Τα θαύματα της επιστήμης

Τα θαύματα της επιστήμης

Του Γιάννη Παλιούρη

H ζωή προφανώς δεν είναι ένας δρόμος στρωμένος με ροδοπέταλα. Ούτε πρέπει να θεωρείται ως κάτι δεδομένο. Μοιάζει περισσότερο με έναν μαραθώνιο ή με «ημιδιαφανή φάκελο που μας περιβάλλει από την αρχή μέχρι το τέλος» το περιεχόμενο του οποίου δεν μπορούμε να ξέρουμε με σιγουριά, όπως υποστήριζε η Βιρτζίνια Γουλφ. Σκέψεις και αλήθειες που πάντα πρέπει να κρατάμε κάπου μέσα μας. Σκέψεις και αλήθειες που αναδύονται πιο έντονα, τούτες τις ημέρες κατάνυξης και περισυλλογής. Ο άνθρωπος χρειάζεται αυτές τις αλήθειες. Αλλά χρειάζεται και μικρά «θαύματα», καθημερινές «αναστάσεις» για να τον βοηθήσουν να βγάλει τη… μέρα. Κάθε τόσο κάποιες από αυτές έρχονται να μας θυμίσουν ότι στον μαραθώνιο της ζωής μαζί με την πίστη είναι και οι ανθρώπινες κατακτήσεις που μας βοηθούν να πάμε παρακάτω, καθαρίζοντας από τα εμπόδια και τις πέτρες τη διαδρομή που είναι μπροστά μας.

Το παιδί μέσα στη «γυάλα»

Κολύμπι μέχρι τελικής πτώσεως, πάρτι, βόλτες με τα ποδήλατα και γρατσουνιές στα γόνατα. Με άλλα λόγια, χρόνια καλά, χρόνια παιδικά. Τι γίνεται, όμως, όταν τα παραπάνω δεν είναι δεδομένα; Οταν πρέπει να περάσεις ολόκληρη τη ζωή σου μέσα σε ένα αποστειρωμένο κλουβί, μακριά από κάθε κοινωνική συναναστροφή επειδή ακόμα και η παραμικρή επαφή με τον κόσμο μπορεί να σε σκοτώσει; Αυτή είναι η τραγική ιστορία του Ντέιβιντ Βέτερ, που γεννήθηκε το 1971 και έζησε μόλις 13 χρόνια, όλα μέσα σε μια πλαστική φυσαλίδα, αφού δεν διέθετε ανοσοποιητικό σύστημα και οποιαδήποτε επαφή με το περιβάλλον θα μπορούσε να τον σκοτώσει. Πριν από λίγες ημέρες επιστήμονες από το Παιδιατρικό Νοσοκομείο του Μέμφις ανακοίνωσαν ότι βρήκαν μια νέα θεραπεία για το σύνδρομο SCID, που θα επιτρέψει στα παιδιά που πάσχουν από αυτό να ζήσουν μια φυσιολογική ζωή.

Mε όπλο τον ιό HIV

Ξεκινώντας από τα βασικά θα πρέπει να πούμε ότι η ασθένεια που υποχρέωσε του Ντέιβιντ να παραμείνει και τα δεκατρία χρόνια της σύντομης ζωής τους μέσα σε ειδικές φυσαλίδες και στολές κατασκευασμένες από τη NASA, είναι η Βαριά Συνδυασμένη Ανοσοανεπάρκεια (SCID). Πρόκειται για μια σπάνια πρωτοπαθή ανοσοανεπάρκεια, στην οποία υπάρχει συνδυασμένη απουσία της λειτουργίας των Τ-λεμφοκυττάρων και Β-λεμφοκυττάρων, με αποτέλεσμα ο ανθρώπινος οργανισμός να είναι σοβαρά εκτεθειμένος ακόμα και στην πιο απλή λοίμωξη.

Θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι από το 1983, οπότε ο Ντέβιντ Βέτερ έφυγε από τη ζωή, η επιστήμη έχει κάνει σημαντική πρόοδο, με αποτέλεσμα τα παιδιά που πάσχουν από SCID αφενός να επιβιώνουν, αφετέρου να ζουν χωρίς προστατευτικό «κουκούλι». Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν μεγαλώνουν με την ελευθερία και την ξεγνοιασιά που κάθε παιδί δικαιούται, αφού μπορεί να χρειαστεί να υποστούν επαναλαμβανόμενες νοσηλείες, πρέπει να αποφεύγουν τους δημόσιους χώρους και την επαφή με άλλα παιδιά εκτός οικογένειας.

Σ'' αυτόν τον Γολογοθά, λοιπόν, υπόσχεται να βάλει τέλος η ερευνητική ομάδα από το Παιδιατρικό Νοσοκομείο του Μέμφις. Ειδικότερα, οι επιστήμονες εκεί ανέπτυξαν μια πρωτοποριακή μέθοδο θεραπείας, βασισμένη μάλιστα στον ιό ΗIV, τον ιό δηλαδή που ευθύνεται για το σύνδρομο Επίκτητης Ανοσολογικής Ανεπάρκειας, κοινώς AIDS.

H νέα θεραπεία συνίσταται, χονδρικά, στα εξής βήματα: στην αφαίρεση κυττάρων από το αίμα του ασθενούς, στην εισαγωγή σε αυτά μέσω τροποποιημένου ιού ΗΙV του γονιδίου που λείπει και προκαλεί την SCID και την επαντοποποθέτησή τους στον οργανισμό του ασθενούς. Πριν από την επανατοποθέτηση των κυττάρων, οι ασθενείς λαμβάνουν φάρμακο το οποίο καταστρέφει μέρος του μυελού τους, έτσι ώστε τα τροποποιημένα κύτταρα να έχουν μεγαλύτερο περιθώριο ανάπτυξης.

Μέχρι τώρα δέκα παιδιά με SCID έχουν υποβληθεί στη συγκεκριμένη θεραπεία. Αποτέλεσμα; Άφησαν τα δωμάτια των νοσοκομείων για να γρατσουνάνε πια άφοβα τα γόνατά τους στην αυλή του σπιτιού και του σχολείου…

Kι αν μπορούσαμε να «αναστήσουμε» τον εγκέφαλο;

Για πολλούς επιστήμονες το Σύμπαν δεν είναι το μεγάλο μυστήριο, καθώς το πιο καλά κρυμμένο μυστικό είναι πολύ πιο μικρό σε μέγεθος, βρίσκεται δίπλα μας και είναι η αιτία που μπορούμε να κατατάξουμε το Σύμπαν στην κατηγορία «μυστήριο». Ο λόγος για τον ανθρώπινο εγκέφαλο, το όργανο που μας επέτρεψε αρχικά να αποκτήσουμε συνείδηση, να βρεθούμε στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας και στη συνέχεια να κατακτήσουμε τη Γη. Μια μάζα μαλακού ιστού βάρους περίπου 1.300 γραμμαρίων και 100 δισεκατομμυρίων νευρώνων, που δυστυχώς αρκούν μερικά λεπτά χωρίς οξυγόνο για να νεκρωθεί χωρίς επιστροφή. Ή μήπως όχι; Τι κι αν μπορούσαμε να επαναφέρουμε σε λειτουργία, να «αναστήσουμε» τρόπον τινά, νεκρά εγκεφαλικά μέρη; Τι θα σήμαινε κάτι τέτοιο για την Ιατρική, αλλά πολύ περισσότερο για το ηθικό πλαίσιο της κοινωνίας μας; Θα επαναπροσδιόριζε μια τέτοια εξέλιξη τη σχέση μας με την έννοια του θανάτου;
Ερωτήματα που πιθανόν θα πρέπει ήδη να θέσουμε προς συζήτηση, μετά το πρόσφατο επίτευγμα ερευνητών του Γέιλ να επαναφέρουν σε μερική κυτταρική λειτουργία εγκεφάλους που είχαν καταψυχθεί για ώρες.

Χημικό Reboot

Κατά τη διάρκεια μιας διαδικασίας έξι ωρών, η ερευνητική ομάδα του Γέιλ χορήγησε σε εγκεφάλους νεκρών χοίρων ένα κοκτέιλ από συνθετικά υγρά, σχεδιασμένα να σταματούν τον κυτταρικό εκφυλισμό και να αποκαθιστούν τις κυτταρικές λειτουργίες. Η διαδικασία οδήγησε σε ένα ανέλπιστο και ομολογουμένως «ενοχλητικό» αποτέλεσμα. Οι εγκέφαλοι άρχισαν να καταναλώνουν οξυγόνο και γλυκόζη και κύτταρα, συμπεριλαμβανομένων των νευρώνων που μεταφέρουν μηνύματα εντός του εγκεφάλου, αλλά και στο υπόλοιπο σώμα, έπαψαν να αποσυντίθενται, αναβιώνοντας με ανιχνεύσιμο τρόπο.

Ακόμα «χειρότερα», οι επιστήμονες ανίχνευσαν αυθόρμητη συναπτική δραστηριότητα, κάτι που σημαίνει ότι οι νευρώνες ήταν σε θέση να στέλνουν σήματα και ανταποκρίνονταν σε εξωτερική ηλεκτρική διέγερση.

Οντας υγιής, κάποιος θα μπορούσε να χαρακτηρίσει το αποτέλεσμα τρομακτικό και το ίδιο το πείραμα ανήθικο. Τι θα μπορούσε, όμως, να απαντήσει σε έναν ασθενή που τον έχει σακατέψει ένα βαρύ εγκεφαλικό; Ή σε έναν πολυτραυματία τροχαίου που σιτίζεται με καλαμάκι καθηλωμένος σε μια αναπηρική καρέκλα; Δύσκολες καταστάσεις, δύσκολες ερωτήσεις, δύσκολες απαντήσεις. Ομως έτσι προχωρά μπροστά η ανθρωπότητα.

 

*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο στις 28 Απριλίου 2019.