. Το πρώτο τρίμηνο του 2024 καταγράφηκαν 1,6 εκατομμύρια διεθνείς αεροπορικές αφίξεις, και 1,1 εκατομμύρια οδικές αφίξεις, με τις ταξιδιωτικές εισπράξεις για τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο να διαμορφώνονται στα 570 εκατομμύρια ευρώ, εμφανίζοντας αύξηση 24,5% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2023.Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στην αύξηση των εισπράξεων και των ροών τόσο από χώρες εντός όσο και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι παραδοσιακές μας αγορές συντηρούν τη δυναμική τους. Συγκεκριμένα, οι εισπράξεις από τη Γερμανία παρουσιάζονται αυξημένες κατά 48,7%, και από τις ΗΠΑ – που συγκαταλέγεται πλέον στις δυνατές αγορές της Ελλάδας - κατά 20,9%. Όσον αφορά στις ροές, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΙΝΣΕΤΕ αναφορικά με τον προγραμματισμό των εισερχόμενων διεθνών πτήσεων, η Ελλάδα παραμένει προτιμητέος προορισμός για τη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, την Ιταλία και τις ΗΠΑ.
Συγκρίνοντας με τα μεγέθη του 2023, φέτος μπορούμε να περιμένουμε μια καλύτερη σεζόν;
«Χτίζοντας» πάνω στη χρονιά του 2023, ο ελληνικός τουρισμός έχει όλες τις προϋποθέσεις, την ωριμότητα και το σχέδιο για να συνεχίσει να πρωταγωνιστεί και να συμβάλλει σημαντικά στην οικονομία. Το 2024 καταγράφει ήδη μία δυναμική εκκίνηση, προδιαγράφοντας θετικές ενδείξεις για την περίοδο που θα ακολουθήσει. Oι προ-κρατήσεις δείχνουν να κυμαίνονται στα περσινά επίπεδα, με το brand name «Ελλάδα» να παραμένει ισχυρό.
Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι πρέπει να εφησυχάζουμε. Τα νούμερα δεν αποτελούν αυτοσκοπό και δεν αρκούν για τη διατήρηση της Ελλάδας “ψηλά” στη λίστα των τουριστικών προορισμών. Παρά το γεγονός ότι η τουριστική κίνηση είναι ενισχυμένη, η αύξηση της μέσης δαπάνης και της διάρκειας παραμονής των επισκεπτών παραμένουν στις άμεσες επιδιώξεις και για το 2024.
Κρίσιμοι είναι και άλλοι παράγοντες, όπως η ανταγωνιστικότητα, η ισόρροπη βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη, η διαχείριση των προορισμών, ο εκσυγχρονισμός των υποδομών και η ενίσχυση της εμπειρίας του επισκέπτη.
Κατά τη γνώμη σας ποια είναι τα trends του τουρισμού φέτος;
Η πορεία του ελληνικού τουρισμού φαίνεται να διαμορφώνεται από παγκόσμιες τάσεις, όπως η ορθολογική διαχείριση πόρων, ο ψηφιακός μετασχηματισμός, η βιώσιμη ανάπτυξη, η οικονομία διαμοιρασμού, οι κοινωνικές και δημογραφικές αλλαγές, οι αναδυόμενοι προορισμοί, η ασφάλεια, η διαχείριση κρίσεων, και φυσικά η συμπερίληψη.
Αξίζει να σημειωθεί πως η βιώσιμη ανάπτυξη και η μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος βρίσκονται πλέον στο επίκεντρο της παγκόσμιας τουριστικής στρατηγικής.
Στην κατεύθυνση αυτή, κοινή συνισταμένη είναι η ανάγκη για την δημιουργία σύνθετων, και όχι μονοθεματικών, προϊόντων και υπηρεσιών που θα επιτρέπουν στους επισκέπτες να εμπλουτίσουν την ταξιδιωτική τους εμπειρία. Βασική επιδίωξη είναι η σταδιακή άμβλυνση της εποχικότητας και η χωρική επέκταση της τουριστικής δραστηριότητες σε περιοχές με αναπτυξιακές δυνατότητες.
H κλιματική κρίση και οι γεωπολιτικές εντάσεις επηρεάζουν τον τουρισμό;
Οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις, η κλιματική κρίση, η ανάγκη για πράσινη μετάβαση, καθώς και ο σχεδιασμός ενός νέου παραγωγικού μοντέλου αποτελούν παράγοντες που επηρεάζουν τον τουριστικό τομέα παγκοσμίως.
Με την κλιματική αλλαγή να «στοιχίζει» 2,2 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως στην ελληνική οικονομία, σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ, η λήψη μέτρων κρίνεται αναγκαία ώστε να περιοριστούν οι επιπτώσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, ο τουριστικός τομέας καλείται να συμβάλει με το τέλος ανθεκτικότητας στην κλιματική κρίση, γεγονός που ενδεχομένως να επηρεάσει την ανταγωνιστικότητά του.
Τέλος, πώς αξιολογείτε τις τουριστικές υποδομές; Διαθέτουμε τις δυνατότητες σε επίπεδο υποδομών να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες εγχώριων και ξένων τουριστών;
Οι υποδομές έχουν αυξηθεί και βελτιωθεί σημαντικά, κυρίως στον ιδιωτικό τομέα, με επενδύσεις Ελλήνων επιχειρηματιών του κλάδου, την είσοδο μεγάλων ξένων επενδυτών, τη δραστηριοποίηση νέων μεγάλων διεθνών ξενοδοχειακών αλυσίδων – κυρίως στην κατηγορία luxury και με πρωτοφανείς για την ελληνική αγορά εξαγορές και συγχωνεύσεις.
Όμως, παρατηρείται ότι δεν υπάρχει αντίστοιχη η ίδια αναπτυξιακή δυναμική στο κομμάτι των υποδομών που αφορά τον δημόσιο τομέα. Το μεγάλο στοίχημα για την Ελλάδα αποτελεί η διαχείριση των προορισμών και ο στοχευμένος εκσυγχρονισμός των υποδομών. Με το 90% περίπου των επισκεπτών μας να κατανέμεται σε 5 μόλις περιφέρειες της χώρας, οι υφιστάμενες δημόσιες υποδομές δεν επαρκούν για να καλύψουν αυτές τις ροές, παρά τις αναβαθμίσεις σημαντικών υποδομών, όπως για παράδειγμα τα 14 περιφερειακά αεροδρόμια και οι νέοι αυτοκινητόδρομοι. Χωρίς, φυσικά, να παραβλέπουμε την ανάγκη για αναβάθμιση των υφιστάμενων τουριστικών υποδομών, όπως η προσβασιμότητα και η συνδεσιμότητα μη δημοφιλών προορισμών, η αναβάθμιση των χερσαίων συνόρων εισόδου και εξόδου της χώρας, των περιφερειακών αεροδρομίων και λιμένων, αλλά και του συνεδριακού τουρισμού (MICE). Θα πρέπει να «ανεβάσουμε ταχύτητα» αξιοποιώντας όλα τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά εργαλεία, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και το ΕΣΠΑ 2021 – 2027.
Κρίσιμο ρόλο μπορούν να παίξουν οι Οργανισμοί Διαχείρισης Προορισμών (DMOs) που θα πρέπει να ασχοληθούν με τα ζητήματα της φέρουσας ικανότητας των προορισμών, τις υποδομές, τη διαχείριση απορριμμάτων, τη συνδεσιμότητα εντός και μεταξύ προορισμών, αλλά και τη διαμόρφωση και ανάδειξη υφιστάμενων και νέων προϊόντων.