Η καταστροφή να γίνει η ευκαιρία για να μπουν οι βάσεις μιας άλλης ανάπτυξης, όχι αυτής της άναρχης από το ‘50 έως σήμερα, λέει στο Liberal ο καθηγητής αντισεισμικών κατασκευών Π. Καρύδης.
Η αναγέννηση της Θεσσαλίας από τις στάχτες της, πρέπει όπως λέει, να γίνει με ένα νέο μοντέλο μακριά από τα λάθη του παρελθόντος, μιλά για τον «πολεοδομικό αναδασμό», εξηγεί γιατί είναι πεταμένα χρήματα να δαπανήσουμε ενισχύσεις για επισκευές στα χιλιάδες μισοβυθισμένα σπίτια, ενώ περιγράφει το μεγάλο στοίχημα ανοικοδόμησης των υποδομών.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
Τι κινδύνους εγκυμονεί η επόμενη μέρα για τα σπίτια και τις υποδομές της Θεσσαλίας που επλήγησαν από την πλημμύρα της Θεσσαλίας κε. καθηγητά;
Οι κίνδυνοι εντοπίζονται στις αφανείς ζημιές, στις δυσδιάκριτες, σε αυτές που δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά και οφείλονται στην υποσκαφή των θεμελίων. Συχνά, όταν το έδαφος υποχωρεί κάτω από τα θεμέλια ενός κτιρίου, το πρόβλημα δεν παρατηρείται άμεσα και στην ανοδομή.
Αυτό δεν σημαίνει πως δεν θα εμφανιστεί κάποια στιγμή στο μέλλον, μετά από μήνες ή χρόνια. Και χωρίς προειδοποίηση ή προφανή αιτία, όπως ένας σεισμός ή μια νεροποντή, ενώ θα έχουμε δαπανήσει σημαντικά κονδύλια για την επισκευή του, το κτίριο θα καταρρεύσει, αφού θα έχει υποχωρήσει κι άλλο το έδαφος, δηλαδή θα έχει αφαιρεθεί η στήριξη του τοίχου ή της κολώνας.
Είναι δυνατό κατά τις αυτοψίες στον θεσσαλικό κάμπο να εντοπιστούν τέτοια κτίρια με αφανείς ζημιές;
Τόσο στα θαμμένα κάτω από τη λάσπη, όσο και στα άλλα, θα χρειαστεί να γίνει εκσκαφή γύρω από το κτίριο, ώστε ο μηχανικός να δει τι συνθήκες επικρατούν στη θεμελίωση. Και κατά πόσο το έδαφος συνεχίζει να στηρίζει το κτίριο ή διάβρωση. Είναι μια πάρα πολύ δύσκολη, δαπανηρή και χρονοβόρα διαδικασία. Δώρον - άδωρον επί της ουσίας. Ειδικά για τα μισοβυθισμένα στο νερό και τη λάσπη ακίνητα δεν χρειάζονται ούτε επισκευές, ούτε έλεγχοι. Το λέω ωμά. Τα κτίρια αυτά πρέπει να εγκαταλειφθούν. Και στην περίπτωση αυτή, πρέπει να εφαρμοστεί ο «πολεοδομικός αναδασμός». Η ανταλλαγή του ακινήτου με ένα άλλο, ίσης αξίας, σε γειτνιάζουσα περιοχή, με δαπάνες του κράτους.
Αντέχει το κράτος ένα τόσο δαπανηρό μοντέλο;
Το μοντέλο δεν είναι καθόλου δαπανηρό. Ίσως να αποδειχθεί και χαμηλότερου κόστους από τις αποζημιώσεις που θα καταβάλει το κράτος. Το κράτος θα κληθεί να καταβάλει κατ’ ελάχιστον 1.000 ευρώ το τετραγωνικό μέτρο για περιπτώσεις ολικής καταστροφής. Τόσο εισπράττουν ως αποζημίωση οι ιδιοκτήτες ακινήτων που υπέστησαν απόλυτη ζημιά από τις πυρκαγιές.
Ανάλογη θα είναι και η αποζημίωση για τις πλημμύρες. Το κόστος εγκατάστασης ανά τετραγωνικό μέτρο των ανθρώπων αυτών σε ένα τριώροφο, για παράδειγμα κτίριο, είναι πολύ χαμηλότερο από το να κατασκευάσουμε ανεξάρτητα σπίτια, αφού εξοικονομούμε τη δαπάνη για τα θεμέλια. Αναφέρομαι πάντα στα μισοθαμμένα κτίρια, με σοβαρά στατικά προβλήματα, τα οποία επαναλαμβάνω θα πρέπει να θεωρηθούν ολική απώλεια.
Τι άλλο πρόβλημα θα εμφανιστεί κατά τη διαδικασία ανοικοδόμησης των κατεστραμμένων περιοχών;
Ένα άλλο στοιχείο είναι ότι η πλειονότητα των κτιρίων στα χωριά και τους μικρούς οικισμούς της Θεσσαλίας, πέραν εκείνων από μπετόν, είναι κατασκευασμένα με ωμοπλινθοδομή – αυτά έχουν καταστραφεί πλήρως – και με λιθοδομή. Η λάσπη που συνδέει τις πέτρες είναι από άργιλο, η οποία όταν είναι στεγνή αποτελεί ένα καλό συνδετικό υλικό και προστατεύει από σεισμό, καθώς απορροφά τις δονήσεις. Όταν όμως βραχεί, τότε από συνδετικό υλικό γίνεται ολισθηρό. Και τέλος, για να ξεραθεί, να στεγνώσει η άργιλος, χρειάζεται πάρα πολύ χρόνο..
Φωτ.: Eurokinissi / Γιώργος Κονταρίνης
Έστω πάλι ότι επιχειρούμε να ξεμπαζώσουμε την λάσπη, όπως σκέφτονται να κάνουν πολλοί. Εφόσον, τα καταφέρουμε, θα πρέπει να δεχθούμε τη νέα στάθμη που μας έχει υποβάλει η φύση, καθώς σκάβοντας για να ελεγχθούν τα θεμέλια, το σπίτι από το ισόγειο, θα καταστεί υπόγειο. Στην πρώτη βροχή, θα πλημμυρίσει, αφού το έδαφος θα βρίσκεται ένα με δύο μέτρα υψηλότερα.
Επομένως, κάθε προσπάθεια τοπικής επισκευής και διάσωσης του βυθισμένου στην λάσπη, σπιτιού, είναι λάθος. Δεν έχει κανένα νόημα να ρίξουμε κεφάλαια για ελέγχους στατικότητας και για επισκευές των χιλιάδων αυτών κτιρίων. Εκτιμώ ότι στην κατηγορία αυτή θα βρεθούν πολλές χιλιάδες κτίρια.
Στις γέφυρες και γενικότερα στις υποδομές, τι προβλήματα εκτιμάτε ότι θα εμφανιστούν;
Οι γέφυρες είναι μελετημένες και κατασκευασμένες ώστε να δέχονται κατακόρυφα φορτία. Όταν δέχονται πιέσεις οριζοντίως, τόσο από νερό όσο και από φερτά υλικά, δεν μπορούν να αντισταθούν. Το πρόβλημα όσον αφορά τις νέες κατασκευές είναι ότι τα συσσωρευμένα μπάζα στην βάση των γεφυριών, έχουν ανεβάσει κατά ένα με δύο μέτρα το ύψος της επιφάνειας.
Το οδόστρωμα δηλαδή με τον οποίο ενώνεται μια γέφυρα θα βρίσκεται πλέον σε υψηλότερη στάθμη απ’ ότι πριν την καταστροφή. Το γεγονός απαιτεί πιο δύσκολες μελέτες, μεγαλύτερες δαπάνες, αυξάνει όλο το βαθμό δυσκολίας του εγχειρήματος. Απαιτείται σχεδιασμός, όραμα και τεκμηριωμένοι φάκελοι ώστε να διεκδικήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερα κοινοτικά κονδύλια σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η βοήθεια της ΕΕ προς την Ελλάδα ανέρχεται, προς το παρόν, σε 2,2 δισ ευρώ. Τι κονδύλια εκτιμάται ότι θα απαιτηθούν με βάση τη συσσωρευμένη σας εμπειρία;
Τα ποσά είναι ελάχιστα, μπροστά στα κεφάλαια που απαιτεί η σωστή ανασυγκρότηση της Θεσσαλίας σε βάθος χρόνου. Δεν αναφέρομαι στην κάλυψη των άμεσων αναγκών των πλημμυρόπληκτων, αλλά στην αποκατάσταση της περιοχής. Δεν εννοώ το πώς θα βρούμε χρήματα για να μπαλώσουμε τις ζημιές και για να ανεγείρουμε σπίτια τα οποία θα παρασύρει η επόμενη νεροποντή. Το ζητούμενο για μένα είναι μια ολική ανασυγκρότηση της περιοχής. Και δεν είμαι προφανώς σε θέση, όπως και κανείς, να γνωρίζω το ύψος των κεφαλαίων που θα απαιτηθούν.
Φωτ.: Eurokinissi / Γιώργος Κονταρίνης
Εκτιμώ, ωστόσο, ότι θα είναι πολλαπλάσια των 2 δισ ευρώ. Είμαστε ακόμη στην αρχή. Η χθεσινή συνάντηση του πρωθυπουργού με την ηγεσία της Κομισιόν δεν ήταν παρά ένα πρώτο βήμα στην προσπάθεια της Ελλάδας να κινητοποιήσει πόρους. Είμαστε ακόμη στην αρχή. Οι ελληνικές διεκδικήσεις θα πρέπει να συνοδευτούν από φακέλους με πολύ καλή τεκμηρίωση, οι οποίοι θα στηρίζονται σε πολύ άψογες μελέτες. Βλέπω πάντως μια ευκαιρία μέσα από την καταστροφή για την αναδιοργάνωση του κάμπου χωρίς το στρεβλό μοντέλο ανοικοδόμησης του παρελθόντος.
Τι συστατικά πρέπει να περιλαμβάνει αυτό το νέο μοντέλο;
Η ισοπέδωση ολόκληρων περιοχών του κάμπου μας προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία για ένα υγιή σχεδιασμό εκ του μηδενός, όσο και αν αυτό ακούγεται οξύμωρο. Το θέμα δεν είναι να ανασυγκροτηθεί η Θεσσαλία, όπως συνέβη με την Ελλάδα μετά την πολεμική περιπέτεια του περασμένου αιώνα, όπου δομήθηκε άναρχα κάθε σπιθαμή του εδάφους.
Μας δίνεται η ευκαιρία για ένα νέο μακρόπνοο σχεδιασμό, προσαρμοσμένο στα δύσκολα που έρχονται, με ένα μοντέλο χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού, καθώς και ένα νέο μοντέλο δόμησης μακριά από τα εγκληματικά λάθη του παρελθόντος. Εγκαταλείποντας τις παλιές συνήθειες να κτίζουμε πάνω σε μπαζωμένα ρέματα. Και είναι ευκαιρία να εφαρμοστεί το μοντέλο του «πολεοδομικού αναδασμού», αποφεύγοντας την σπατάλη χρημάτων και ανθρώπινου δυναμικού σε μισοβυθισμένα στην λάσπη, κτίρια.
Αυτά δεν έχουν καμία τύχη. Κυρίως μας δίνεται η ευκαιρία να αποφύγουμε τα λάθη της «μεταπολεμικής» ανασυγκρότησης, όταν η ανάπτυξη των ισοπεδωμένων περιοχών έγινε προχείρως, χωρίς κανένα σχέδιο, όραμα και προοπτική. Συμβαίνει αυτό ανελλιπώς τα τελευταία 70 χρόνια στην Ελλάδα μετά από κάθε σοβαρή καταστροφή, όπως μετά το σεισμό της Λευκάδας το 2003, όπου έπεσαν πολλά κτίρια.
Και παρ’ ότι οι δρόμοι ήταν στενοί, αντί το κράτος να αποφασίσει να τους διαπλατύνει και να απαγορεύσει για λόγους ασφάλειας την ανέγερση νέων κτιρίων, εκεί όπου έπεσαν τα παλαιά, επέτρεψε να επανέλθουν τα πάντα στην πρότερα κατάσταση. Και επιβάρυναν τους στενούς δρόμους με πρόσθετα φορτία, χωρίς να διδαχθούν τίποτα από τα λάθη του παρελθόντος.
Κάτι άλλο που πρέπει να κάνουμε μετά την καταστροφή στην Θεσσαλία είναι να γίνει μια πλήρης χαρτογράφηση του πάχους των μπάζων, καθώς και της στάθμης όπου έφτασε το νερό, ώστε τα στοιχεία αυτά να εμπλουτίσουν το αρχείο μας, καθώς θα χρειαστούν στις μελέτες που θα γίνουν.
Κλείνοντας, θα έλεγα ότι έχει έρθει ο καιρός για να πληρώσουμε τα σφάλματα του παρελθόντος των τελευταίων 70 ετών. Είναι ευκαιρία να μπουν οι βάσεις για μια άλλη ανάπτυξη, όχι την άναρχη, πρόχειρη και σαθρή του νεοελληνικού κράτος από την δεκαετία του ‘50 μέχρι σήμερα.