Του Γιάννη Παλιούρη
Η ισχύς μιας χώρας καθορίζεται από πολλούς παράγοντες. Το ΑΕΠ, το διπλωματικό κεφάλαιο, οι υποδομές, το ανθρώπινο κεφάλαιο, τα στρατιωτικά Μέσα ακόμα και η αποτελεσματικότητα των μυστικών υπηρεσιών, αποτελούν κομμάτια του παζλ που καθρεφτίζει την κρατική ισχύ. Στην εποχή μας, όμως, δεν πρέπει να παραβλέπουμε έναν ακόμη παράγοντα: την τεχνολογική καινοτομία. Και στον τομέα αυτό αδιαφιλονίκητος ηγέτης φαίνεται να παραμένουν οι ΗΠΑ.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την Ένωση Ιδιοκτητών Πνευματικής Ιδιοκτησίας των ΗΠΑ, (Intellectual Property Owners Association), οι αμερικανικές επιχειρήσεις κράτησαν για μια ακόμα χρονιά τα σκήπτρα στη κατάθεση δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας το 2018. Όπως φαίνεται και στον πίνακα που ακολουθεί μεταξύ των 10 εταιρειών με τις περισσότερες πατέντες, οι 7 είναι αμερικανικές και μόνο τρεις από άλλες χώρες (η Samsung από τη Ν. Κορέα, η Canon από την Ιαπωνία και η TSMC από την Ταϊβάν).
Με δεδομένο ότι η IPOA είναι ένωση με έδρα τις ΗΠΑ, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι είναι λογικό οι αμερικανικές εταιρείες να διατηρούν τα ηνία. Με τη διαφορά ότι στην IPOA καταθέτουν χιλιάδες πατέντες εταιρείες απ' όλο τον κόσμο, όπως προκύπτει και από τη αναλυτική λίστα της Ένωσης. Και αυτό γιατί οι ΗΠΑ είναι η μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως και κατά συνέπεια όλοι θέλουν να δραστηριοποιηθούν σε αυτές, κατοχυρώνοντας μάλιστα τα πνευματικά τους δικαιώματα.
Άλλωστε αντίστοιχα στοιχεία του περασμένου Μαρτίου από το Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας (ΕΡΟ) φανερώνουν ότι και στην Ευρώπη, «πρωταθλήτριες» στα δικαιώματα ευρεσιτεχνίας για το 2018 αναδείχθηκαν οι αμερικανικές επιχειρήσεις. Ειδικότερα, στη Γηραιά Ήπειρο οι αμερικανικές επιχειρήσεις υπέβαλαν πέρυσι συνολικά 43.612 αιτήσεις δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας, περίπου το 25% του συνόλου. Στη δεύτερη θέση με σημαντικά μικρότερο αριθμό πατεντών, 26.734 αιτήσεις, βρέθηκαν οι επιχειρήσεις από τη Γερμανία.
Εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι το ποιος βρίσκεται στην κορυφή της λίστας και γιατί. Πρόκειται για την ΙΒΜ η οποία αναδεικνύεται για 26η συνεχή χρονιά πρωταθλήτρια, με την κατάθεση 9.088 αιτήσεων καινοτομίας. Η IBM διατήρησε το σκήπτρο της, οδηγώντας την άτυπη αυτή κούρσα μέσα από τεχνολογίες αιχμής: Τεχνητή Νοημοσύνη, Cloud Computing, Κυβερνοασφάλεια και Κβαντική Υπολογιστική.
Το γεγονός ότι οι αμερικανικές εταιρείες διατηρούν μεγάλο πλεονέκτημα στις αιτήσεις τεχνολογικών ευρεσιτεχνιών έχει ειδική βαρύτητα. Όλες οι εκτιμήσεις θεωρούν την τεχνολογία το «πυρηνικό» όπλο των επομένων δεκαετιών καθώς διαθέτει την μεταμορφωτική ισχύ που θα καθορίσει τις επόμενες υπερδυνάμεις, διαμορφώνοντας τη μορφή της οικονομίας του μέλλοντος. Βιομηχανία, ιατρική, μεταφορές ακόμα και ο πρωτογενής τομέας των επόμενων δεκαετιών, είτε θα έχει ψηφιακό χαρακτήρα ή απλά δεν θα είναι ανταγωνιστικός και θα ξεπεραστεί.
Η τεχνολογία λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής ισχύος, ικανός να βάλει ακόμα και μικρές χώρες με λιγοστούς φυσικούς πόρους σε θέση οδηγού. Είναι χαρακτηριστικά τα παραδείγματα της Εσθονίας και του Ισραήλ, δύο χώρες που συστηματικά επένδυσαν στην τεχνολογία και αυτή τη στιγμή θεωρούνται από τα πλέον προηγμένα ψηφιακά έθνη.
Τo βάθος και το εύρος των αλλαγών που θα φέρει η τεχνολογία στην παγκόσμια οικονομία, είναι δύσκολο να υπολογιστεί. Και αυτό γιατί πέρα από το φαραωνικό μέγεθος της αλλαγής, στην όλη διαδικασία υπεισέρχονται και αστάθμητοι παράγοντες: Θα ηγηθούν της αλλαγής παραδοσιακές βιομηχανικές δυνάμεις ή θα αρπάξουν την ευκαιρία από τα μαλλιά αναδυόμενες οικονομίες; Θα προλάβουν ισχυρές επιχειρήσεις το κύμα των αλλαγών ή μικρότεροι και πιο ευέλικτοι οργανισμοί θα επωφεληθούν των νέων δυνατοτήτων με μεγαλύτερη ταχύτητα;
Σε κάθε περίπτωση η ψηφιακή εποχή δεν είναι μια πολυτέλεια για «όποιον μπορεί» αλλά μια αναγκαιότητα που θα καθορίσει ποιος θα παραμείνει «ζωντανός». Άλλωστε όσοι έχουν πραγματικό όραμα για το μέλλον δεν προσαρμόζονται σε αυτό. Προετοιμάζονται γι' αυτό.