© Ευαγγελία Κρανιώτη
Η documenta ξεκίνησε το 1955 στο Κάσελ της Γερμανίας από τον καλλιτέχνη, σχεδιαστή και καθηγητή Arnold Bode ως μια προσπάθεια να φέρει τη μοντέρνα τέχνη και την σύγχρονη καλλιτεχνική πρωτοπορία ξανά πίσω στη Γερμανία, μέσα στο κλίμα αισιοδοξίας που είχε αρχίσει να επικρατεί δέκα χρόνια μετά τη λήξη του Β/ Παγκοσμίου Πολέμου. Έκτοτε, η έκθεση διεξάγεται αδιαλείπτως κάθε πέντε χρόνια στο Κάσελ, ενώ φέτος για πρώτη φορά στα χρονικά της θα μοιραστεί εξίσου στην Αθήνα και στο Κάσελ. Μια τέτοια προσπάθεια ολικής μετατόπισης είχε κάνει και η Catherine David, η πρώτη γυναίκα καλλιτεχνική διευθύντρια, στην documenta 10 το 1997, αλλά η πρότασή της δεν εγκρίθηκε.
Σε αυτό το πλαίσιο κινήθηκε και ο Νιγηριανός Okwui Enwezor, ο πρώτος μη Ευρωπαίος καλλιτεχνικός διευθυντής, στην documenta 11 το 2002, δημιουργώντας πέντε πλατφόρμες έρευνας σε τέσσερις ηπείρους, με διαφορετικούς τοπικούς συνεργάτες (η πέμπτη πλατφόρμα ήταν η ίδια η έκθεση στο Κάσελ, ως αποτέλεσμα της διάδρασης με τις υπόλοιπες τέσσερις πλατφόρμες). Στην προηγούμενη documenta 13 το 2012, η καλλιτεχνική διευθύντρια Carolyn Bakargiev έκανε παράλληλα δρώμενα με τους καλλιτέχνες της έκθεσης στην Καμπούλ του Αφγανιστάν, αλλά ενώ κίνησε πολύ το ενδιαφέρον, η κυρίως έκθεση ήταν και πάλι στο Κάσελ. Συναντηθήκαμε, λοιπόν, με τη Μαρίνα Φωκίδη, σύμβουλο επιμέλειας και μέχρι το Δεκέμβριο του 2016 διευθύντρια του καλλιτεχνικού γραφείου της documenta 14, επίσης ιδρύτρια της Kunsthalle Athena και του περιοδικού τεχνών και πολιτισμού SOUTH South as a State of Mind, για να καταλάβουμε ποια είναι η θέση της documenta στην Αθήνα και τι θα 'πρεπε να περιμένουμε να φέρει.
Συνέντευξη στην Αννίτα Αποστολάκη
ΝτΤ: Γιατί θεωρείται η documenta τόσο σημαντικό εικαστικό γεγονός και ποια η διαφορά αυτής της έκδοσης από τις προηγούμενες;
Μαρίνα Φωκίδη: Μια «έκθεση», η οποία παρουσιάζει συνήθως επάνω από 100 καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο, εκ των οποίων -σχεδόν όλων- τα έργα είναι καινούργιες αναθέσεις, είναι εξ ορισμού ιδιαίτερα σημαντική για το χώρο μας! Για να μη συζητήσουμε για τις παράλληλες δράσεις, όπως τις εκδόσεις και τα προγράμματα ομιλιών, τα εκπαιδευτικά προγράμματα, που εμπλουτίζουν την έκθεση και συγκεντρώνουν φιλοσόφους, θεωρητικούς, συγγραφείς και επιστήμονες από όλον τον κόσμο να συζητήσουν και να αναλογιστούν γύρω όχι μόνο από τις καλλιτεχνικές, αλλά και τις κοινωνικο-πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων ετών.
Σε κάθε διοργάνωση επιλέγεται νέος καλλιτεχνικός διευθυντής, ο οποίος έχει πέντε χρόνια στη διάθεσή του, και το σημαντικότερο, απόλυτη ελευθερία και ως προς το περιεχόμενο και ως προς την εκτέλεση. Το γεγονός ότι κάθε πέντε χρόνια τα πάντα ξεκινούν από την αρχή, σα σε λευκό χαρτί, δίνει μια τεράστια ευκαιρία στον ίδιο και στην ομάδα των επιμελητών που τον πλαισιώνει να υλοποιήσουν την πρότασή του, με την οποία προκρίθηκε από την ανεξάρτητη επιτροπή της documenta. Στην documenta 14 θα παρουσιάζεται ένα παρόμοιο πρόγραμμα σε δυο διαφορετικές πόλεις ταυτόχρονα, για 100 μέρες στην κάθε μια, και επίσης, οι συνεργασίες είναι πολύ διευρυμένες, εφόσον η έκθεση προετοιμάστηκε τόσο στο ελληνικό όσο και στο γερμανικό έδαφος από δύο καλλιτεχνικά γραφεία που τρέχουν ταυτόχρονα εδώ και 3 χρόνια (στην Ελλάδα τουλάχιστον). Αυτό, λοιπόν, που κάνει αυτήν την έκδοση διαφορετική από τις προηγούμενες είναι ότι ο καλλιτεχνικός διευθυντής της documenta 14, Adam Szymczyk, επιλέχθηκε για τη γενναία πρότασή του να μοιράσει κυριολεκτικά την διοργάνωση μεταξύ Αθήνας και Κάσελ, σε δύο διαφορετικές τοπικότητες ταυτόχρονα, σε δύο χώρες, τόσο διαφορετικές σε όλα τα επίπεδα, μέσα στην ίδια ήπειρο.
Συγκρίνονται, δηλαδή, τα δύο αυτά κέντρα των διαφορετικών τάσεων στην ευρωπαϊκή ζώνη;
Όχι, η έκθεση δεν εξετάζει τη σχέση Γερμανίας και Ελλάδας. Οι καλλιτέχνες που παίρνουν μέρος έχουν περάσει και από τα δύο μέρη, για να μιλήσουν με τον καλλιτεχνικό διευθυντή και εμάς, την ομάδα του. Άρα, επηρεάζονται παράλληλα από δύο διαφορετικές τοπικότητες.
Μέσα στην πρότασή τους ενθαρρύνονται να κάνουν έργα και στις δύο πόλεις. Κάθε καλλιτέχνης επιλέγει τι θέλει να κάνει και να παρουσιάσει στην Αθήνα και τι θέλει να κάνει και να παρουσιάσει στο Κάσελ. Τις περισσότερες φορές το ένα έργο συμπληρώνει το άλλο. Αυτό που είναι σίγουρο, όμως, είναι ότι έχει γίνει έρευνα, γιατί πρέπει να παρουσιαστεί το κάθε έργο στη συγκεκριμένη τοπικότητα. Άλλωστε, μια από τις πρώτες ιδέες του Άνταμ ήταν, σε περίπτωση που ο κόσμος δε μετακινηθεί από το ένα μέρος στο άλλο, μένοντας μόνο στην Αθήνα ή μόνο στο Κάσελ, να μη δει μισή έκθεση. Φυσικά το ιδανικό θα ήταν να μπορέσει κανείς να δει όλα τα έργα, αλλά αν αυτό δεν είναι εφικτό, βλέποντας την έκθεση σε μια από τις δύο πόλεις θα έχει δει πάνω κάτω όλους τους καλλιτέχνες που συμμετέχουν.
Η documenta 14 θα είναι αυτό που λέμε «site sensitive» και στις δύο περιοχές που εκτείνεται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση της σκηνοθέτιδος και εικαστικού Μαρίνας Γιώτη, η οποία θα παρουσιάσει στην Αθήνα ένα καινούργιο μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ, που εκτυλίσσεται στην Αίγυπτο κατά το διάστημα της «αραβικής» άνοιξης, και το οποίο ασχολείται με τη δυσκολία υλοποίησης καλλιτεχνικών έργων κάτω από πολιτικές αλλαγές, καθώς και με την κατάθλιψη που επιφέρει η «χαμένη ελπίδα» για αλλαγή, ενώ το πολύ ενδιαφέρον παλαιότερο πειραματικό φιλμ της για το «κατασκευασμένο» Κρυφό Σχολειό και το πως αυτό έγινε κομμάτι της εθνικής ιστορίας και ταυτότητάς μας, θα παρουσιαστεί στο Κάσελ, ανάμεσα σε ένα σύνολο ιστορικών και νεότερων έργων που ασχολούνται με πολιτικές και ιστορικές αυθαιρεσίες και ερμηνείες. Μένει στο θεατή να καταλάβει ποιο έργο παρουσιάζεται που και γιατί.
Μπορεί γενικά να λέμε ότι η Ευρώπη είναι μία, αλλά στην ουσία αποτελείται από πολλές τοπικότητες και είναι πολυπολιτισμική. Κάποιος που ζει στην Ελλάδα έχει οπωσδήποτε διαφορετικές πολιτισμικές αναφορές και κουλτούρα από κάποιον που ζει στη Γερμανία για παράδειγμα. Μία «πόλις», όμως, κατά την πλατωνική έννοια, δεν είναι μόνο γεωγραφική θέση, είναι οι πολίτες, είναι όλος ο κόσμος που απαρτίζει αυτήν την πόλη, το δημόσιο.
Αυτή δεν ήταν και η βασική πρόταση του περιοδικού South as a State of mind που διευθύνετε, το οποίο είναι το επίσημο περιοδικό της documenta 14;
Τα πάντα είναι θέμα οπτικής: αν ρωτήσεις κάποιον στη Βραζιλία για την Ελλάδα, θα σου την περιγράψει ως Βορρά. Η Ελλάδα είναι ο οικονομικός Νότος σίγουρα. Στην Ευρώπη, από οικονομικής απόψεως, η οικονομία του Νότου ήρθε σε αντίθεση με την οικονομία του Βορρά. Το 2010, όταν ξεκίνησα το περιοδικό, ήταν μια περίοδος που η Ελλάδα αναφερόταν συνέχεια στον Τύπο ως μέρος του Νότου. Αναρωτηθήκαμε: «γιατί τέτοια μανία να μας χαρακτηρίζουν ως Νότο ξαφνικά»; Και εκεί συνειδητοποιήσαμε ότι πάντοτε στο Νότο οι αποικιοκράτες απέδιδαν μια σειρά από χαρακτηριστικά: τεμπελιά, φωνές, δράματα κτλ., τα οποία όντως ενώνουν κατά κάποιο -θετικό- τρόπο τους λαούς των χωρών του Νότου. Σημαντικό, φυσικά, ρόλο παίζει και το κλίμα. Δείτε τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνικότητα εξελίσσεται έξω στο δρόμο ή μέσα στο σπίτι, τον τρόπο με τον οποίο αυτοί οι λαοί έχουν μάθει να κοινωνικοποιούνται και να διαμορφώνονται. Το μανιφέστο μας, το οποίο εκδώσαμε στο πρώτο τεύχος, ενίσχυε την άποψη να επικρατήσει ο νότιος τρόπος σκέψης, με τον τρόπο που επικρατεί τώρα ο δυτικός, αντιστρέφοντας ό,τι οι άλλοι θεωρούν ελαττώματα σε αρετές.
Η έναρξη του Προγράμματος Δημοσίων Δράσεων, σε επιμέλεια Paul B. Preciado, το Σεπτέμβριο 2016 συνοδεύτηκε από έντονες κατηγορίες από μερίδα του τύπου, αλλά και του εγχώριου καλλιτεχνικού χώρου, για διδακτισμό και τάση εξωτικοποίησης της Ελλάδας από την documenta, τα οποία δε συμβάδιζαν με τις αρχικές εξαγγελίες του Adam Szymczyk και τον (έστω προσωρινό τίτλο) «Μαθαίνοντας από την Αθήνα». Μήπως τελικά δημιουργήσατε πολλές προσδοκίες, τις οποίες τα Δημόσια Προγράμματα δεν φαίνεται να ικανοποίησαν;
Καταρχήν, πρέπει να διευκρινίσω ότι το Πρόγραμμα Δημοσίων Δράσεων δεν είναι ένα ξεχωριστό κομμάτι από αυτό της έκθεσης. Το επιμελείται ο Paul Preciado, αλλά προέκυψε από πολλές συζητήσεις και πολλές διαφορετικές ιδέες τόσο του καλλιτεχνικού διευθυντή όσο και της υπόλοιπης ομάδας μας. Οι θεματικές που αναπτύχθηκαν θα απασχολήσουν και την έκθεση. Στην Αθήνα κρίθηκε αναγκαίο να προηγηθεί ένα πρόγραμμα τόσους μήνες πριν τα επίσημα εγκαίνια της έκθεσης, ως προάγγελός της.
Επιπλέον, χρησιμοποιώντας ένα χώρο όπως το Πάρκο Ελευθερίας, θα ήταν χαζό να μην αναφερθούμε στην ιστορία του. Γιατί να είναι προβληματική η στενή συνεργασία με τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) και με το Μουσείο Αντιδικτατορικής Δημοκρατικής Αντίστασης, το οποίο στεγάζεται δίπλα, ή το να μιλάει για αυτά τα θέματα μέσα σε αυτό το κτίριο, ανάμεσα σε άλλους, ο Κώστας Κορνέτης, ο οποίος έχει γράψει ένα καταπληκτικό βιβλίο για τα παιδιά του Πολυτεχνείου και έχει μιλήσει παντού για αυτά τα θέματα; Ή γιατί είναι προβληματικό ένας από τους πρώτους ανθρώπους που υποδέχτηκαν τον κόσμο στο κτίριο αυτό να είναι ο φιλόσοφος Toni Negri, αφηγούμενος την προσωπική του ιστορία;
Από τους πρώτους ανθρώπους που καλέσαμε να μιλήσουν στις πρώτες συναντήσεις μας στους χώρους της Σχολής Καλών Τεχνών στο Πολυτεχνείο ήταν κάποιοι από τους πρωτεργάτες της εξέγερσης του Πολυτεχνείου: θεωρήσαμε ότι δε γινόταν να είμαστε σε αυτόν το χώρο και να μην καλέσουμε αυτούς τους ανθρώπους να μιλήσουν. Δεν είναι κομματικοποιημένοι -αντίθετα, αυτοί οι άνθρωποι αισθάνονται καπηλευμένοι από κόμματα, και ήταν συγκλονιστικό να βλέπεις επάνω τους εμφανή τα σημάδια του βασανισμού τους στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Δεν υπάρχει κάποιος διδακτισμός σε αυτό.
Το ερώτημα είναι: θέλουμε ή όχι να μιλήσουμε γι'' αυτό το κεφάλαιο της ιστορίας μας; Χωρίς κομματικές παρωπίδες. Αυτοί οι άνθρωποι μας μίλησαν ανεξαρτήτως κομματικής ιδεολογίας. Η περίοδος αυτή ήταν για μας το σημείο εκκίνησης, δεδομένου ότι η documenta δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, για να μιλήσουμε για παρόμοιες ιστορίες από όλον τον κόσμο. Οπότε δεν καταλαβαίνω από πού απορρέει ο διδακτισμός. Ίσα-ίσα, με πόσο περισσότερο σεβασμό να αντιμετωπίσει κανείς αυτήν την ιστορία;
Θα μπορούσε ο σκεπτικισμός να απορρέει από το ότι ένας γερμανικός οργανισμός θίγει τέτοια ζητήματα;
Ως χώρα, στο παρελθόν έχουμε γίνει έρμαιο πολλών εκμεταλλεύσεων. Η documenta, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι μια από αυτές. Η τέχνη της είναι πολιτική και όχι κομματική. Η κριτική, από όπου κι αν προέρχεται, ωφελεί. Κι εμείς προβληματιζόμαστε για τα στερεότυπα και πως αυτά αναπαράγονται. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα και για τον Adam Szymczyk: να έρθει το κοινό και να δει την Αθήνα διαφορετικά, ανατρέποντας την εικόνα που έχουν δημιουργήσει τα ΜΜΕ γι'' αυτήν την πόλη. Και συνεργασίες προέκυψαν και προκύπτουν ακόμη οργανικά.
Σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου το κράτος δε στηρίζει τη σύγχρονη καλλιτεχνική σκηνή, -είτε γιατί δεν ήταν ποτέ προτεραιότητα είτε γιατί πλέον δεν μπορεί-, υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός. Δε θα μπορούσε η documenta 14 να ενσωματώσει όλη την καλλιτεχνική σκηνή της Ελλάδος. Είναι παράτολμο αυτό που θα πω, αλλά πιστεύω ότι είναι ισάξιας σημασίας τόσο το να είσαι μέσα, όσο και το να είσαι έξω από τη συνθήκη documenta 14, αυτήν τη στιγμή στην Αθήνα. Πιστεύω ότι οι επισκέπτες θα ανατρέξουν τόσο στην «έκθεση», όσο και σε δράσεις έξω από αυτήν, με σκοπό να χαθούν μέσα στην πόλη.
Από την παράσταση-performance Avis d' audition των Annie Vigier και Franck Apertet (les gens d' Uterpan) στο Θέατρο Τέχνης της οδού Φρυνίχου. © Στάθης Μαμαλάκης
Πείτε μας λίγα πράγματα για τα έργα που θα δούμε: θα είναι καινούριες αναθέσεις; Πόσο θα εξαπλωθούν στο αθηναϊκό τοπίο;
Τα περισσότερα έργα είναι καινούριες και μεγάλες αναθέσεις, ενώ κάποια θα μείνουν στην Αθήνα. Δείξαμε ιδιαίτερη προτίμηση σε δημόσιους χώρους και οργανισμούς. Έτσι, θα υπάρχουν έργα σε περισσότερους από 20 χώρους, όπως για παράδειγμα το Ωδείο Αθηνών, το Βυζαντινό Μουσείο, το Μέγαρο Μουσικής, όπου θα γίνει και μουσικό πρόγραμμα, η Σχολή Καλών Τεχνών, το Μουσείο Μπενάκη, η Πινακοθήκη Γκίκα, το Ισλαμικό Μουσείο, το Αρχαιολογικό Μουσείο, το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, αλλά και σε αρχαιολογικούς χώρους και δημόσιες πλατείες. Μας ενδιαφέρει πολύ η έννοια του Μουσείου στον 21ο αιώνα και επ' αυτού, ο καλλιτεχνικός μας διευθυντής επένδυσε πολλή ενέργεια για την εφήμερη μεταφορά της συλλογής του ΕΜΣΤ στο Κάσελ (σε συνεργασία με επιμελητές του μουσείου) και την παρουσίαση έργων της documenta 14 στο ΕΜΣΤ, όπου θα ξαναδείξουμε και το Εριχθόνιο Μουσείο του πολύ γνωστού αρχιτέκτονα και καλλιτέχνη Χρήστου Παπούλια, του οποίου ένα κομμάτι είχε παρουσιαστεί και στην documenta 10: μια μη επίσημη (αλλά καθ' όλα πραγματοποιήσιμη) «απάντηση» στο διαγωνισμό για το Μουσείο της Ακρόπολης, ως έμμεση κριτική στην έννοια του παντοδύναμου Μουσείου.
Θα δούμε έργα, δηλαδή, που προσπαθούν να ενεργοποιήσουν τον κόσμο όχι με όρους «χρήσιμης» τέχνης, αλλά ως ένα είδος «κοινωνικής» τέχνης;
Ακριβώς. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι και το έργο της Μαίρης Ζυγούρη, το οποίο έχει ήδη ξεκινήσει στη Νίκαια, βασισμένο στα γεγονότα του Μπλόκου της Κοκκινιάς και κυρίως σε μια περφόρμανς του 1979 της εκλιπούσας εικαστικού Μαρίας Καραβέλα. Η Νίκαια έχει έντονες μνήμες από το Μπλόκο, -απολύτως φυσιολογικό δεδομένου ότι 174 άτομα δολοφονήθηκαν μπροστά στους συγγενείς τους-, αλλά και καταπληκτικά μουσεία, καθώς καλλιτέχνες, αρχιτέκτονες και άλλες προσωπικότητες έχουν προσφέρει έργα σε ένδειξη αλληλεγγύης. Ανάμεσα στα κατεξοχήν έργα της Μαρίας Καραβέλα ήταν η περφόρμανς που έκανε εμπλέκοντας όλους όσους είχαν συγγενείς που σκοτώθηκαν από τους Ναζί (που ήταν πλέον γιαγιάδες το 1979). Ήταν μια έντονα φορτισμένη περφόρμανς. Ιδιαίτερα όταν τους έδινε ένα πουκάμισο βουτηγμένο σε κόκκινη μπογιά λέγοντας τους ότι αυτό είναι το πουκάμισο του ανθρώπου τους που χάθηκε εκεί. Η ταινία που κατέγραψε την περφόρμανς λογοκρίθηκε και δεν παίχτηκε ποτέ, παρόλο που έγινε το 1980. Η καλλιτέχνης έπαθε τεράστιο σοκ από αυτό, δεδομένου ότι δεν περίμενε να λογοκριθεί λίγα χρόνια μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα. Έπειτα κάηκε το αρχείο της Καραβέλα και χάθηκε η ταινία αυτή.
Η Ζυγούρη αποφάσισε, λοιπόν, με όχημα την περφόρμανς της Μαρίας Καραβέλα, να ξαναπλησιάσει την περιοχή, με τα φαντάσματά της, αλλά και με τα σημερινά θέματά της. Αυτό το πρότζεκτ έχει ξεκινήσει εδώ και καιρό και έχει σταθερή συμμετοχή μαθητών 15-16 ετών, από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα της Νίκαιας: σε τρίωρες συναντήσεις, κάθε Κυριακή, τα παιδιά αυτά μαθαίνουν για την περφόρμανς, για ένα κομμάτι της ιστορίας τους, για τη Μαρία Καραβέλα, βιώνοντας με ένα διαφορετικό τρόπο αυτά που τους έλεγαν οι γιαγιάδες τους -και ίσως κατανοώντας καλύτερα τι γίνεται σήμερα. Αυτά τα παιδιά θα είναι και οι τελικοί περφόρμερς που θα παρουσιάσουν το έργο της Ζυγούρη στη documenta, στις 9 Απριλίου. Η ταινία που θα καταγράψει την περφόρμανς θα προβληθεί τόσο στην Αθήνα μέσα στο Μουσείο Μάντρας του Μπλόκου της Κοκκινιάς, όσο και στο Κάσελ. Αυτό αποκαλώ -τουλάχιστον εγώ- κοινωνικό πρότζεκτ: ένα καλλιτεχνικό πρότζεκτ με κοινωνική διείσδυση.
Άλλο ένα τέτοιο έργο είναι και αυτό του Rick Lowe στην πλατεία Βικτωρίας, όπου οργανώνει διαφορετικές κοινότητες, με σκοπό την αναβίωση της περιοχής, αλλά και του Πακιστανού Rasheed Araeen, μια φορμαλιστικά «πειραγμένη» παραδοσιακή τέντα γάμου από το Πακιστάν στην πλατεία Κοτζιά, κάτω από την οποία θα μαγειρεύονται και θα σερβίρονται φαγητά, αλλά όχι με τη μορφή συσσιτίου: το νόημα του έργου είναι οι ετερόκλητοι πολίτες αυτής της πόλης (70 άτομα ημερησίως) να κάτσουν μαζί, να φάνε και να συζητήσουν, όπως θα έκαναν σε ένα κανονικό γεύμα, για να ανταλλάξουν απόψεις από διαφορετικές οπτικές γωνίες για την πόλη, αλλά και για τη σημερινή κατάσταση. Το έργο αυτό θα παραμείνει καθ' όλη τη διάρκεια της documenta μπροστά στο Δημαρχείο, σαν ένα «ζωντανό γλυπτό», εμπνευσμένο από την ιδέα της ενωμένης Μεσογείου, αλλά και με την ελπίδα που αντανακλά ο τίτλος του καλλιτέχνη: Food for thought, thought for change.
Το «Μαθαίνοντας από την Αθήνα» (“Learning from Athens”) επικοινωνήθηκε εξαρχής ως μια έκθεση που δε θα έρθει ως εξωγήινος και όταν θα φύγει, θα αφήσει πράγματα στην πόλη. Αυτό πώς το βλέπετε να αναπτύσσεται και να εξελίσσεται;
Πολλοί ρωτάνε: «Και τι μάθατε;». Μα δεν υπάρχει απάντηση. Γι' αυτό και θεωρώ επιτυχή τον προσωρινό τίτλο που επέλεξε ο Adam Szymczyk: περιγράφει τη «χειρονομία», την «κίνηση» του να πας κάπου χωρίς προκαταλήψεις και προϊδεασμούς και να είσαι ανοικτός στο να μάθεις από τον καινούργιο τόπο. Ήταν πολύ σημαντικό για τον Άνταμ να πάει κάπου η documenta ως φιλοξενούμενη διοργάνωση και όχι ως οικοδεσπότης, γιατί παραδοσιακά λειτουργεί ως οικοδεσπότης των καλλιτεχνών. Αυτή τη φορά είναι οικοδεσπότης στο Κάσελ και φιλοξενούμενος στην Αθήνα. Νομίζω ότι αυτή η ανατροπή είναι πολύ σημαντική και θεμελιώδης για το τι σημαίνει να είσαι ένας ισχυρός οργανισμός τέχνης, διότι σημαίνει ότι δεν έχεις την απόλυτη κυριαρχία.
«Μαθαίνοντας από την Αθήνα» είναι φυσικά μια αναφορά: σημαίνει ότι δεν υπάρχει ένα μάθημα, αλλά μαθαίνουμε όλοι μαζί. Και η Αθήνα φυσικά, είναι ένας «συμβολικός» τόπος. Τόσο αναφορικά με το παρελθόν, εφόσον έχει χαρακτηριστεί ως το «λίκνο του δυτικού πολιτισμού και της δημοκρατίας», αλλά και σε σχέση με το σήμερα, με το παρόν...
Η έκθεση αυτή έχει προκαλέσει μια χιονοστιβάδα ενδιαφέροντος για τους Έλληνες καλλιτέχνες και την Ελλάδα ως καλλιτεχνική κοινότητα: έχουν έρθει και μένουν εδώ επιμελητές και καλλιτέχνες από όλον τον κόσμο, είτε είναι μέρος είτε όχι της documenta 14, οι οποίοι δικτυώνονται και συνεργάζονται με καλλιτέχνες, θεωρητικούς, επιμελητές και ιστορικούς, που ζουν και δουλεύουν στην Αθήνα. Έτσι, με κάποιον τρόπο, βιώνουν όλοι μαζί τη σημερινή πραγματικότητα της χώρας.
Τι επίδραση περιμένετε να έχει η έκθεση στο καλλιτεχνικό και αστικό τοπίο της Αθήνας;
Η αλήθεια είναι ότι κανένας οργανισμός τέχνης, όσο μεγάλος και αν είναι, δεν μπορεί να αλλάξει την κατάσταση ως έχει. Στην Ελλάδα βρισκόμαστε σε μια από τις χειρότερες οικονομικές και ανθρωπιστικές κρίσεις στη νεότερη ιστορία μας. Η κληρονομιά που θα μείνει, κατά τη γνώμη μου, είναι οι σχέσεις και η αγάπη που μοιράζεται μεταξύ του κινητού, του «software» αν θέλεις, και όχι το “hardware”, τα υλικά. Πέρα από τους προβολείς, η αλληλεγγύη ενδυναμώθηκε στον καλλιτεχνικό χώρο -και όχι μόνο μεταξύ μας. Νομίζω ότι δημιουργήθηκαν σχέσεις και θεμέλια που δε θα διαλυθούν. Ακούω πόσα γεγονότα γίνονται και θα γίνουν πριν αλλά και κατά τη διάρκεια της documenta και εντυπωσιάζομαι. Για μένα αυτό είναι η κληρονομιά: οι σχέσεις αγάπης, τα δίκτυα και όλοι οι άνθρωποι που κινητοποιούνται και θα κινητοποιούνται, όταν φύγει η documenta.
Η συνέντευξη αυτή δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο τεύχος 231 (Μάρτιος-Απρίλιος 2017) των Νέων της Τέχνης.