Ραγδαίες αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό των Ηνωμένων Πολιτειών φέρνει η απόφαση του Τζο Μπάιντεν να αποχωρήσει από την κούρσα των προεδρικών εκλογών, προτείνοντας την Κάμαλα Χάρις ως υποψήφια για το χρίσμα των Δημοκρατιών. Όπως εξηγεί στο Liberal.gr ο στρατηγός ε.α. και επίτιμος Αρχηγός του ΓΕΣ, Κωνσταντίνος Γκίνης, η εξέλιξη αυτή δημιουργεί νέα δεδομένα.
Όπως εξηγεί ο Κ. Γκίνης, η παραίτηση του Μπάιντεν ήταν αναμενόμενη, δεδομένων των αδυναμιών που ο ίδιος εμφάνιζε όλο το τελευταίο διάστημα κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας των Δημοκρατικών, με αποκορύφωμα την τηλεμαχία του με τον Ντόναλντ Τραμπ. Παράλληλα, εκτιμά πως το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών θα κρίνει σημαντικά το γεωστρατηγικό πλαίσιο, στο οποίο θα κινηθεί η Ουάσιγκτον τα επόμενα χρόνια, με σαφή προσανατολισμό, ωστόσο, την Άπω Ανατολή.
Κατά τα λοιπά, σε ό,τι αφορά τα ελληνοτουρκικά ο επίτιμος Αρχηγός του ΓΕΣ θεωρεί πως η Ελλάδα δεν θα πρέπει να τρέφει αυταπάτες ως προς την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, παρά τα όποια σημάδια ύφεσης παρατηρούνται στις διμερείς σχέσεις. Εξάλλου, τονίζει πως πως από το 2022 και μετά οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν περάσει σε ένα νέο πεδίο, όπου η Τουρκία αμφισβητεί καθαρά, όχι απλά τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, αλλά αυτή καθαυτή την κυριαρχία της χώρας μας στο Αιγαίο.
Συνέντευξη στον Χρήστο Θ. Παναγόπουλο
Κύριε Γκίνη, οι εξελίξεις μας πρόλαβαν και ήδη στην άλλη άκρη του Ατλαντικού ο Τζο Μπάιντεν ανακοίνωσε το βράδυ του Σαββάτου ότι αποσύρεται από την κούρσα των προεδρικών εκλογών. Κατά την άποψή σας, τι σημαίνει αυτό για τις ΗΠΑ;
Προσωπικά, εκτιμώ πως η απόφαση του Μπάιντεν να αποσυρθεί από την κούρσα των προεδρικών εκλογών ήταν λίγο - πολύ αναμενόμενη. Αρκεί να δει κανείς και να ανατρέξει στα γεγονότα του πρόσφατου παρελθόντος, για να αντιληφθεί αυτό. Ο πρόεδρος Μπάιντεν παρουσιαζόταν μπροστά στις κάμερες εξαιρετικά αδύναμος.
Θυμηθείτε, για παράδειγμα, τα πλάνα που τον έδειχναν να μην μπορεί να κατέβει από το αεροπλάνο ή όταν σε ομιλίες του φαινόταν κάποιες στιγμές σα να ήταν χαμένος. Και βέβαια, αποκορύφωμα όλων αυτών ήταν η εικόνα αλλά και η επίδοσή του κατά την πρόσφατη τηλεμαχία του με τον Ντόναλντ Τραμπ. Ο άνθρωπος φαινόταν να βρίσκεται σε σύγχυση. Κατά την άποψή μου, αυτό ήταν απολύτως καταφανές.
Σε κάθε περίπτωση η απόσυρση του Μπάιντεν από την προεκλογική κούρσα δεν συνιστά μόνο θέμα προσωπικό, αλλά και μείζον εθνικό θέμα για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ένας πρόεδρος, ο οποίος δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε μια σειρά από κρίσιμα γεγονότα στο πλαίσιο το καθηκόντων του, είναι κάτι που εύλογα δημιουργούσε προβληματισμό. Και είναι φανερό ότι ο Μπάιντεν εμφάνιζε μια φυσική αδυναμία.
Ποιες αλλαγές φέρνει, υπό όρους γεωστρατηγικής, μια ενδεχόμενη νίκη του Τραμπ στη μάχη του Νοεμβρίου;
Αυτό που θα πρέπει να επισημάνω είναι ότι υπό τις παρούσες εξελίξεις, ο Τραμπ έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες να κερδίσει την κούρσα των προεδρικών εκλογων, γιατί θα εμφανίζεται στο κοινό το λέγοντας ότι αυτός ήταν εδώ εξ αρχής, ότι ο Μπάιντεν δεν μπορεί και πως επιβεβαιώθηκαν τα λεγόμενά του. Θα επιτεθεί, σίγουρα, στο νέο υποψήφιο των Δημοκρατικών, είτε είναι η Κάμαλα Χάρις είτε κάποιος άλλος. Πλέον ο Τραμπ είναι ένα βήμα μπροστά. Το αν θα κερδίσει ή όχι, θα εξαρτηθεί από το ποιος θα είναι ο νέος υποψήφιος, πώς θα τον αντιμετωπίσει και αν θα καταφέρει να αντισταθμίσει το πλεονέκτημα και ιδίως το θετικό momentum που λαμβάνει ο Τραμπ από τις εξελίξεις.
Για να απαντήσω, όμως, αναλυτικότερα στο ερώτημά σας... Κοιτάξτε, προσωπικά δεν θεωρώ ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν εφήρμοσε μια ακραιφνώς φιλελληνική πολιτική ή ότι αντίστοιχα παραμέρισε την Τουρκία. Όπως επίσης δεν μπορούμε να πούμε ότι ο Τραμπ είχε μια ακραιφνώς φιλοτουρκική πολιτική ενόσω ήταν πρόεδρος των ΗΠΑ. Να σας υπενθυμίσω ότι ενώ μπορεί να είχε εκφραστεί θετικά για τον πρόεδρο Ερντογάν, ήταν ο ίδιος που επέβαλε κυρώσεις, όταν η Τουρκία πήρε του S-400 από την Ρωσία και την απέβαλε και αpό το πρόγραμμα των F-35.
Θέλω να πω, λοιπόν, ότι το ζήτημα της πολιτικής των ΗΠΑ δεν είναι θέμα προσώπων. Παίζουν και τα πρόσωπα, σαφώς, ένα ρόλο, αλλά αυτό που προέχει στην αμερικανική πολιτική είναι τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Νομίζω ότι αυτό εμείς, ως Ελλάδα, πρέπει να προσπαθήσουμε, δηλαδή να εναρμονίσουμε τα δικά μας συμφέροντα με τα αντίστοιχα των ΗΠΑ, ώστε να τύχουν ευρύτερης στήριξης στο δυτικό χώρο, στον οποίο ανήκει και η Ελλάδα.
Νομίζω ότι όταν θα δούμε τα αποτελέσματα των αμερικανικών εκλογών, τότε θα μπορέσουμε να έχουμε μια ευρύτερη εικόνα. Το γεγονός, όμως, είναι ότι οι ΗΠΑ, όποιος κι αν εκλεγεί, ο προσανατολισμός τους είναι προς την Άπω Ανατολή. Στο σημείο αυτό, λοιπόν, γεννάται ένα ερώτημα: Θα αποχωρήσουν παντελώς οι ΗΠΑ και θα αφήσουν κάποιους «διαχειριστές» στην περιοχή που μας ενδιαφέρει εμάς, δηλαδή την Ανατολική Μεσόγειο; Ή θα συνεχίσουν να έχουν μια ενεργή και ζωτική παρουσία στην περιοχή λόγω ακριβώς και του Ισραήλ; Αυτό είναι ένα θέμα που μένει να το δούμε. Επομένως, εδώ πρέπει να προβληματιστούμε ως προς το πώς θα εξελιχθεί η στάση και συμπεριφορά των ΗΠΑ στον συγκεκριμένο χώρο. Είδαμε, άλλωστε από την πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στην Ουάσιγκτον για τα 75 χρόνια της Συμμαχίας ότι και εκεί προτεραιότητα δόθηκε στην προσπάθεια διασύνδεσης του Ευρωατλαντικού χώρου με τον Ινδοειρηνικό.
Γενικότερα, μπορούμε να πούμε ότι η ευρύτερη στρατηγική των ΗΠΑ είναι, αυτή τη στιγμή, προς άλλη κατεύθυνση. Θα πρέπει να δούμε πώς θα λειτουργήσει αυτό και το κυριότερο, εάν η Ευρώπη θα δημιουργήσει ένα δικό της πόλο ασφάλειας ή θα συνεχίσει να είναι ουραγός σε διεθνή θέματα, τα οποία προκύπτουν. Εάν η Ευρώπη, συνολικά, δεν μπορέσει να γίνει μια αξιόπιστη, σοβαρή δύναμη, η οποία να παρεμβαίνει στα ζητήματα της περιοχής, θεωρώ ότι θα βρεθούν στο πεδίο διάφορες δυνάμεις, όπως η Τουρκία, η οποία θα παρεμβαίνει κατά το δοκούν σε περιοχές όπως η Μ. Ανατολή και η Αφρική.
Άρα, λοιπόν, όλα κρίνονται από το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ. Θα σας θυμίσω κάτι, κύριε Παναγόπουλε. Ο πρόεδρος Τραμπ ήταν ο πρώτος που στράφηκε εναντίον της Κίνας, με τους εμπορικούς πολέμους και την επιβολή δασμών. Το ίδιο με τους δασμούς έκανε και προς την Ευρώπη. Όποιος και να κερδίσει τις εκλογές, είτε ο Τραμπ είτε ο οποιοσδήποτε υποψήφιος με τους Δημοκρατικούς, η στρατηγική των ΗΠΑ παραμένει σταθερά προσανατολισμένη προς την Άπω Ανατολή.
Να πάμε τώρα και στα καθ' ημάς, στρατηγέ, καθώς το Σάββατο συμπληρώθηκαν 50 χρόνια από τη βάρβαρη εισβολή του «Αττίλα» στην Κύπρο. Κυριάκος Μητσοτάκης και Ταγίπ Ερντογάν βρέθηκαν σε κοντινή απόσταση. Μετά και τις εμπρηστικές δηλώσεις του Τούρκου προέδρου και την απάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού, πώς βλέπετε να διαμορφώνεται η επόμενη ημέρα σε ό,τι αφορά το Κυπριακό;
Κατά την άποψή μου, η παρουσία του προέδρου Ερντογάν και του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη στην Κύπρο επ’ ευκαιρία της 50ης επετείου των δραματικών συμβάντων του 1974, τα οποία οδήγησαν στο διαμελισμό της Μεγαλονήσου και στην κατάσταση που διαιωνίζεται μέχρι τώρα, εκτιμώ πως έχουν ένα συμβολικό χαρακτήρα. Από τουρκικής πλευράς, να επιβεβαιώσουν την κυριαρχία, την οποία έχει επιβάλει η Τουρκία στο βόρειο τμήμα της Κύπρου. Από ελληνικής πλευράς να επισημάνουν την αλληλεγγύη και την υποστήριξη προς τον Ελληνισμό της Κύπρου, αλλά και να προβάλουν τη βάρβαρη εισβολή, κατοχή, εθνοκάθαρση και γενικότερα την παραβίαση, την οποία έχουν προκαλέσει οι Τούρκοι στο Διεθνές Δίκαιο από κάθε πλευρά.
Ως προς το πώς διαμορφώνεται από εδώ και στο εξής: Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχουν εκείνες οι συνθήκες, πάνω στις οποίες μπορούμε να δούμε εύκολα κάποια λύση. Η Τουρκία, όπως γνωρίζετε, τον τελευταίο καιρό προβάλλει τη λύση των δύο ισότιμων κρατών και ενδεχομένως μιας απλής συνομοσπονδίας. Από την ελληνική πλευρά προβάλλεται το θέμα της διζωνικής – δικοινοτικής ομοσπονδίας, όπως αυτό ξεκίνησε το 1977 από τον πρόεδρο Μακάριο, εν συνεχεία βελτιώθηκε από τον πρόεδρο Κυπριανού και εν πάση περιπτώσει έχει πλέον εξελιχθεί μέχρι σήμερα. Ωστόσο, σ’ αυτές τις δύο προσεγγίσεις δεν φαίνεται ορατή ή άμεση συνισταμένη.
Υπό το πρίσμα των όσων περιγράφετε, φαντάζει δύσκολη μια επανέναρξη του διαλόγου για το Κυπριακό…
Ο διάλογος μπορεί να αρχίσει, εκτιμώ πως θα υπάρξουν οι συνθήκες, αλλά στην ουσία θα πρέπει να τεθεί με σαφήνεια το πλαίσιο του διαλόγου. Εάν αυτό το πλαίσιο δεν μπει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, δεν μπορούμε να μιλήσουμε ως προς το τι θα γίνει. Παρά μόνο θα έχουμε μια γενικόλογη προσέγγιση, ένα ευχολόγιο. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, οι δύο πλευρές αποκλίνουν: Άλλα λένε οι Τούρκοι και άλλα οι Ελληνοκύπριοι.
Σε αυτό το σημείο, όμως, θα πρέπει να επισημάνουμε το εξής: Όταν συζητάμε για το Κυπριακό, δεν διαπραγματευόμαστε με τους Τουρκοκυπρίους αλλά με αυτή καθαυτή την Τουρκία. Θα πρέπει να το ξεκαθαρίσουμε αυτό, ώστε να μην υπάρχει η παραμικρή παρερμηνεία. Η Τουρκία είναι εκείνη που έχει το πάνω χέρι στο ψευδοκράτος, με την παρουσία 40.000 Τούρκων στρατιωτών, με την απειλή πριν από λίγο του Ερντογάν, ότι «ήταν λάθος το 1974 που δεν κατελήφθη ολόκληρη η Κύπρος».
Άρα, λοιπόν, η Τουρκία κινείται σε εντελώς άλλο μήκος κύματος. Βέβαια, στην Πολιτική αλλά και στη Διπλωματία τίποτε δεν είναι απίθανο. Δηλαδή, να δούμε ένα πλαίσιο – για παράδειγμα του ΟΗΕ - επί του οποίου να μπορεί να γίνει μια συζήτηση. Το ζήτημα είναι εάν και κατά πόσο θα μπορέσει αυτό να ευοδωθεί. Η εμπειρία, μέχρι τώρα, έχει δείξει ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά και ευρύτερα ο Ελληνισμός, από τη δεκαετία του ’60 αντιμετωπίζουν με δυσκολία και καχυποψία ένα σχέδιο διζωνικής – δικοινοτικής ομοσπονδίας, διότι σίγουρα θα δημιουργήσει πολύπλοκους μηχανισμούς διαχείρισης της εξουσίας και θα έχει δυσκολίες τόσο στην έκφραση όσο και στη λειτουργικότητά του.
Αν ανατρέξουμε στο παρελθόν, μιας και μιλάμε για τη δεκαετία του ’60, οι δύο πλευρές δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν ως προς τα ποσοστά των δημοσίων υπαλλήλων (αναλογία 75% προς 25%), τους δήμους όπου έπρεπε να συσταθούν δύο διαφορετικές αρχές κ.ο.κ.
Όλα αυτά μπορούσαν να επιτευχθούν, αλλά δεν κατάφεραν να λειτουργήσουν και προκάλεσαν τελικά την κρίση των Χριστουγέννων του 1963, η οποία εντάθηκε το πρώτο εξάμηνο το 1964, με αποτέλεσμα τη διχοτόμηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, πρακτικά, από τότε. Γιατί, θα πρέπει να ξέρετε ότι το 1964 οι Τουρκοκύπριοι αποχώρησαν από την κυπριακή κυβέρνηση, ενώ σημειώθηκαν και μετακινήσεις τουρκοκυπριακών πληθυσμών προς τους γνωστούς λεγόμενους θύλακες. Και έτσι, φτάσαμε αργότερα το 1974, όπου η Τουρκία κατέλαβε το 37% της νήσου, στο βόρειο τμήμα της, πραγματοποιώντας ουσιαστικά μια εθνοκάθαρση, εκδιώκοντας περίπου 160.000 – 180.000 Ελληνοκυπρίους, οι οποίοι μετέβησαν προς το Νότο και συγκεντρώνοντας τους Τουρκοκυπρίους στο Βορρά, γεγονός που οδήγησε στη δημιουργία μιας νέας κατάστασης πραγμάτων.
Πάντως τις τελευταίες ημέρες η Τουρκία εμμένει σε μια αρκετά εμπρηστική ρητορική εναντίον της χώρας μας. Είδαμε, για παράδειγμα, το πρόσφατο δημοσίευμα της τουρκικής Sozcu, για την «τριπλή πρόκληση της Ελλάδας». Κατά την άποψή σας, ποια θα πρέπει να είναι η στάση της Αθήνας απέναντι στην Άγκυρα;
Προφανώς η Τουρκία δεν έχει αλλάξει στρατηγική έναντι της Ελλάδας. Δεν θα πρέπει, σε καμία περίπτωση, να θεωρούμε ότι επειδή υπάρχει αυτή η ύφεση, λόγω συγκυριών και διαφόρων παραγόντων ότι η τουρκική στρατηγική έχει αλλάξει. Άλλωστε, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε τα όσα λέγονταν πριν από σύντομο χρονικό διάστημα, τοποθετήσεις όπως «θα έρθουμε μια νύχτα ξαφνικά» ή ότι «οι πύραυλοι Tayfun μπορούν να προσβάλουν οποιοδήποτε σημείο επί ελληνικού εδάφους».
Όπως, επίσης, δεν θα πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι η Άγκυρα, με την πολιτική και διπλωματική της δραστηριότητα, επιχείρησε να βάλει στο στόχαστρο της Χεζμπολάχ την Κύπρο και τον Ελληνισμό σε ό,τι αφορά τη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή, που προφανώς δεν υπάρχει καμία απολύτως σχέση.
Η Τουρκία μιλάει για την Κύπρο λες και είναι μονοπώλιο δικό της, αποκλειστικό της προνόμιο. Ξεχνάει ότι και η Ελλάδα είναι εγγυήτρια δύναμη στο νησί. Δεν μπορεί, λοιπόν, η Άγκυρα να τα θεωρεί όλα δικά της. Απλώς, εκμεταλλεύεται την κατάσταση και μιλά από θέση ισχύος, έχοντας 40.000 στρατιώτες στο βόρειο τμήμα της Κύπρου και από εκεί και πέρα διαμορφώνει ανάλογα την ρητορική και την πολιτική της.
Επομένως, δεν θα πρέπει ως χώρα να αυταπατώμεθα ότι η Τουρκία έχει αλλάξει τη στρατηγική της. Παραμένει δε αδιατάρακτη και θα μπορούσα να πω ότι, από το 2022 και μετά, μπαίνουμε σε μια νέα εποχή των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Τι εννοείτε με αυτό, κύριε Γκίνη;
Θα σας το εξηγήσω: Από το 1974 μέχρι και το 2022 είχαμε μία αμφισβήτηση από τουρκικής πλευράς των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, που απορρέουν από διεθνείς Συνθήκες, όπως για παράδειγμα το Δίκαιο της Θάλασσας κλπ.
Ωστόσο, από το 2022 και μετά έχουμε εισέλθει σε μια νέα φάση: Αμφισβητείται η κυριαρχία πλέον της Ελλάδας, με την Τουρκία να ισχυρίζεται ότι αφού τα νησιά του Αιγαίου είναι υπό καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης, τότε δεν τα δικαιούται η Ελλάδα και έχουμε εμείς κάθε δικαίωμα να τα διεκδικήσουμε. Είναι, δηλαδή, η γνωστή ρητορική της Τουρκίας.
Κατά την άποψή μου, λοιπόν, μπαίνουμε σε μια νέα περίοδο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, κατά την οποία αμφισβητείται πλέον ευθέως η κυριαρχία της Ελλάδας στο χώρο του Αιγαίου από την Τουρκία. Και αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να μας προβληματίσει.
* Ο Κωνσταντίνος Γκίνης είναι στρατηγός ε.α. και επίτιμος Αρχηγός του ΓΕΣ