Την εκτίμηση ότι «η Άγκυρα είναι ο μεγάλος χαμένος στον απόηχο του Βίλνιους, φτάνοντας να εξαντλήσει απίθανο διπλωματικό κεφάλαιο προσπαθώντας να επουλώσει τις βαθιές πληγές της με την ΕΕ και τη Δύση», εκφράζει σε συνέντευξή του στο Liberal.gr ο Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος, διεθνολόγος και ερευνητής στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Σπουδών του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ).
Ο κ. Δεσποτόπουλος αναλύει πώς άλλαξαν οι στρατηγικές ισορροπίες της Τουρκίας με την Ευρώπη και τη Δύση, με φόντο τις εξελίξεις κατά την πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στην Λιθουανία.
Παράλληλα, εξηγεί γιατί η Ελλάδα έχει μπροστά της μια σπουδαία ευκαιρία προς αξιοποίηση, η οποία συνδέεται άρρηκτα με τον παράγοντα «ηρεμία» στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Συνέντευξη στον Χρήστο Θ. Παναγόπουλο
Στον απόηχο των δηλώσεων του Ταγίπ Ερντογάν μετά το πέρας τις Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ έχει εκφραστεί η άποψη ότι ο πρόεδρος της Τουρκίας βγήκε μάλλον χαμένος από τα όσα συμφωνήθηκαν στο Βίλνιους. Εσείς συμφωνείτε με την άποψη αυτή; Θα ήθελα το σχόλιό σας.
Η Τουρκία έχει βγει γενικώς χαμένη το τελευταίο διάστημα, εξαιτίας των αδιεξόδων που δημιούργησε στην εξωτερική πολιτική της, ενώ αντίθετα η Ελλάδα έχει βγει απολύτως κερδισμένη. Θα σας πω το εξής: Το 2019 η Τουρκία ήταν ακόμα όχι αγοράστρια άλλα συμπαραγωγός χώρα των F-35 καθώς συμπαρήγαγε μαζί με τις Ηνωμένες Πολιτείες και είχε ήδη παραγγείλει 100 αεροσκάφη. Εάν τότε σας έλεγα ότι τέσσερα χρόνια μετά, το 2023 ότι η γειτονική χώρα θα εξαντλούσε απίθανο διπλωματικό κεφάλαιο, τύπου απειλή βέτο στο ΝΑΤΟ, για να αποκτήσει μαχητικά αεροσκάφη F-16 προηγούμενης γενιάς και μάλιστα με συζήτηση στο Κογκρέσο, με όρους που θα αφορούν το Αιγαίο και τις παραβιάσεις, νομίζω ότι θα με αποκαλούσατε, τουλάχιστον, τρελό.
Αυτό που θέλω να πω, λοιπόν, είναι ότι η Τουρκία βρέθηκε σε ένα «στρατηγικό κενό». Αυτό συνέβη μέσα από το παιχνίδι που έπαιζε με τη Ρωσία, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και της ανασύστασης του ΝΑΤΟ, σε συνδυασμό με την ελληνική αντίδραση και ειδικότερα με τη σύσφιγξη των σχέσεων της Αθήνας με την Ουάσινγκτον και το Παρίσι καθώς και την αναβάθμιση της αποτρεπτικής ισχύος της Ελλάδας.
Νομίζω ότι η Τουρκία βρέθηκε σε αυτό το «στρατηγικό κενό» και προσπαθεί τώρα, με διάφορους τρόπους, να καλύψει το χαμένο έδαφος. Όμως οι πληγές στις σχέσεις της Άγκυρας με τη Δύση είναι ακόμα βαθιές και θα χρειαστεί πάρα πολύ χρόνο η τουρκική κυβέρνηση, για να τις επουλώσει. Σκεφτείτε δε πως αυτό συμβαίνει σε μια περίοδο, κατά την οποία η Τουρκία χρειάζεται εναγωνίως κεφάλαια, για να ανασυγκροτήσει την οικονομία της.
Θυμόμαστε, πάντως, κ. Δεσποτόπουλε, τα όσα έλεγε λίγους μήνες πριν με τη φράση «Μητσοτάκης γιοκ» και τώρα βλέπουμε έναν Ερντογάν να συναντιέται με τον Έλληνα πρωθυπουργό και να λέει σε σχεδόν μειλίχιο τόνο ότι επιδιώκει να δημιουργήσει περισσότερες φιλίες παρά έχθρες με την Ευρώπη και τη Δύση. Ωστόσο, είδαμε και το τουρκικό ΥΠΕΞ να κατηγορεί τον ΟΗΕ ότι «συντηρεί την αδιάλλακτη στάση των Ελληνοκυπρίων», σε ό,τι αφορά το Κυπριακό. Άλλαξε εν τέλει κάτι;
Η Τουρκία έχει πάγιες πολιτικές επιδιώξεις, τις οποίες δεν αλλάζει. Εκείνο που αλλάζει είναι ο τρόπος με τον οποίο εκφέρει τον λόγο της ανά περιόδους. Ο Ταγίπ Ερντογάν αυτή τη δεδομένη χρονική περίοδο προσπαθεί να χτίσει «γέφυρες» συνεννόησης με όλα τα κράτη της ευρύτερης περιοχής της Ανατ. Μεσογείου, πλην της Κύπρου.
Αυτό συμβαίνει, διότι όπως σας είπα και πριν, οι στοχεύσεις της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής είχαν οδηγηθεί σε στρατηγικά αδιέξοδα. Στη Μεσόγειο, για παράδειγμα, το μόνο που έχει καταφέρει αυτή τη στιγμή η Τουρκία, με αυτή την επιθετική πολιτική που είχε έναντι της Μέσης Ανατολής μετά την «Αραβική Άνοιξη», ήταν να μείνει με τη μισή Λιβύη κι ένα παράνομο τουρκολιβυκό Μνημόνιο, το οποίο κατά το ήμισυ έχει κι αυτό καταρριφθεί από τη μερική οριοθέτηση της ΑΟΖ ανάμεσα στην Αθήνα και το Κάιρο.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ο Ερντογάν προσπαθεί εναγωνίως να χτίσει σχέσεις με την Ελλάδα – διότι με αυτό τον τρόπο χτίζει σχέσεις και με τη Δύση –, με την Αίγυπτο, αποκαθιστώντας τις διπλωματικές σχέσεις με το Κάιρο έπειτα από μία δεκαετία και ρίχνει επίσης τους τόνους με το Ισραήλ.
Στον αντίποδα όλων αυτών, η Κύπρος για την Τουρκία παραμένει μια εντελώς διαφορετική περίπτωση. Αυτό συμβαίνει, επειδή η παρουσία της Κύπρου, ήτοι το γεγονός ότι η Κύπρος συνιστά ένα αναγνωρισμένο κράτος, της δίνει δικαίωμα για Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, ωθεί την Τουρκία να το βλέπει όλο αυτό ως μια απειλή για τα δικά της σχέδια στη Μεσόγειο.
Αυτό σημαίνει ότι η Τουρκία αντιλαμβάνεται την Κύπρο ως ένα κράτος που της δημιουργεί προβλήματα, όχι μόνο σε ό,τι αφορά την προώθηση των συμφερόντων των Τουρκοκυπρίων, αλλά γιατί της χαλάει επίσης την πειρατεία που θέλει να κάνει στη Μεσόγειο, υφαρπάζοντας πόρους τρίτων κρατών, ακριβώς επειδή βρίσκεται στο κέντρο της Ανατ. Μεσογείου και έχει νομική οντότητα, ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα.
Συνεπώς, η Άγκυρα αντιμετωπίζει τελείως διαφορετικά την Κύπρο σε σχέση με την Ελλάδα. Όμως, σημασία δεν έχει πώς λειτουργεί η Τουρκία έναντι της Ελλάδας, αλλά πώς εμείς και οι Ελληνοκύπριοι αδελφοί μας είμαστε ένα ενιαίο μέτωπο στο Κυπριακό. Είναι απολύτως ξεκάθαρο αυτό στην Τουρκία.
Η Τουρκία δεν αντιμετωπίζει την Κύπρο ως κράτος, ούτε καν το ψευδοκράτος δεν το αντιμετωπίζει ως τέτοια οντότητα, παρόλο που η Άγκυρα το έχει αναγνωρίσει ως τέτοια. Με απλά λόγια, η Τουρκία βλέπει την Κύπρο ως προέκταση των ακτών της, εξ ου κι έχει τη δυσκολία να καταλάβει τι σημαίνει για την Κύπρο μια ενιαία νομική υπόσταση. Η Ελλάδα σέβεται απολύτως τη νομική υπόσταση της Κύπρου και την προωθεί σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς.
Τι θα πρέπει να περιμένει η Ελλάδα σε διπλωματικό επίπεδο και δη στα ελληνοτουρκικά μετά τη Σύνοδο Κορυφής στο Βίλνιους;
Από τα γεγονότα του 1955 στην Κωνσταντινούπολη (σ.σ. τα Σεπτεμβριανά) μέχρι και σήμερα, αλλά και νωρίτερα κατά τη δεκαετία του ’70 είχαμε οδυνηρά γεγονότα στον Ελληνισμό, βρισκόμασταν σε κρίση με την Τουρκία.
Η Τουρκία έχει μια αναθεωρητική πολιτική και κατά περιόδους είχαμε εξάρσεις – πέρα από τα μεγάλα και δυσάρεστα γεγονότα της Πόλης και της Κύπρου – και πιο μικρά αλλά σημαντικά γεγονότα, στα οποία χύθηκε κι ελληνικό αίμα, όπως για παράδειγμα στα Ίμια το 1996.
Θυμόμαστε όλοι τις αναχαιτίσεις τουρκικών αεροσκαφών αλλά και τους Έλληνες πιλότους που σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια εναέριων εμπλοκών. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τον Βλαχάκο και τον Ηλιάκη;
Αυτό που μπορούμε να ευελπιστούμε είναι ότι αυτή η περίοδος που βρίσκεται μπροστά μας θα είναι μια περίοδος ηρεμίας. Ξέρετε, από τη δεκαετία του ’70 έως σήμερα δεν υπήρξε ποτέ τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα που να μην έχουμε παραβιάσεις και υπερπτήσεις από τους Τούρκους. Αυτό, από μόνο του, συνιστά μια μεγάλη επιτυχία.
Νομίζω ότι όλο αυτό αντιστρέφει μια πολιτική της Τουρκίας που εφαρμοζόταν από τη δεκαετία του ’70. Μιλάμε για μια πολιτική 50-60 ετών. Δεν αντιστρέφει, όμως, τις διεκδικήσεις της Τουρκίας, ας μην έχουμε αυταπάτες. Το να έχουμε, όμως, ηρεμία, το να εξασφαλίσουμε το χρόνο που χρειαζόμαστε, για να ολοκληρώσουμε τους επιχειρησιακούς σχεδιασμούς μας, είναι ένα μεγάλο κέρδος για εμάς. Εάν η Ελλάδα καταφέρει, αυτή τη στιγμή, το Κογκρέσο να θέσει όρους σταδιακής παραλαβής - που ούτως ή άλλως προβλέπεται σταδιακή παραλαβή των F-16 από την Τουρκία – με γνώμονα την ηρεμία στο Αιγαίο, θα έχει επιτύχει τον απαραίτητο χρόνο προκειμένου να ολοκληρώσει το δικό της στρατιωτικό σχεδιασμό.
Το κυριότερο, όμως, είναι ότι θα μπορέσουμε να έχουμε ειρήνευση στην περιοχή μας. Η ένταση δεν εξυπηρετεί την Ελλάδα. Η χώρα μας δεν θέλει να γίνει ένα επεισόδιο, για να αλλάξει το status quo στην περιοχή. Όποτε είχαμε επεισόδια, συνήθως οι Τούρκοι προσπαθούσαν να αλλάξουν το status quo (βλ. τα γεγονότα στα Ίμια). Εμείς θέλουμε να κινηθούμε στη βάση του Διεθνούς Δικαίου και να επιλύσουμε ειρηνικά τις διαφορές μας με την Τουρκία. Γι’ αυτό το λόγο έχουμε ωθήσει την Τουρκία – αξιοποιώντας βεβαίως το διεθνές περιβάλλον - στη λογική του διαλόγου. Με αυτό τον τρόπο οδηγήσαμε την Τουρκία μακριά από ρητορικές περί Tayfun, ότι «θα έρθουμε μια νύχτα ξαφνικά» κι από τον εκφοβισμό του Oruc Reis, διά του οποίου η Άγκυρα επιχείρησε να δημιουργήσει ένα θερμό επεισόδιο, ώστε υπό την απειλή των όπλων και προκειμένου να μην οδηγηθούμε σε πόλεμο να πει «ελάτε τώρα να συζητήσουμε τα πάντα, από τις αποστρατιωτικοποιήσεις των νησιών έως τις γκρίζες ζώνες κλπ.».
Εν κατακλείδι, η ηρεμία που υπάρχει πλέον, συνιστά μεγάλη επιτυχία και μόνο δεδομένη δεν την είχαμε πριν από μερικούς μήνες και ευρύτερα τα τελευταία χρόνια.