Από την αρχή του μήνα έχουμε μπει στον αστερισμό των δασμών, με τον Αμερικανό πρόεδρο να ξεκινά την υλοποίηση κάποιων βασικών υποσχέσεων προς τους ψηφοφόρους του. Ουδείς είναι σε θέση να γνωρίζει πού το πάει πραγματικά ο Ντόναλντ Τραμπ, πού φτάνει το «σόου» στα πλαίσια της διαπραγμάτευσης και πού αρχίζουν οι πραγματικές απειλές κατά του διεθνούς εμπορίου και κατ’ επέκταση κατά της ομαλής λειτουργίας της διεθνούς οικονομίας. Θα περάσουν εβδομάδες, ίσως και μήνες, μέχρι να πάρουμε την απάντηση σε αυτό το ερώτημα αλλά σε ένα άλλο την έχουμε ήδη στα χέρια μας.
Ο μεγάλος ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας στο πεδίο της υψηλής τεχνολογίας θα ενταθεί ακόμα περισσότερο. Οι σχετικές ενδείξεις, ή μάλλον αποδείξεις, είναι πάρα πολλές, με τελευταία την αντίδραση των αμερικανικών αρχών και επιχειρήσεων στην ξαφνική εμφάνιση της DeepSeek και των κινεζικών αρχών στην επιβολή γενικών δασμών 10% στα κινεζικά προϊόντα από πλευράς ΗΠΑ. Μπορεί οι δασμοί 10% να φαίνονται σαν μέρος της προετοιμασίας για εμπορικό πόλεμο μεταξύ των δύο μερών αλλά ένα μέρος της κινεζικής αντίδρασης έδειξε πολύ καθαρά ότι ο τεχνολογικός ανταγωνισμός είναι στο συνεχώς στο μυαλό και της Κίνας και των ΗΠΑ.
Το πρωί της 4ης Φεβρουαρίου, σχεδόν αμέσως μετά την ανακοίνωση της επιβολής των αμερικανικών δασμών, η κινεζική πλευρά αντέδρασε λαμβάνοντας διάφορα μέτρα, ανάμεσα στα οποία αμέσως ξεχώρισε η επιβολή σημαντικών περιορισμών στις εξαγωγές πέντε μετάλλων, στα οποία η Κίνα κατέχει δεσπόζουσα θέση παγκοσμίως. Τα πέντε αυτά μέταλλα, το Βολφράμιο (Tungsten), το Ίνδιο (Indium), το Βισμούθιο (Bismuth), το Τελλούριο (Tellurium) και το Μολυβδαίνιο (Molybdenum) χρησιμοποιούνται σε διάφορους τομείς, όπως στην αμυντική βιομηχανία, στη μεταλλουργία αλλά και σε ηλεκτρονικά προϊόντα όπως κινητά τηλέφωνα, στην τεχνολογία οπτικών ινών, στην κατασκευή μικροεπεξεργαστών και στην έρευνα της ατομικής τεχνολογίας.
Αυτό μας θύμισε αμέσως πως μέσα στον Δεκέμβριο η Κίνα επέβαλε εξαγωγικό εμπάργκο προς τις ΗΠΑ για το Γάλλιο (Gallium), το Γερμάνιο (Germanium) και το Αντιμόνιο (Antimony), κρίσιμα ορυκτά που χρησιμοποιούνται ευρέως στην αμυντική βιομηχανία και σε πολλές εφαρμογές υψηλής τεχνολογίας, σε απάντηση στους νέους περιορισμούς που επέβαλαν οι ΗΠΑ στις εξαγωγές μικροεπεξεργαστών προς την Κίνα.
Σύμφωνα με ειδικούς που φιλοξενήθηκαν στις σελίδες του διεθνούς Τύπου, οι περιορισμοί που ανακοινώθηκαν στις 4 Φεβρουαρίου από την Κίνα είναι σχεδιασμένοι περισσότερο ως προειδοποιητική βολή προς τις ΗΠΑ και πολλές άλλες δυτικές χώρες και δε θα έχουν άμεσα πολύ σημαντική επίδραση. Δίνουν, όμως, μία γεύση για το τι μπορεί να ακολουθήσει μία κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου από την αμερικανική πλευρά.
Σε κάποιους άλλους τομείς όμως δεν μπορούμε να μιλάμε για προειδοποιητικές βολές, ειδικά από την πλευρά των ΗΠΑ. Οι περιορισμοί στις εξαγωγές προηγμένων μικροεπεξεργαστών και τεχνολογίας για την παραγωγή αυτών των επεξεργαστών βρίσκονται σε ισχύ εδώ και χρόνια. Έχουν ξεκινήσει από την εποχή της πρώτης διακυβέρνησης Τραμπ, συνεχίστηκαν και εντάθηκαν κατά την περίοδο Μπάιντεν και φαίνεται πως, σε μεγάλο βαθμό, θα παραμείνουν σε ισχύ και κατά τη δεύτερη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ.
Οι μεγάλες πιέσεις από την αμερικανική πλευρά προς κορυφαίες διεθνείς εταιρείες του τομέα των μικροεπεξεργαστών, όπως η ολλανδική ASML (ASML AMSTERDAM, NASDAQ), η οποία σχεδόν μονοπωλεί τον τομέα των λιθογραφικών μηχανών που είναι απόλυτα απαραίτητες για την κατασκευή των microchips τελευταίας τεχνολογίας και την αμερικανική Nvidia (NVDA NASDAQ), η οποία με τη σειρά της έχει κυρίαρχη θέση στους μικροεπεξεργαστές που χρησιμοποιούνται για την «εκπαίδευση» και τη λειτουργία των μοντέλων Τεχνητής Νοημοσύνης, έχουν απασχολήσει πολλές φορές τον διεθνή Τύπο.
Όπως αναφέρθηκε σε ρεπορτάζ των διεθνών μέσων ενημέρωσης στο τέλος του Ιανουαρίου, η κυβέρνηση Τραμπ εξετάζει το ενδεχόμενο να κάνει ακόμα πιο αυστηρούς τους περιορισμούς στις πωλήσεις microchips της Nvidia στην Κίνα, κάτι που δείχνει πως η στάση των ΗΠΑ απέναντι στην Κίνα στα θέματα υψηλής τεχνολογίας δεν πρόκειται να αλλάξει πολύ.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως πριν μερικές εβδομάδες ο πρόεδρος Τραμπ ανακοίνωσε με θριαμβευτικό τρόπο την υποστήριξη της αμερικανικής κυβέρνησης στο πρόγραμμα Stargate με το οποίο ορισμένες ιδιωτικές επιχειρήσεις θα προσπαθήσουν να επιταχύνουν την αμερικανική πρόοδο στον τομέα της ΤΝ. Ο προφανής στόχος αυτής της πρωτοβουλίας είναι η διατήρηση της αμερικανικής πρωτοπορίας στον τόσο κρίσιμο τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης.
Όπως ξέρουμε, όμως, οι Κινέζοι δε μένουν με σταυρωμένα χέρια απέναντι στην αμερικανική προσπάθεια να τους κόψουν την πρόσβαση στους μικροεπεξεργαστές τελευταίας γενιάς. Εδώ και μερικά χρόνια έχουν εντείνει τις προσπάθειές τους να προχωρήσουν μόνοι τους τεχνολογικά και το κινεζικό δημόσιο έχει επιχορηγήσει τις τοπικές επιχειρήσεις με πολλές δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια για αυτόν τον σκοπό, ενώ και οι κινεζικές μεγάλες επιχειρήσεις δαπανούν πολύ μεγάλα ποσά για την έρευνα και ανάπτυξη στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας και ειδικότερα στην Τεχνητή Νοημοσύνη. Πριν μερικές εβδομάδες πήραμε μία πρώτη, εντυπωσιακή μάλιστα, γεύση της κινεζικής προόδου στον τομέα της ΤΝ.
Η εμφάνιση του μοντέλου DeepSeek R1 της εταιρείας DeepSeek, η οποία προκάλεσε μεγάλη εντύπωση με τις πολύ καλές επιδόσεις της και το χαμηλό κόστος για την έρευνα και την ανάπτυξή της, ήχησε σαν προειδοποιητικό καμπανάκι. Μετά το πρώτο σοκ, φαίνεται πως η αμερικανική κυβέρνηση και όλα της τα τμήματα σπεύδουν να απαγορεύσουν τη χρήση αυτής της εφαρμογής από τους κρατικούς υπαλλήλους, επικαλούμενοι κινδύνους εθνικής ασφαλείας. Σε λήψη παρόμοιων μέτρων έχουν αρχίσει να προχωρούν και ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός πως η κινεζική πρόοδος στον τομέα της ΤΝ είναι πολύ μεγάλη, αφού μερικές μέρες μετά την εντυπωσιακή εμφάνιση του DeepSeek R1, και άλλες κινεζικές τεχνολογικές επιχειρήσεις υποστηρίζουν πως έχουν αναπτύξει εφαρμογές ΤΝ ακόμα καλύτερες από αυτήν της DeepSeek. Η εμφάνιση αυτής της εφαρμογής έδωσε μάλιστα την αφορμή σε πολλές κινεζικές ιδιωτικές επιχειρήσεις του τεχνολογικού τομέα να «αγκαλιάσουν» αυτή την εφαρμογή και να «στοιχηθούν» πίσω από την DeepSeek, θέλοντας να δείξουν πως όλη η χώρα συμμετέχει στον πόλεμο για την πρώτη θέση στην παγκόσμια τεχνολογική πρωτοπορία.
Προφανώς, δεν μπορούμε να προβλέψουμε ποιος θα είναι ο νικητής σε αυτόν τον πολυμέτωπο αγώνα μεταξύ των δύο μεγαλύτερων δυνάμεων του πλανήτη. Μπορούμε, όμως, να υποθέσουμε με σχετική ασφάλεια πως η ένταση αυτού του ανταγωνισμού είναι πιθανότερο να αυξηθεί παρά να μειωθεί, οπότε καλό είναι να είμαστε έτοιμοι για τα επόμενα χτυπήματα και από τις δύο «αντιμαχόμενες» πλευρές.