Μειωμένες κατά 24,4% έναντι του 2021 ήταν για το 2022 οι καταγγελίες καταναλωτών που αφορούσαν θέματα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και ταχυδρομικών υπηρεσιών στη χώρα μας, παρά το γεγονός ότι οι αναφορές αυξήθηκαν στο σύνολό τους κατά 17,2% και ήταν 13.374 έναντι 11.407.
Αυτό συνάγεται από τη μελέτη των στοιχείων που περιέχονται στα πεπραγμένα του Συνήγορου του Καταναλωτή για το 2022.
Η εξέλιξη αυτή δείχνει την σημαντική άνοδο της ποιότητας των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, καθώς και τη βελτίωση των υπηρεσιών ταχυδρομείου και ταχυμεταφορών.
Ενδεικτικό είναι ότι στη συγκεκριμένη κατηγορία, οι περισσότερες αναφορές, που δέχτηκε ο Συνήγορος του Καταναλωτή, αφορούσαν υψηλές χρεώσεις από κλήσεις σε ειδικούς τηλεφωνικούς αριθμούς, οι οποίοι εξαιρούνται από τις ενσωματωμένες παροχές των οικονομικών προγραμμάτων τους.
Για παράδειγμα, σύντομοι πενταψήφιοι αριθμοί, οι οποίοι χρησιμοποιούνται από παρόχους ενέργειας, ηλεκτρονικών επικοινωνιών, κ.λπ., για την εξυπηρέτηση πελατών και για την αναφορά βλαβών ή πενταψήφιοι αριθμοί, μέσω των οποίων παρέχονται υπηρεσίες πολυμεσικής πληροφόρησης, οι γνωστοί και ως αριθμοί premium.
Βέβαια, για τις χρεώσεις αυτές δεν ευθύνονται οι πάροχοι τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, αλλά η ελλειπής ενημέρωση των καταναλωτών, καθώς οι εταιρείες που διαχειρίζονται τις παραπάνω γραμμές, αλλά και οι πάροχοι ενημερώνουν για το μεγάλο κόστος των κλήσεων, σε σχέση με τις απλές τηλεφωνικές τηλεφωνικές κλήσεις προς άλλα κινητά τηλέφωνα ή προς σταθερές γραμμές.
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην έκθεση πεπραγμένων του Συνήγορου του Καταναλωτή, «…διαγράφεται μία προοδευτική εξομάλυνση σημαντικών εμπορικών κλάδων της αγοράς, οι οποίοι κατά το διάστημα της πανδημίας εμφάνισαν σημαντικά προβλήματα λειτουργίας και νομιμότητας σε βάρος των καταναλωτών, με προεξάρχοντα τα φαινόμενα εξαπάτησης σε συναλλαγές ηλεκτρονικού εμπορίου και τις μεγάλες καθυστερήσεις στην επίδοση ταχυδρομικών αντικειμένων».
Αντίθετα, σε ό,τι αφορά τις ηλεκτρονικές υπηρεσίες και κυρίως τις online αγορές, ο αριθμός των καταγγελιών αυξήθηκε το 2022, σύμφωνα με τα στοιχεία του Συνήγορου του Καταναλωτή.
Οι καταγγελίες αυτές αφορούν, κυρίως, σε είδη ρουχισμού και υποδήματα, καθώς επίσης σε αρώματα και εργαλεία, από ιστοσελίδες, που προβάλλουν επώνυμα προϊόντα σε ασυνήθιστα χαμηλές τιμές.
Από τα καταγγελλόμενα και τη διερεύνηση τους από την Αρχή προκύπτει σειρά προβληματικών ζητημάτων, όπως το γεγονός ότι τα προϊόντα, που παραδίδονται κατ’ οίκον μέσω εταιρειών ταχυμεταφορών και η πληρωμή τους γίνεται κυρίως με αντικαταβολή, αποκλειόμενων εναλλακτικών τρόπων εξόφλησης με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων, που εξασφαλίζουν κατά κανόνα περισσότερο τον καταναλωτή στην περίπτωση που η αγορά δεν εξελιχθεί ομαλά.
Ένας σημαντικός αριθμός αναφορών αφορούσε πρακτικές κατά τις οποίες τα συνοδευτικά δελτία αποστολής συνήθως δεν αναγράφουν στοιχεία αποστολέα, ενώ όπου αναγράφονται, αυτά είναι κατά κύριο λόγο ψευδή, αφού δεν αντιστοιχούν σε πραγματικές διευθύνσεις και σίγουρα όχι σε υπαρκτές επιχειρήσεις.
Επιπλέον, οι καταναλωτές διαπιστώνουν συχνά κατά την παραλαβή ότι τα προϊόντα δεν είναι αυτά που παρήγγειλαν ή ότι είναι απομιμητικά. Εξάλλου, λόγω της απουσίας στοιχείων επικοινωνίας των επιχειρήσεων ή της γνωστοποίησης ψευδών στοιχείων, καθίσταται αδύνατον για τους καταναλωτές να λάβουν υποστήριξη μετά την πώληση ή να ασκήσουν τα νόμιμα δικαιώματά τους, όπως της υπαναχώρησης.
Σημειώνεται ακόμη, ότι τα προβλήματα στους κλάδους των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών, όπως και των μεταφορών, εμφανίζουν τα μεγαλύτερα ποσοστά επίλυσης (96% και 83,7%, αντίστοιχα). Πολύ υψηλά ποσοστά (άνω του 70%) εμφανίζουν, επίσης, οι κλάδοι των καταναλωτικών αγαθών, των υπηρεσιών εκπαίδευσης και των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, ενώ σε κάθε περίπτωση τα ποσοστά φιλικής επίλυσης που επιτυγχάνει η Αρχή δεν πέφτουν ποτέ κάτω από 67%.